Οι «Δημοκρατικοί» διορίζουν υποψήφιους για λογαριασμό των ψηφοφόρων τους!
Για αυτούς τους ανθρώπους, ο όρος «δημοκρατία» δεν έχει αντικειμενικό νόημα, σημαίνει απλώς «κάτι που μας αρέσει».
Άρθρο του Ryan McMaken, δημοσιευμένο στις 22/7/2024 από το Mises Institute. Χρόνος ανάγνωσης 4’.
Την Κυριακή, 21 Ιουλίου, ο πρόεδρος Μπάιντεν αποσύρθηκε από την προεκλογική εκστρατεία του 2024 μέσω μιας ανάρτησης στο Twitter μόνο με κείμενο. Λιγότερο από μία ώρα αργότερα, ο Μπάιντεν —επίσης μέσω μιας ανάρτησης μόνο με κείμενο στο Twitter— υποστήριξε την αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις για την προεδρία.
Έτσι, μέσα σε λίγα μόλις λεπτά, το κυβερνών κόμμα στην Ουάσιγκτον εξάλειψε πλήρως τη διαδικασία των προκριματικών εκλογών για ένα από τα μεγαλύτερα κόμματα της χώρας. Δηλαδή, το ίδιο Δημοκρατικό κόμμα που μας λέει ότι είναι το κόμμα της «δημοκρατίας» μόλις απέκλεισε εντελώς τους απλούς ψηφοφόρους από τη διαδικασία επιλογής του υποψηφίου των Δημοκρατικών.
Αντίθετα, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών το 2024 θα επιλεγεί από μια μικρή ομάδα κορυφαίων κομματικών στελεχών. Μας είπαν ότι θα γίνει ένα «ανοιχτό συνέδριο» στο Σικάγο για την επιλογή του υποψηφίου, αλλά το μόνο που σημαίνει αυτό είναι ότι δεν υπάρχει προκαθορισμένος υποψήφιος που θα πάει στο συνέδριο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο υποψήφιος θα επιλεγεί από τους αντιπροσώπους και τους υπερ-αντιπροσώπους (δηλαδή, τις πλούσιες ελίτ του κόμματος, όπως η Χίλαρι Κλίντον και ο Μπαράκ Ομπάμα) πίσω από κλειστές πόρτες.
Οι προσπάθειες του Δημοκρατικού Κόμματος να παρακάμψει την προκριματική διαδικασία είναι αρκετά αξιοσημείωτες, για έναν κυβερνητικό συνασπισμό που έκανε ατελείωτες διαλέξεις στο ευρύ κοινό το 2020 για το πώς ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν δήθεν μια «απειλή για τη δημοκρατία» και το πώς «η δημοκρατία βρίσκεται στο ψηφοδέλτιο».
Ωστόσο, αυτό έχουμε συνηθίσει να περιμένουμε από τις πολιτικές ελίτ που χρησιμοποιούν τον όρο «δημοκρατία» ως προπαγανδιστικό όρο. Για αυτούς τους ανθρώπους, ο όρος δεν έχει αντικειμενικό νόημα, σημαίνει απλώς «κάτι που μας αρέσει». «Αντιδημοκρατικός», αντίθετα, σημαίνει απλώς «κάτι που δεν μας αρέσει».
Επιπλέον, η χρήση του ως προπαγανδιστικού όρου φαίνεται στον τρόπο με τον οποίο η «δημοκρατία» χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο όπως η «επανάσταση» από τα Μαρξιστικά καθεστώτα. Σε τέτοιες περιπτώσεις η λέξη «επαναστατικό» σημαίνει ουσιαστικά «υπέρ των κυρίαρχων ελίτ» και «κάτι που μας αρέσει». Ομοίως, το αντίθετο της «δημοκρατίας» σε ένα Μαρξιστικό καθεστώς είναι «αντεπαναστατικό» ή «αστικό». Αυτοί οι όροι σήμαιναν ουσιαστικά «εναντίον του κυβερνώντος κόμματος» και «κάτι που δεν μας αρέσει».
