Πώς οι «Αυστριακοί» οικονομολόγοι διέσωσαν τον πολιτισμό κατ' επανάληψη
Όπως είχε πει ο Mises: «Οι ιδέες γράφουν την ιστορία, όχι η ιστορία τις ιδέες»
Ετικέτες: Αυστριακή Σχολή, Ιστορία
Άρθρο του Jorge Besada, 29/01/2025.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο θεμελιωτής της Αυστριακής Οικονομικής Σχολής, Καρλ Μένγκερ και ορισμένοι από τους πιο διάσημους πνευματικούς απογόνους του, όπως ο Λούντβιχ φον Μίζες, ο νομπελίστας Οικονομικών του 1974 Φ.Α. Χάγιεκ και ο συγγραφέας του μπεστ σέλερ Οικονομικά σε ένα μάθημα, ο Χένρι Χάζλιτ κυριολεκτικά έσωσαν τον πολιτισμό, μέσω των επιμορφωτικών προσπαθειών τους, σε πολλές περιπτώσεις.
Μέχρι τα τέλη του 1700, οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν σε μικρές, σχεδόν αυτάρκεις αγροτικές κοινότητες. Καθώς η τεχνολογία βελτιωνόταν (κινητήρες και εργοστάσια), ο ρυθμός με τον οποίον η ανθρωπότητα μπορούσε να μετατρέψει τις πρώτες ύλες σε πλούτο αυξανόταν ραγδαία στις πόλεις. Μια αυξανόμενη τάξη επιχειρηματιών-καπιταλιστών συνεχώς καινοτομούσε και λόγω της «ελευθερίας των ανθρώπων να εμπορεύονται» την ιδιωτική τους περιουσία μόνο για πράγματα που θεωρούσαν ανώτερες εναλλακτικές.
Οι επιχειρηματίες έπρεπε επίσης να αντιγράψουν τις καινοτομίες των ανταγωνιστών, δημιουργώντας έτσι ακούσια και διαδίδοντας ανώτερες πληροφορίες, μετατρέποντας τις πόλεις, και τελικά, ολόκληρο τον πλανήτη, σε υπερυπολογιστές που αναδιατάσσουν συνεχώς την ανθρωπότητα σε ολοένα και πιο παραγωγικές και τεχνολογικά προηγμένες χώρες. Ο ανταγωνισμός μεταξύ ολοένα και πιο πλούσιων και παραγωγικών εργοστασίων και επιχειρηματιών τους παρακίνησε να πληρώνουν αυξανόμενα ποσά πλούτου για το εργατικό΄δυναμικό, σε σχέση με αυτά που μπορούσαν να κερδίσουν οι άνθρωποι στα αγροκτήματα, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να μετακομίσουν στις πόλεις, οδηγώντας γρήγορα σε μαζικά περίπλοκες μητροπόλεις και σ’ ένα σταθερά αυξανόμενο βιοτικό επίπεδο για όλους.
Αυτές οι αλλαγές - αυτό που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ως η εμφάνιση ή εξέλιξη του σύγχρονου καπιταλισμού - δεν ήταν ο σκόπιμος σχεδιασμός των ανθρώπων, ήταν, όπως γράφει ο Carl Menger : «το ακούσιο αποτέλεσμα ατομικών ανθρώπινων προσπαθειών (η επιδίωξη ατομικών συμφερόντων) χωρίς κάποια κοινή βούληση που να κατευθύνεται προς την εγκαθίδρυσή τους», ή, με τα λόγια του Adam Ferguson: «πράγματι, το αποτέλεσμα της ανθρώπινης δράσης, αλλά όχι η εκτέλεση οποιουδήποτε ανθρώπινου σχεδίου».
Δεδομένου ότι αυτές οι αλλαγές ήταν ακούσιες, τα οφέλη τους δεν έγιναν ευρέως κατανοητά. Η άγνοια για το πώς ακριβώς οι ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους εταιρείες του ιδιωτικού τομέα δημιουργούσαν και εξάπλωναν μια ανώτερης ποιότητας πληροφόρηση και την επακόλουθη κοινωνική διάρθρωση, οδήγησαν σε ορισμένες κοινές πλάνες. Το να βλέπουν κάποιοι, εσφαλμένα και με μισαλλοδοξία, την αυξανόμενη περιουσία ορισμένων επιχειρηματιών και επενδυτών σαν εκμετάλλευση των εργατών —μεταξύ πολλών άλλων σφαλμάτων— οδήγησε στην ταχεία εξάπλωση μιας νέας εσφαλμένης ιδεολογίας-μυθολογίας: του σοσιαλισμού.
Οι παραπλανημένοι ιδεολόγοι και οι αγανακτισμένες μάζες πίστευαν ολοένα και περισσότερο ότι οι ιδιωτικές εταιρείες οδηγούσαν στην εκμετάλλευση και σε άδικες διαφορές στον πλούτο, και ότι η κατάργησή τους ή η διαχείρισή τους από μια απρόσβλητη από τον ανταγωνισμό καταναγκαστική γραφειοκρατία ειδικών, με άλλα λόγια, το κράτος ή τν κυβέρνηση ή τον «δημόσιο τομέα», θα ήταν κάτι καλύτερο για την κοινωνία. Οι αφελείς διανοούμενοι θα περιέγραφαν αυτές τις ολοένα και πιο δημοφιλείς πλάνες-μύθους με τρόπο που ήταν βέβαιο ότι θα γινόταν viral, κι αυτό ακριβώς συνέβη με τον Καρλ Μαρξ και το «κομμουνιστικό μανιφέστο» του, όπου γράφει το περιβόητο: «η θεωρία των κομμουνιστών μπορεί συνοψιστεί στην εξής μία πρόταση: Η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας».
Χωρίς ιδιωτική περιουσία δεν υπάρχουν ανταγωνιστικές εταιρείες —και κατά συνέπεια, εταιρείες του ιδιωτικού τομέα που δημιουργούν και διαδίδουν πληροφορίες— τις οποίες διαχειρίζονται επιχειρηματίες. Οι επιχειρηματίες παρακινούνται να είναι πλούσιοι παράγοντας περισσότερα (έσοδα) από όσα καταναλώνουν (κόστος), όντες έτσι κερδοφόροι και αυξάνοντας την συνολική οικονομική πίτα. Οι ανταγωνιστικές εταιρείες θα αντικατασταθούν από μια ενιαία κρατική γραφειοκρατία με ανοσία στον ανταγωνισμό, υπό την ηγεσία διορισμένων «ειδικών» των οποίων τα «κεντρικά σχέδια» δεν μπορούν να λειτουργήσουν, εάν οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να μην τα χρηματοδοτήσουν ή να συμβιβαστούν μαζί τους. Επομένως, απαιτούν αναπόφευκτα μια τεράστια ισχύ καταναγκασμού. Λίγοι θα καταλάβαιναν τελικά την κατάσταση και θα έκαναν τόσα πολλά για να σώσουν τον πολιτισμό όσο ο Λούντβιχ φον Μίζες, ο οποίος εξηγεί :
«Μέχρι το 1900 σχεδόν όλοι στις γερμανόφωνες χώρες ήταν είτε κρατιστές [παρεμβατιστές] είτε κρατιστές σοσιαλιστές. Ο καπιταλισμός θεωρείτο ένα κακό επεισόδιο που ευτυχώς είχε τελειώσει για πάντα. Το μέλλον ανήκε στο «κράτος». Όλες οι επιχειρήσεις που ήταν κατάλληλες για απαλλοτρίωση επρόκειτο να αναληφθούν από το κράτος. Όλα τα άλλα επρόκειτο να ρυθμιστούν με τρόπο που θα εμπόδιζε τους επιχειρηματίες να «εκμεταλλεύονται» εργάτες και καταναλωτές….
Όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο, ήμουν κι εγώ ένας απόλυτος κρατιστής [παρεμβατιστής]....»
Κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων του 1903, ενώ ήταν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, ο Μίζες διάβασε τις θεμελιώδεις Αρχές Οικονομικών του Καρλ Μένγκερ και, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, «Μέσα από αυτό το βιβλίο έγινα οικονομολόγος». Αν και λίγοι το γνώριζαν εκείνη την εποχή, μέχρι το 1919, ο Mises ήταν ήδη ένας από τους μεγαλύτερους οικονομολόγους όλων των εποχών και εργαζόταν στο Εμπορικό Επιμελητήριο της Βιέννης, όπου είχε γίνει ο κύριος οικονομικός σύμβουλος της αυστριακής κυβέρνησης. Εκείνη την εποχή η επανάσταση των Μπολσεβίκων-Σοσιαλιστών του Λένιν κινείτο γρήγορα προς τα ανατολικά και έμελλε να κατακλύσει την Αυστρία, ωστόσο ο Μίζες κατάφερε να σταματήσει την πτώση αυτού του ντόμινο, σώζοντας τον πολιτισμό. Υπενθυμίζει :
«Λίγοι ήταν εκείνοι που αντιλαμβάνονταν ξεκάθαρα την κατάσταση των πραγμάτων. Οι άνθρωποι ήταν τόσο πεπεισμένοι για το αναπόφευκτο του μπολσεβικισμού, που κύριο μέλημά τους ήταν να εξασφαλίσουν μια ευνοϊκή θέση για τον εαυτό τους στη νέα τάξη πραγμάτων. Η Καθολική Εκκλησία και οι οπαδοί της, το Χριστιανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, ήταν προετοιμασμένοι να γίνουν φίλοι με τους Μπολσεβίκους, με την ίδια προθυμία με την οποία οι επίσκοποι και οι αρχιεπίσκοποι θα ασπάζονταν τον εθνικοσοσιαλισμό είκοσι χρόνια αργότερα….
Ήξερα τι διακυβευόταν. Ο μπολσεβικισμός θα οδηγούσε τη Βιέννη στην πείνα και τον τρόμο μέσα σε λίγες μέρες. Ορδές από πλιατσικολόγους θα έβγαιναν στους δρόμους και ένα δεύτερο λουτρό αίματος θα κατέστρεφε ό,τι είχε απομείνει από τον βιεννέζικο πολιτισμό. Αφού συζήτησα αυτά τα προβλήματα με τον Bauer [κορυφαίος πολιτικός παράγοντας] κατά τη διάρκεια πολλών απογευμάτων, τελικά μπόρεσα να τον πείσω για την άποψή μου. Η προκύψασα μετριοπάθεια του Bauer υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για το πεπρωμένο της Βιέννης….
Το πιο σημαντικό έργο που ανέλαβα ήταν η αποτροπή μιας κατάληψης της εξουσίας από μπολσεβίκους. Το γεγονός ότι τα γεγονότα δεν οδήγησαν σε ένα τέτοιο καθεστώς στη Βιέννη ήταν δική μου επιτυχία και μόνο δική μου. Λίγοι με στήριξαν στις προσπάθειές μου […] Μόνος μου έπεισα τον Bauer να εγκαταλείψει την ιδέα να αναζητήσει ένωση με τη Μόσχα.»
Μόλις τρία χρόνια αργότερα, το 1922, ο Mises δημοσίευσε το Socialism: An Economic and Sociological Analysis, ένα βιβλίο του οποίου η σοφία και η σαφήνεια είναι ακόμα έτη φωτός μπροστά από αυτά για τα οποία φλυαρούν οι σημερινοί «κορυφαίοι διανοούμενοι». Ο Χάγιεκ, ο οποίος εργαζόταν υπό τον Μίζες εκείνη την εποχή, εξηγεί αναλυτικά:
«Όταν το «Socialism...» πρωτοεμφανίστηκε το 1922, ο αντίκτυπός του ήταν βαθύς. Άλλαξε την προοπτική πολλών από τους νέους ιδεαλιστές που επέστρεψαν στις σπουδές τους μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ξέρω, γιατί ήμουν ένας από αυτούς.»
Τα γραπτά και η επαγγελματική βοήθεια του Μίζες εκτόξευσαν τον Χάγιεκ στο προσκήνιο του London School of Economics τη δεκαετία του 1930, όπου έπαιξε ηγετικό ρόλο καταπολεμώντας τους σοσιαλιστικούς μύθους στον αγγλόφωνο κόσμο. Ο Χάγιεκ αναγνωρίζει ταπεινά αυτό το πνευματικό του χρέος στον Μίζες σε μια επιστολή του:
«Γνωρίζω, για πρώτη φορά, ότι σας οφείλω ουσιαστικά όλα όσα μου δίνουν πλεονέκτημα σε σύγκριση με τους συναδέλφους μου εδώ και με τους περισσότερους οικονομολόγους […] Αν δεν διαψεύσω πάρα πολλές από προσδοκίες των ανθρώπων εδώ στο LSE, αυτό δεν είναι προς τιμήν μου αλλά προς τη δική σας […] Πρέπει να σας το πω αυτό, γιατί εδώ νιώθω ότι σας χρωστάω περισσότερο από κάθε άλλη φορά.»
Τον Σεπτέμβριο του 1944, καθώς ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν ακόμη, ο Χάγιεκ δημοσίευσε ένα βιβλίο στην Αγγλία, όπου έδειξε το πώς οι ίδιες πλάνες που οδήγησαν στον σοσιαλισμό του ναζιστικού και του σοβιετικού στυλ, κυριαρχούσαν επίσης όλο και περισσότερο στη σκέψη των πιο ελεύθερων δημοκρατιών όπως η Αγγλία, και αναπόφευκτα θα οδηγούσαν, όπως τιτλοφόρησε το βιβλίο του, στον «Δρόμο προς τη δουλεία».
Προσδιορίζοντας σωστά τη σοσιαλιστική ιδεολογία-μυθολογία ως ένα κατανοητό λάθος, αφιέρωσε το βιβλίο «στους σοσιαλιστές όλων των αποχρώσεων». Ο συμμαθητής του Mises, Henry Hazlitt—εργαζόταν στους New York Times —λάτρεψε το βιβλίο του Hayek και έγραψε μια λαμπρή κριτική: «Με το «Ο δρόμος προς την δουλεία» ο Friedrich A. Hayek έγραψε ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία της γενιάς μας».
Ο Hazlitt βοήθησε να τοποθετηθεί η κριτική στην πρώτη σελίδα της ενότητας της βιβλιοκριτικής των Times, κάτι που δημιούργησε μια έκρηξη του ενδιαφέροντος. Όταν ο Χάγιεκ ήρθε στις ΗΠΑ τον Απρίλιο του 1945 για να κάνει μια περιοδεία ομιλιών, αντί να κάνει μικρές ομιλίες στα πανεπιστημιακά τμήματα, η πρώτη του εκδήλωση «προσέλκυσε ένα πλήθος από περισσότερους από 3.000 ακροατές και μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο». Ωστόσο, με έκταση περισσότερη από 250 σελίδες, η σοφία του παρέμεινε λιγότερο προσιτή στο ευρύ κοινό. Κι εδώ εμφανίζεται στο προσκήνιο ο Max Eastman.
Ο Max ήταν ένας από τους πιο εξέχοντες σοσιαλιστές της Αμερικής. Είχε ταξιδέψει στη Σοβιετική Ένωση, είχε γίνει φίλος με κορυφαίους Σοσιαλιστές-Μπολσεβίκους, όπως ο Λέον Τρότσκι, και μάλιστα μετέφρασε αρκετά από τα έργα του στα αγγλικά. Αλλά τελικά το αναπόφευκτο οικονομικό χάος και η τυραννία του σοσιαλισμού τον οδήγησαν να ανακαλύψει τα γραπτά του Μίζες και του Χάγιεκ. Έκανε μια διανοητική στροφή 180 μοιρών και έγινε ένας παθιασμένος υπερασπιστής της ελευθερίας και του καπιταλισμού. Η μεγάλη συνεισφορά του Eastman ήρθε όταν δημιούργησε μια εξαιρετικά γραμμένη «συμπυκνωμένη» έκδοση του βιβλίου του Hayek, η οποία ήταν μικρότερη από 40 σελίδες, η οποία με τη βοήθεια του περιοδικού The Reader's Digest όπου εργαζόταν, τελικά πουλήθηκε σε πάνω από ένα εκατομμύριο αμερικανικά σπίτια.
Το βιβλίο του Χάγιεκ και η συμπυκνωμένη εκδοχή του Eastman ήταν ένα μεγάλο αντίδοτο στο σύντομο και viral «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» του Μαρξ και μπορεί να ειπωθεί ότι έσωσαν τον πολιτισμό. Αντί να εμπνέει τους σοσιαλιστές ιδεολόγους, ενέπνευσε τους ιδεολόγους της ελευθερίας, όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ, που διάβασε το βιβλίο ενώ ήταν μια 18χρονη προπτυχιακή φοιτήτρια στην Οξφόρδη, και αμέτρητους άλλους, όπως ο τρεις φορές υποψήφιος για την προεδρία, ο Δρ Ρον Πολ, ο οποίος γράφει :
«Η εισαγωγή μου στα αυστριακά οικονομικά ήρθε όταν σπούδαζα ιατρική στο πανεπιστήμιο Duke και βρήκα ένα αντίγραφο του Ο Δρόμος προς τη Δουλεία του Χάγιεκ. Αφού το καταβρόχθισα, ήμουν αποφασισμένος να διαβάσω ό,τι μπορούσα να βρω από αυτό που πίστευα ότι ήταν εκείνη η νέα σχολή οικονομικής σκέψης – ειδικά τα έργα του Μίζες.»
Δείτε επίσης: