Οι οικογένειες είναι το κλειδί για την οικοδόμηση εναλλακτικών προς το κράτος
Από την οπτική γωνία του κράτους, η ιδανική κοινωνία είναι αυτή που αποτελείται από μονογονεϊκά, άθρησκα νοικοκυριά, που ανατρέφουν έναν μικρό αριθμό παιδιών.
Ετικέτες: Οικογένεια, Μεγάλο κράτος
Άρθρο του Ryan McMaken, 24/11/2025.
Οι φιλελεύθεροι μιλούν πολύ για την ανάγκη αποδυνάμωσης —και μάλιστα κατάργησης— του κράτους. Και δικαίως. Αλλά ένα απαραίτητο κομμάτι της αντίθεσης στο κράτος είναι η οικοδόμηση άλλων θεσμών, που μπορούν να αμφισβητήσουν την κρατική εξουσία και να προσφέρουν εναλλακτικές λύσεις στο κράτος. Δηλαδή, αν θέλουμε να υπονομεύσουμε ουσιαστικά το κράτος, είναι απαραίτητο να ενθαρρύνουμε, να αναπτύξουμε και να διατηρήσουμε ισχυρούς μη κρατικούς θεσμούς, όπως οι εκκλησίες, οι οικογένειες και οι ιδιωτικές αγορές. Αυτοί είναι οι θεσμοί αυτού που οι παλιοί κλασικοί φιλελεύθεροι ονόμαζαν «κοινωνία των πολιτών».
Ίσως ο πιο σημαντικός από αυτούς τους θεσμούς είναι η οικογένεια. Μεταξύ όλων των ανθρώπινων θεσμών, η οικογένεια είναι, μακράν, η πιο «φυσική» με την έννοια ότι υπήρχε πάντα και παντού όπου υπάρχουν άνθρωποι. Είναι θεμελιώδης για την ανθρώπινη εμπειρία με έναν τρόπο που το κράτος δεν υπήρξε ποτέ και δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει.
Το κράτος, άλλωστε, δεν είναι ούτε φυσικό ούτε απαραίτητο και υπήρξε μόνο σε ορισμένες περιόδους και τόπους. Παρ’ όλα αυτά, όταν και όπου υπάρχει το κράτος, επιδιώκει να αποδυναμώσει και να αντικαταστήσει όλους τους άλλους θεσμούς. Κατά την ανάδυση του σύγχρονου κράτους στην Ευρώπη, αυτό σίγουρα ισχύει, καθώς οι κρατικοί παράγοντες εργάστηκαν για να πάρουν τον έλεγχο των εκκλησιών, να εκτοπίσουν την αριστοκρατία και να καταργήσουν την ανεξαρτησία των δημοτικών και περιφερειακών πολιτικών θεσμών.
Ομοίως, το κράτος έχει επιδιώξει να αντικαταστήσει την οικογένεια. Αυτό το έχει κάνει με μια πληθώρα στρατηγικών, όπως η κρατική εκπαίδευση, η στρατιωτική θητεία, το κράτος πρόνοιας και οι φόροι κληρονομιάς. Οι οικογένειες αποτελούσαν ανέκαθεν απειλή για την κρατική εξουσία, επειδή συχνά προσελκύουν την αφοσίωση των ατόμων μακριά από τους κρατικούς θεσμούς και μπορούν να είναι κρίσιμες στην προσφορά οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας στα άτομα.
Σε αυτή την προσπάθεια καταστροφής της οικογένειας, το κράτος σημειώνει ολοένα και μεγαλύτερη επιτυχία τους τελευταίους αιώνες. Αν και η οικογένεια εξακολουθεί να υπάρχει σήμερα, υπάρχει σε μια κατάσταση πολύ αποδυναμωμένη.
Αυτό έχει επιπτώσεις και σε όλους τους άλλους θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών. Έρευνες των τελευταίων δεκαετιών έχουν δείξει ότι τα παντρεμένα ζευγάρια με παιδιά —δηλαδή, οι αμιγείς οικογένειες— αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία για τη βιωσιμότητα των θρησκευτικών θεσμών, των φιλανθρωπικών οργανώσεων, του εθελοντισμού, της σταθερότητας της γειτονιάς και των τοπικών κοινωνικών θεσμών, που χτίζουν τον ιστό των σταθερών κοινοτήτων. Η παρακμή της οικογένειας —η οποία είναι ραγδαία από τη δεκαετία του 1960— υπήρξε βασικός παράγοντας και για την παρακμή αυτών των άλλων θεσμών.
Με άλλα λόγια, τα δημογραφικά στοιχεία της οικογένειας αποτελούν κρίσιμο παράγοντα. Καθώς τα ποσοστά γάμων και γεννήσεων μειώνονται, η κοινωνία των πολιτών αποδυναμώνεται και η κρατική εξουσία ενισχύεται.
Πράγματι, από την οπτική γωνία του κράτους, η ιδανική δημογραφική σύνθεση της κοινωνίας είναι πιθανώς μια κοινωνία που αποτελείται από μονογονείς (γονείς χωρίς σύντροφο) που μεγαλώνουν έναν μικρό αριθμό παιδιών σε άθρησκα νοικοκυριά. Αυτοί οι τύποι αποδυναμωμένων οικογενειών αποδεικνύονται λιγότερο ενεργοί στα κοινά, πιο εύθραυστοι, περισσότερο μετακινούμενοι οικιστικά, λιγότερο οικονομικά ευημερούντες και λιγότερο ενεργοί σε σχέση με τους θρησκευτικούς θεσμούς. Όλα αυτά συμβάλλουν στη διασφάλιση ασθενών κοινωνικών δεσμών σε συνδυασμό με μια διαρκή εξάρτηση από το κράτος.
Οι οικογένειες είναι πιο ενεργές στην οικοδόμηση της κοινωνίας των πολιτών
Η κοινωνία των πολιτών ήταν ανέκαθεν κάτι πολύ περισσότερο από τους θεσμούς της αγοράς που υπάρχουν στο εσωτερικό της. Μια λειτουργική κοινωνία αποτελείται από αμέτρητα άτυπα κοινωνικά δίκτυα μεταξύ θεσμών, εντός γειτονιών και εντός των ίδιων των οικογενειών. Χωρίς αυτά, δεν μπορούν να υπάρξουν κοινωνίες «υψηλής εμπιστοσύνης» και το αποτέλεσμα είναι υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής απομόνωσης, εγκληματικότητας και φτώχειας. Επιπλέον, οι κοινωνικές δεξιότητες και ψυχικές δεσμεύσεις, που είναι κεντρικής σημασίας για τη διατήρηση της κοινωνίας των πολιτών, πρέπει επίσης να μεταλαμπαδευτούν στους μελλοντικούς συμμετέχοντες στην κοινωνία.
Για πολλά χρόνια, ορισμένοι κοινωνικοί επιστήμονες προωθούσαν τη θεωρία ότι τα μέλη των σταθερών οικογενειών είναι λιγότερο κοινωνικά και λιγότερο διατεθειμένα να συμμετέχουν στα κοινά. Ωστόσο, τα στοιχεία που αποδεικνύουν το αντίθετο συνεχίζουν να συσσωρεύονται και δημοφιλή βιβλία όπως το “Bowling Alone” (Παίζοντας μπόουλινγκ μόνοι) του Robert Putnam δείχνουν αυτό που ήταν προφανές σε πολλούς εδώ και καιρό: ότι η εγκατάλειψη των προτύπων του γάμου και της ανατροφής των παιδιών του παρελθόντος έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερη κοινωνική απομόνωση.
Οι παντρεμένοι γονείς είναι συχνά η βασική ομάδα που είναι απαραίτητη για τη διατήρηση αυτών των δικτύων και θεσμών. Για παράδειγμα, σε μια μελέτη του 2010, ο Richard Caputo διαπίστωσε ότι
Οι οικογένειες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη μετάδοση της πολιτικής συνείδησης: οριζόντια μέσω αλληλεπιδράσεων με άλλους ενήλικες σε δραστηριότητες που σχετίζονται με την κοινότητα και την εκκλησία, οι οποίες ενισχύουν και βοηθούν στη διάδοση της πολιτικής κουλτούρας, και κάθετα καθώς οι γονείς κοινωνικοποιούν τα παιδιά τους. [...]
Διαπιστώθηκε ότι τα παντρεμένα άτομα πρόσφεραν εθελοντικά περισσότερο από τα ανύπαντρα, κυρίως λόγω των αυξημένων ευκαιριών να το πράξουν, που προκύπτουν από το σχολείο των παιδιών τους, μεταξύ άλλων χώρων [...] ο τυπικός εθελοντής διαπιστώθηκε ότι ήταν ο παντρεμένος γονέας με παιδιά, ιδίως σχολικής ηλικίας, που ζει στο νοικοκυριό.
Η «συμμετοχή στα κοινά» μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα, αλλά τα παντρεμένα άτομα βρέθηκε ότι είναι ιδιαίτερα ενεργά σε «μη ακτιβιστικές» κοινωνικές δράσεις, όπως η συγκέντρωση χρημάτων από την κοινότητα, η υποστήριξη τοπικών επιχειρήσεων και η δωρεά χρόνου σε μη πολιτικές οργανώσεις. Ο Caputo σημειώνει ότι «περισσότερο από το ένα τέταρτο των παντρεμένων (28,5%) ήταν μη ακτιβιστές εθελοντές, σχεδόν διπλάσιο ποσοστό από τα άτομα που ήταν χωρισμένα, σε χηρεία ή διαζευγμένα (17,4%) και από τα άτομα που δεν παντρεύτηκαν ποτέ (14,4%)».
(Αντίθετα, οι άγαμοι τείνουν να ασχολούνται περισσότερο με πολιτικές δραστηριότητες, όπως ο εθελοντισμός σε ένα πολιτικό κόμμα.)
Επιπλέον, μια αυστραλιανή μελέτη του 2018 καταλήγει στο συμπέρασμα οτι:
Οι γονείς φαίνεται να διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην παροχή μιας οδού προς τη συμμετοχή στα κοινά και στην ενθάρρυνση των νεαρών συμμετεχόντων να συμμετάσχουν – ακόμη περισσότερο από μια θετική εμπειρία στο σχολείο ή μέσω φιλιών με συνομηλίκους. Τα δεδομένα που παρουσιάζουμε διαψεύδουν την ιδέα ότι οι ισχυρές οικογένειες δεν συμβάλλουν στην κοινωνία των πολιτών – και υποδηλώνουν αντιθέτως ότι οι ισχυροί δεσμοί που σφυρηλατούνται εντός της οικογένειας μπορούν να οδηγήσουν σε διασυνδέσεις εκτός αυτής.
Μεγάλο μέρος της συμβολής των παντρεμένων ζευγαριών με παιδιά σε αυτό το θέμα μπορεί να περιγραφεί ως «τυχαία». Δηλαδή, όπως σημειώνει ο Caputo, η διαδικασία της ανατροφής και της εκπαίδευσης των παιδιών τείνει απλώς να ωθεί τις οικογένειες σε πιο κοινωνικούς και αλληλένδετους ρόλους μέσα στην κοινότητα. Επιπλέον, τα παντρεμένα ζευγάρια με παιδιά τείνουν να μετακομίζουν λιγότερο, συμβάλλοντας έτσι σε πιο σταθερές γειτονιές και κοινότητες. Καταρχάς, οι παντρεμένοι γονείς μένουν μαζί περισσότερο χρόνο από τα άγαμα ζευγάρια που συγκατοικούν. Η σχετική μακροημέρευση των παντρεμένων γονέων οδηγεί σε μεγαλύτερη σταθερότητα για την οικογενειακή ζωή των παιδιών. Επιπλέον, ακόμη και όταν σταθμίζονται ως προς το εισόδημα, τα υψηλά επίπεδα οικιστικής κινητικότητας συνδέονται με «αρνητικές συνέπειες, όπως απόπειρες αυτοκτονίας, εγκληματικότητα, ψυχιατρικές διαταραχές, κατάχρηση ναρκωτικών και αφύσικη θνησιμότητα».
Όπως διαπίστωσε μια μελέτη για το Υπουργείο Στέγασης και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών των ΗΠΑ, «οι μονογονεϊκές οικογένειες μετακόμισαν σε διπλάσιο ποσοστό σε σύγκριση με τις διγονεϊκές οικογένειες (26% και 13% αντίστοιχα).» Η παρουσία παιδιών συχνά ενθαρρύνει τους παντρεμένους γονείς να αποφεύγουν ακόμη και τις μετακομίσεις μικρής απόστασης. Οι γονείς μπορεί ενστικτωδώς να συμπεραίνουν αυτό που έχουν δείξει άλλες έρευνες - δηλαδή ότι οι συχνές μετακομίσεις οδηγούν σε διαταραχές στη ζωή ενός παιδιού και συσχετίζονται με αρνητικές κοινωνικές συνέπειες.
Η σύνδεση μεταξύ οικογενειών και θρησκείας
Όπως οι οικογένειες, έτσι και οι θρησκευτικοί θεσμοί —τουλάχιστον στη Δύση— έχουν προσφέρει έναν ανταγωνισμό στους κρατικούς θεσμούς και έχουν διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην ανεξαρτησία της κοινωνίας των πολιτών. Το βασικό δομικό στοιχείο των θρησκευτικών θεσμών είναι οι οικογένειες με παντρεμένους γονείς.
Για παράδειγμα, ένα σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό παντρεμένων ατόμων παρακολουθεί θρησκευτικές λειτουργίες σε σύγκριση με τους ανύπαντρους και τους χωρισμένους/διαζευγμένους ενήλικες. Αυτό ενισχύεται όταν στην εξίσωση εισέρχονται και τα παιδιά.
Ορισμένες μελέτες δείχνουν μια σημαντική επικάλυψη, όσον αφορά τη συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής, μεταξύ των παντρεμένων και των θρησκευόμενων ατόμων. Αυτό συμβαίνει επειδή οι παντρεμένοι τείνουν να είναι θρησκευόμενοι και αντίστροφα. Όπως συνοψίζεται από την Hanna Seariac:
Επιπλέον, οι παντρεμένοι είναι γενικά πιο πιθανό να είναι θρησκευόμενοι και να παραμένουν θρησκευόμενοι.
Τόσο η θρησκεία όσο και ο γάμος έχουν εμφανή οφέλη. Η έρευνα δείχνει ότι οι ενεργά θρησκευόμενοι άνθρωποι τείνουν να είναι πιο ευτυχισμένοι, πιο ενεργοί στα κοινά, συμμετέχουν σε περισσότερες κοινότητες, αναφέρουν ορισμένα οφέλη για την υγεία και συμμετέχουν περισσότερο σε φιλανθρωπικές δράσεις. Ο γάμος έχει οφέλη για τα ζευγάρια και τα παιδιά τους, αλλά είναι επίσης καθοριστικός παράγοντας για τη δημιουργία οικονομικής σταθερότητας. [...]
Ερευνητές ανακάλυψαν ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε μονογονεϊκά νοικοκυριά είναι πιο πιθανό να αποστασιοποιηθούν από τη θρησκεία τους και λιγότερο πιθανό να παρακολουθήσουν θρησκευτικές λειτουργίες. [...] Καθώς τα παιδιά παρατηρούν τη ρήξη του γάμου των γονιών τους, είναι λιγότερο πιθανό να θρησκεύονται μεγαλώνοντας και είναι πιο πιθανό είτε να μην παντρευτούν είτε να έχουν έναν ασταθή γάμο.
Υπάρχει ένας βρόχος ανατροφοδότησης εδώ. Η έρευνα σχετικά με την κοινωνική συμμετοχή έχει δείξει ότι μεγάλο μέρος αυτής της συμμετοχής περιλαμβάνει τον εθελοντισμό για θρησκευτικούς θεσμούς και συναφείς φιλανθρωπικές οργανώσεις. Αυτό, με τη σειρά του, ενθαρρύνει την μεγαλύτερη και πιο διαρκή συμμετοχή μεταξύ αυτών των παντρεμένων ατόμων και των θρησκευτικών τους θεσμών.
Τα δεδομένα έχουν επίσης δείξει ότι τα άτομα που παρακολουθούν τακτικά θρησκευτικές λειτουργίες τείνουν να παντρεύονται πιο συχνά και να βιώνουν πολύ χαμηλότερα ποσοστά διαζυγίων. Αυτό οδηγεί σε μεγαλύτερης διάρκειας γάμους, κάτι που με τη σειρά του οδηγεί σε περισσότερο εθελοντισμό και συμμετοχή στην κοινότητα, και ούτω καθεξής.
Πολιτικές απόψεις παντρεμένων και θρησκευόμενων ατόμων
Η αυξημένη μη πολιτική συμμετοχή στα κοινά μεταξύ των παντρεμένων πιθανότατα αντανακλά μια ιδεολογική τάση εντονότερου σκεπτικισμού απέναντι στην κρατική εξουσία.
Στην έρευνά του σχετικά με την παρακολούθηση θρησκευτικών λειτουργιών, ο Ryan Burge καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «Δεν υπάρχει σχεδόν καμία «αριστερόστροφη θρησκεία» στις Ηνωμένες Πολιτείες... Όσο περισσότερο πηγαίνουν οι άνθρωποι πηγαίνουν [στην εκκλησία], τόσο λιγότερο λίμπεραλς είναι». («Λίμπεραλ» σε αυτό το πλαίσιο σημαίνει «αριστερός» ή «προοδευτικός» ή «σοσιαλδημοκράτης»).
Μεταξύ εκείνων που παρακολουθούν εβδομαδιαίως ή περισσότερο από εβδομαδιαίως, όχι περισσότερο από το 16% αυτοπροσδιορίζονται ως «προοδευτικοί» ή «πολύ προοδευτικοί». Σχεδόν το 60% εκείνων που παρακολουθούν θρησκευτικές λειτουργίες περισσότερες από μία φορές την εβδομάδα αυτοπροσδιορίζονται ως συντηρητικοί ή «πολύ συντηρητικοί». Αυτή η συσχέτιση είναι τόσο ισχυρή που διαπερνά ακόμη και τις φυλετικές κατηγοριοποιήσεις.[1]
Τι πιστεύουν αυτοί οι συντηρητικοί; Λοιπόν, για τους σκοπούς μας εδώ —δηλαδή, εξετάζοντας την οικογένεια ως έναν μη κρατικό θεσμό— μια έρευνα του Pew του 2021 δείχνει ότι οι άνθρωποι που αυτοπροσδιορίζονται ως συντηρητικοί τείνουν να συμφωνούν σε συντριπτική πλειοψηφία με τις δηλώσεις «το κράτος είναι σχεδόν πάντα σπάταλο και αναποτελεσματικό» και «το κράτος κάνει υπερβολικά πολλά πράγματα». Αντίθετα, το αντίθετο ισχύει για όσους αυτοπροσδιορίζονται ως «προοδευτικοί» και διαφωνούν μονομερώς ότι το κράτος είναι πολύ σπάταλο και ισχυρό.
Ταυτόχρονα, οι παντρεμένοι τείνουν συχνότερα να αυτοπροσδιορίζονται ως «συντηρητικοί». Αυτό οδηγεί στο λεγόμενο «χάσμα γάμου», στο οποίο υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ των πολιτικών απόψεων των άγαμων και των παντρεμένων - ειδικά μεταξύ των γυναικών. Οι ανύπαντρες γυναίκες τείνουν να κλίνουν πολύ αριστερότερα των παντρεμένων γυναικών και να υιοθετούν μια πολύ πιο θετική άποψη για ένα ακτιβιστικό κράτος.
Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί τα κράτη και οι εκπρόσωποί τους επιδιώκουν για τόσο καιρό να αποδυναμώσουν τις οικογένειες και τους σχετικούς θεσμούς. Χωρίς ισχυρές οικογένειες στο επίκεντρο της κοινωνίας των πολιτών, πολλοί άλλοι μη κρατικοί θεσμοί αποδυναμώνονται επίσης, και οι κρατικοί θεσμοί, όπως τα δημόσια σχολεία και τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, αποκτούν πολύ πιο κεντρικό ρόλο στη ζωή πολλών.
[Πηγή άρθρου: Families Are the Key to Building Alternatives to the State]
1 Μια πρόσθετη διάσταση μπορεί να βρεθεί στον τρόπο με τον οποίο οι συντηρητικοί τείνουν να αναφέρουν μια υψηλότερη «ποιότητα σχέσης». Βλέπε Troy L Fangmeier, Scott M Stanley, Kayla Knopp, Galena K Rhoades, «Political Party Identification and Romantic Relationship Quality», Couple Family Psychol 25, No.9 (Ιούνιος 2020)(https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC8266382/)