Οι όροι αυτοί δεν έχουν πραγματικό περιεχόμενο με τη συνήθη έννοια της λέξης. Έτσι, ο όρος «δημοκρατία» σημαίνει απλώς «καλό» και ο όρος «μη δημοκρατικό» σημαίνει «κακό».
Για παράδειγμα, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν εκφώνησε δύο σημαντικές ομιλίες το 2022 για το πώς η «δημοκρατία» υποτίθεται ότι θα καταργηθεί αν κερδίσουν οι αντίπαλοί του. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα τόνισε εμφατικά ότι αν οι Ρεπουμπλικάνοι κερδίσουν στην Αριζόνα, «η δημοκρατία όπως την ξέρουμε μπορεί να μην επιβιώσει». Αυτό επαναλαμβάνεται από τους συμμάχους του κόμματος στα μέσα ενημέρωσης. Ένας αρθρογράφος στο Salon επέπληξε τους ψηφοφόρους επειδή τόλμησαν να αφήσουν την ψήφο τους να επηρεαστεί από οικονομικές ανησυχίες, όταν «η δημοκρατία απειλείται». Ένας τίτλος των New York Times εκφράζει θλίψη για την προφανή πραγματικότητα ότι οι ψηφοφόροι δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται να «σώσουν τη δημοκρατία», όταν υποτίθεται ότι είναι τόσο ξεκάθαρο πως «η δημοκρατία κινδυνεύει». Σε κανένα σημείο αυτών των Ιερεμιάδων δεν εξηγείται ποτέ το πώς η ψήφος υπέρ του ανεπιθύμητου υποψηφίου θα τερματίσει στην πραγματικότητα τις εκλογές, ή την καθολική ψηφοφορία, ή οποιοδήποτε άλλο γεγονός ή θεσμό που συνδέεται με τη δημοκρατία.
Στην ομιλία του τον Σεπτέμβριο του 2022 στη Φιλαδέλφεια ο Μπάιντεν, μιλούσε επί είκοσι λεπτά για μια φανταστική απειλή κατά της δημοκρατίας, χωρίς ποτέ να προσδιορίσει τι είναι η δημοκρατία. Θυμάται κανείς τον Φιντέλ Κάστρο να ουρλιάζει στις πολύωρες ομιλίες του για την απειλή κατά της «επανάστασης» από ύπουλους ιμπεριαλιστές και αντεπαναστάτες - εννοώντας όποιον εναντιωνόταν στο καθεστώς του. Ο όρος «επαναστάτης» δεν είχε καμία σχέση με την πραγματική επανάσταση σε αυτό το πλαίσιο. Σήμαινε απλώς «κάτι που αρέσει στο καθεστώς μου».
Εν τω μεταξύ, οι ελίτ έχουν καταβάλει μεγάλες προσπάθειες για να διασφαλίσουν ότι καμία πραγματική δημοκρατία -με την τεχνική ή την παραδοσιακή έννοια- δεν θα λάβει χώρα στη διαδικασία ανάδειξης υποψηφίων. Το Δημοκρατικό Κόμμα κατέστησε σαφές ότι δεν θα επέτρεπε σε κανέναν υποψήφιο πρόεδρο να προκαλέσει τον Μπάιντεν σε ντιμπέιτ. Στους πρώτους Δημοκρατικούς διεκδικητές, τον βουλευτή Ντιν Φίλιπς και την Μαριάν Γουίλιαμσον, είπαν να εξαφανιστούν. Ο σημαντικότερος αμφισβητίας εντός του κόμματος, ο Ρόμπερτ Φ. Κένεντι Τζούνιορ, ουσιαστικά διαγράφηκε από το κόμμα τον Οκτώβριο του 2023. Αναγκάστηκε να δηλώσει την υποψηφιότητά του ως ανεξάρτητος υποψήφιος αμέσως μετά.
Έτσι, αφού το κόμμα αρνήθηκε στους ψηφοφόρους των Δημοκρατικών την ευκαιρία να ψηφίσουν τον Κένεντι ή οποιονδήποτε άλλον, τώρα αρνείται στους ψηφοφόρους και την ευκαιρία να ψηφίσουν υπέρ ή κατά της Χάρις, ή όποιου άλλου αποφασίσει η ελίτ του κόμματος να χρίσει υποψήφιο το 2024.
Παρεμπιπτόντως, δεν αναφέρω τίποτα από όλα αυτά για να αβαντάρω τη φήμη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Όσοι από εμάς θυμόμαστε τις εκστρατείες του Ρον Πολ το 2008 και το 2012, θυμόμαστε πώς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα συνωμότησε για να τορπιλίσει την εκστρατεία του, φτάνοντας στο σημείο να αλλάξει εκ των υστέρων τους κανόνες του συνεδρίου, για να αρνηθεί στον Πολ μια ομιλίας σε ώρα αιχμής και να στερήσει το δικαίωμα ψήφου από τους αντιπροσώπους του.
Ωστόσο, δεν είναι το GOP (Ρεπουμπλικανικό Κόμμα) που ισχυρίζεται ότι είναι ο θεματοφύλακας της vox populi (φωνή λαού), ενώ συνωμοτεί για να υπονομεύσει αυτή τη vox σε κάθε στροφή.
Αντίθετα, οι υποτιθέμενοι προστάτες της δημοκρατίας συνεχίζουν την παράδοση του επαναπροσδιορισμού του όρου «δημοκρατία» ώστε να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ελίτ, όποτε αυτό εξυπηρετεί τους σκοπούς τους. Αυτό το βλέπουμε όχι μόνο στην Αμερική, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο. Κάθε φορά που οι «λάθος» άνθρωποι κερδίζουν τις εκλογές —«λάθος» σύμφωνα με τις παγκόσμιες ελίτ— το αποτέλεσμα των εκλογών κηρύσσεται «απειλή για τη δημοκρατία». Το βλέπουμε αυτό επανειλημμένα στην Ευρωπαϊκή πολιτική, όπου η «δημοκρατία» ορίζεται ως η υποστήριξη της μη εκλεγμένης Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι Γερμανικές πολιτικές ελίτ, εν τω μεταξύ, έχουν δηλώσει επανειλημμένα ότι το δεξιό κόμμα AfD αποτελεί «απειλή για τη δημοκρατία» επειδή τα μέλη του κόμματος κερδίζουν συνεχώς τις εκλογές. Στη Λατινική Αμερική, «δημοκρατία» σημαίνει υποστήριξη της σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς. Όταν εξελέγη ο δεξιός Ζαΐρ Μπολσονάρου στη Βραζιλία, η νίκη του καταγγέλθηκε ως αντιδημοκρατική. Όταν η αριστερή πρόεδρος της Βραζιλίας Ντίλμα Ρούσεφ καθαιρέθηκε από ένα δημοκρατικά εκλεγμένο νομοθετικό σώμα, αυτό καταγγέλθηκε ως αντιδημοκρατικό πραξικόπημα. Ο δημοκρατικά εκλεγμένος Χαβιέ Μιλέι καταγγέλθηκε από το υπερ-καθεστωτικό περιοδικό The Economist ως «κίνδυνος για τη δημοκρατία».
Είναι πλέον σαφές ότι το να είσαι υπέρ της δημοκρατίας το 2024 σημαίνει να υποστηρίζεις ό,τι θέλουν να υποστηρίξεις οι ελίτ του κυβερνώντος κόμματος. Το να είσαι «υπέρ της δημοκρατίας» τώρα προφανώς σημαίνει να ψηφίζεις τον υποψήφιο που επιλέγεται για σένα από τις κομματικές ελίτ σε μυστικές συναντήσεις. Σύμφωνα με τις κυρίαρχες ελίτ, σε μια πραγματική «δημοκρατία» δεν επιτρέπεται η ψηφοφορία.
Δείτε επίσης: