Η ενεργειακή μετάβαση της ΕΕ ως εργαλείο για μια φασιστική οικονομία
5,3 τρισεκατομμύρια το κόστος της μετάβασης ως το 2050, όμως οι γραφειοκράτες της ΕΕ δεν νοιάζονται για τον αντίκτυπο, αφού το φαραωνικό αυτό σχέδιο ενισχύει την κατάληψη της εξουσίας από τους ίδιους.
Ετικέτες: Ευρωπαϊκή Ένωση, Ενέργεια, Μεγάλο κράτος, Γραφειοκρατία, Κορπορατισμός, Σοσιαλισμός, Φασισμός
Άρθρο του Φιν Άντρεεν, δημοσιευμένο στις 26/7/2025 από το Mises Institute.
Μπορείτε να ακούσετε αυτό το άρθρο μέσω της εφαρμογής του Substack για κινητά.
Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία της ενέργειας σε κάθε οικονομία και, ιδίως, το συγκλονιστικό κόστος που συνδέεται με τη λεγόμενη «ενεργειακή μετάβαση» για τις ευρωπαϊκές οικονομίες, φαίνεται απαραίτητο να επανεξεταστεί η κατάσταση.
Καταρχάς, οι τιμές της ενέργειας και του ηλεκτρικού ρεύματος αυξάνονται στην ΕΕ εδώ και αρκετά χρόνια, μερικές φορές πολλαπλάσια, λόγω της συνεχιζόμενης εφαρμογής της Πράσινης Συμφωνίας της ΕΕ, των στόχων της ΕΕ για το 2030 και των σχεδίων για μηδενικές εκπομπές ρύπων για το 2050, σε συνδυασμό με άλλους επίσης καθαρά πολιτικούς παράγοντες. Εκτιμάται ότι η πολιτική των μηδενικών εκπομπών ρύπων και της ενεργειακής μετάβασης στην Ευρώπη σήμερα αντιπροσωπεύει έως και το 40% των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος των Ευρωπαίων, που ήδη δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα.
H δικαιολογία για τον παρεμβατισμό είναι πλέον η «πολυκρίση»
Στο βιβλίο « Transforming the European Green Deal into Reality » (2023) από το Strategic Perspectives—ένα think tank πολιτικής με επίκεντρο την ΕΕ και έμφαση στο κλίμα, που προωθεί την αποτελεσματική δράση για το κλίμα και τη μετάβαση σε μηδενικές εκπομπές ρύπων στην Ευρώπη—υποστηρίζονται τα εξής:
Οι υπεύθυνοι για την λήψη αποφάσεων της ΕΕ έχουν θέσει την Ευρώπη σε μια μη αναστρέψιμη τροχιά απαλλαγής από τις εκπομπές αερίων άνθρακα. Σε μια ήπειρο με περιορισμένους πόρους φυσικού αερίου και πετρελαίου, οι Ευρωπαίοι δεν έχουν κανένα συμφέρον να επιστρέψουν στο προπολεμικό status quo.
Πόση ύβρις εκ μέρους των αυτόκλητων «χρισμένων» (για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Thomas Sowell) χρειάζεται από ένα μη εκλεγμένο think tank υπέρ της παγκοσμιοποίησης, για να εικάζει υποκειμενικά μια τέτοια κατεύθυνση εκ μέρους όλων των ευρωπαϊκών λαών... Αυτό, δυστυχώς, είναι ο κανόνας. Επιπλέον, η συνοπτική περίληψη αναφέρει ότι τώρα την ενεργειακή μετάβαση δεν την καθοδηγεί μόνο η κλιματική αλλαγή, επειδή πρόκειται για μια «πολυκρίση»:
Η πανδημία COVID-19, ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και η κρίση κόστους ζωής, καθώς και ο βιομηχανικός ανταγωνισμός από τις ΗΠΑ και την Κίνα, δεν έχουν μειώσει τη σημασία της ευρωπαϊκής ατζέντας για το κλίμα. Αντίθετα, η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία έχει αποδειχθεί μια ενωτική λύση στις πολλαπλές κρίσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής ανάκαμψης από την πανδημία, της κλιματικής αλλαγής, της υψηλής εξάρτησης από την ενέργεια από τη Ρωσία και του ανταγωνισμού σε τεχνολογίες μηδενικών εκπομπών από την Κίνα και τις ΗΠΑ.
Δεδομένου ότι το σύνθημα περί κλιματικής αλλαγής από μόνο του μπορεί να μην είναι πλέον τόσο πειστικό, διαφημίζονται πρόσθετοι λόγοι ή αιτίες. Υποτίθεται ότι απαιτούνται μαζικές δημόσιες δαπάνες για να σωθεί και να μεταμορφωθεί ολόκληρος ο οικονομικός ιστός των ευρωπαϊκών κοινωνιών, όχι μόνο λόγω του CO2, αλλά και λόγω της πανδημίας, της Ρωσίας, του κόστους ζωής και του βιομηχανικού ανταγωνισμού. Αυτή ήταν επίσης η επιχειρηματολογία που προωθούσε το σχέδιο Ντράγκι, με το οποίο η ΕΕ είναι γοητευμένη.
Όλα επιτρέπονται για να δικαιολογηθεί η αύξηση των δημόσιων δαπανών και η περαιτέρω συγκέντρωση της εξουσίας στις Βρυξέλλες. Αυτό που προφανώς δεν θα αναφέρουν είναι ότι όλες αυτές οι κρίσεις έχουν δημιουργηθεί από τις καταστροφικές ενέργειες ή την καταστροφική αδράνεια (ανάλογα με την περίπτωση) της ευρωπαϊκής πολιτικής τάξης. Είναι ένα ακόμη παράδειγμα του γιατί είναι τόσο σημαντικό να κατανοήσουμε την αιτιότητα στην οικονομία:
Φαίνεται αντιφατικό να πιστεύουμε ότι ένας φορέας που ευθύνεται για τα κοινωνικά προβλήματα θα πρέπει να είναι επίσης αυτός που θα τα λύσει. Ο μόνος λόγος που αυτή η λανθασμένη λογική εξακολουθεί να γίνεται αποδεκτή είναι λόγω των σφαλμάτων περί αιτιότητας. Οι πραγματικές αιτίες των οικονομικών προβλημάτων δεν είναι καλά κατανοητές από το ευρύ κοινό και συχνά συγχέονται με τις συνέπειές τους.
Το κόστος για τη διάσωση της Ευρώπης δεν είναι ποτέ αρκετά υψηλό
Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ εδώ και δεκαετίες πιέζει για δράση κατά της «κλιματικής αλλαγής» και υπέρ της ανάγκης για ενεργειακή μετάβαση μακριά από τα ορυκτά καύσιμα, με τις παγκοσμιοποιητικές του διαμαρτυρίες στο Νταβός και αλλού. Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ έγραψε τα εξής το 2022, προσπαθώντας, όπως πάντα, να τρομάξει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους ώστε να συμμορφωθούν με την κυρίαρχη μειοψηφία :
Δεν περνά ούτε μια εβδομάδα χωρίς μια νέα έκθεση σχετικά με το τίμημα που θα πρέπει να πληρώσει ο κόσμος αν δεν μειώσει γρήγορα τις εκπομπές άνθρακα. Αλλά ποιο είναι το τίμημα της πραγματικής εφαρμογής της τεχνολογίας για την επίτευξη αυτών των τεράστιων μειώσεων;
Η απάντηση είναι ότι το τίμημα είναι απίστευτο. Όσον αφορά την Ευρώπη, εξηγούν:
Το κόστος της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια έως το 2050 θα ανέλθει σε 5,3 τρισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με νέα έκθεση του Bloomberg NEF, ο οποίος ειδικεύεται στην έρευνα χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Αυτό το εντυπωσιακό ποσό αντιπροσωπεύει το 25% του συνολικού ετήσιου ΑΕΠ της ΕΕ (2025).
Ακόμα και το παλαβό Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ γνωρίζει ότι αυτό το τεράστιο επίπεδο δαπανών - περίπου 200 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για 25 χρόνια - μπορεί να μην επιτευχθεί. Αλλά αυτό δείχνει ξεκάθαρα τα απολύτως παράλογα σχέδια που έχει η δυτική οικονομική και πολιτική ολιγαρχία για την Ευρώπη. Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και άλλοι παγκοσμιοποιητικοί θεσμοί, όπως η ΕΕ, υπενθυμίζουν συνεχώς σε όλους ότι οι δαπάνες δεν γίνονται αρκετά γρήγορα. Το έγγραφο της ΕΕ με τίτλο «Υλοποίηση της Πράσινης Συμφωνίας της ΕΕ - Πρόοδος προς τους στόχους» το συνόψισε ως εξής:
Η παρούσα έκθεση παρέχει μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση της προόδου προς την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (EGD), την μετασχηματιστική ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050. […] Η μελέτη δείχνει ότι μέχρι στιγμής έχουν σημειωθεί σημαντικά επιτεύγματα, αλλά η πρόοδος πρέπει να επιταχυνθεί σε πολλούς τομείς. Από τα μέσα του 2024, 32 από τους 154 στόχους βρίσκονται επί του παρόντος «εντός χρονοδιαγράμματος» και 64 προσδιορίζονται ως «απαιτείται επιτάχυνση», πράγμα που σημαίνει ότι απαιτείται περισσότερη πρόοδος για την έγκαιρη επίτευξη των στόχων. Επιπλέον, 15 από τους στόχους διαπιστώνεται ότι «δεν προχωρούν» ή «σημειώνουν οπισθοδρόμηση» και για 43 από τους στόχους δεν υπάρχουν επί του παρόντος διαθέσιμα δεδομένα.
Η έκθεση του Ιουνίου 2025 με τίτλο «Η Κατάσταση των Κλιματικών Επενδύσεων της Ευρώπης» από το Ινστιτούτο Κλιματικής Οικονομίας —ένα ισχυρό γαλλικό think tank που επικεντρώνεται στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής— ποσοτικοποίησε το χάσμα για το 2030:
Το 2023, οι επενδύσεις για το κλίμα στην ΕΕ έφτασαν τα 498 δισεκατομμύρια ευρώ, πολύ κάτω από τα 842 δισεκατομμύρια ευρώ που απαιτούνται κατά μέσο όρο κάθε χρόνο για την επίτευξη των κλιματικών στόχων της ΕΕ για το 2030, αφήνοντας ένα κενό 344 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Η έκθεση αναφέρει με θράσος ότι αυτά τα ποσά χρειάζονται κάθε χρόνο για την εκπλήρωση των μη επιστημονικών και αυθαίρετα καθορισμένων στόχων της ΕΕ για το 2030 (οι οποίοι έχουν πρόσφατα αλλάξει!), οι οποίοι βασίζονται σε ασαφείς και μεταβλητές απειλές σχετικά με την αύξηση του CO2 και την υπερθέρμανση του πλανήτη. Οι στόχοι της κλιματικής και βιομηχανικής πολιτικής της ΕΕ για το 2030 περιλαμβάνουν τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990 και την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050. Αυτό υποστηρίζεται από την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και το Σχέδιο Κλιματικών Στόχων 2030, τα οποία στοχεύουν να καταστήσουν την ΕΕ την πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρο.
Το περίπλοκο ερώτημα του ποιος πληρώνει
Ενώ το τεράστιο κόστος που σχετίζεται με τα σχέδια ενεργειακής μετάβασης αναφέρεται μάλλον αδιάφορα στα παραπάνω αποσπάσματα από τους κυβερνητικούς φορείς και τις ΜΚΟ, και χωρίς να παρέχεται μεγάλο ιστορικό, το ζήτημα του ποιος πληρώνει είναι θεμελιώδες αλλά περίπλοκο. Τα ποσά που εμπλέκονται για τον κοινωνικό μετασχηματισμό όχι μόνο είναι τόσο σημαντικά που μερικές απλές πηγές χρηματοδότησης είναι ανέφικτες, αλλά είναι επίσης μια περίπλοκη διαδικασία επειδή η ίδια η αγορά είναι πολύπλοκη.
Έτσι, το συνολικό κόστος του συστήματος (όχι μόνο το ποιος πληρώνει εκ των προτέρων) έχει μελετηθεί λεπτομερώς από τους σχεδιαστές της πολιτικής παγκοσμιοποίησης. Οι καλά σχεδιασμένες πολιτικές (όπως η τιμολόγηση του άνθρακα) στοχεύουν στη διάχυση του κόστους και στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κατανομή του, με τη μορφή λιγότερο εύκολα ανιχνεύσιμων παράπλευρων ζημιών (εξωτερικοτήτων). Ωστόσο οι σχεδιαστές της παγκοσμιοποίησης δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται για τον πραγματικό αντίκτυπο στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, εφόσον αυτό ενισχύει την κατάληψη της εξουσίας από τους ίδιους.
Η παγκοσμιοποιημένη ενεργειακή μετάβαση χρηματοδοτείται από έναν συνδυασμό άμεσων εταιρικών επενδύσεων (με μόχλευση ή μετριασμό από δημόσιες δαπάνες), σημαντικών δημόσιων δαπανών σε επίπεδο ΕΕ και κρατών μελών, και σημαντικής μετακύλισης του κόστους στους καταναλωτές ενέργειας και τους φορολογούμενους. Η διάκριση μεταξύ «κόστους εταιρείας» και «δημόσιου κόστους» είναι συχνά τεχνητή ή σκόπιμα θολή, επειδή οι επενδύσεις των εταιρειών βασίζονται συχνά σε δημόσια στήριξη (επιδοτήσεις, εγγυήσεις, σήματα τιμών άνθρακα). Και οι δημόσιες δαπάνες συχνά στοχεύουν στην μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων, όπως έχει καταστεί σαφές από το σχέδιο Letta, το οποίο είναι ένα από τα έγγραφα που καθοδηγούν τις Βρυξέλλες. Όπως αναφέρει σαφώς η έκθεση: «θα είναι απαραίτητο να κατευθυνθεί όλη η ενέργεια προς την οικονομική υποστήριξη της μετάβασης, διοχετεύοντας όλους τους απαραίτητους δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους προς αυτόν τον στόχο... Η αρχική προτεραιότητα θα πρέπει να είναι η κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων».
Ενώ οι εταιρείες επενδύουν και οι κυβερνητικές υπηρεσίες δαπανούν, ένα σημαντικό μέρος του κόστους τελικά καταλήγει στους πολίτες ως καταναλωτές, όπως φαίνεται παραπάνω (μέσω των επιπτώσεων στους λογαριασμούς τους) και στους φορολογούμενους (που πρέπει να χρηματοδοτήσουν επιδοτήσεις και υποδομές, είτε μέσω νέων φόρων είτε μέσω ανακατεύθυνσης των υφιστάμενων φορολογικών εσόδων). Πολλά γίνονται, επομένως, όσον αφορά το μάρκετινγκ και την επικοινωνία της ΕΕ και των think tank (δηλαδή, εξελιγμένη προπαγάνδα), προκειμένου να πειστεί ο ευρωπαϊκός πληθυσμός να αποδεχτεί ένα υψηλότερο κόστος, πρώτα στην ενέργεια και την ηλεκτρική ενέργεια, αλλά τελικά στις τιμές των περισσότερων αγαθών. Υπονοείται ότι είναι για το δικό τους καλό (για να σώσουν τον κόσμο). Επίσης, το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων επενδύσεων χρηματοδοτείται πλέον μέσω δημόσιου χρέους, με αποτέλεσμα το κόστος να επιβαρύνει τους μελλοντικούς φορολογούμενους, καθιστώντας την τρέχουσα κοινή γνώμη πιο εύκολα δεκτική. Πράγματι, η σημερινή πλειοψηφία αποτελείται από τους μελλοντικούς παππούδες και γιαγιάδες εκείνων που θα υποστούν τις μακροπρόθεσμες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες αυτών των πολιτικών.
Λέγοντάς το με το όνομά του: Παγκοσμιοποιημένη, φασιστική οικονομία
Αυτό που περιγράφηκε παραπάνω είναι ένας μαζικός παρεμβατισμός που ωθείται στο σημείο της φασιστικής οικονομίας —όταν οι τράπεζες, οι επιχειρήσεις και τα κρατικά συμφέροντα αλληλοσυνδέονται, καθοδηγούμενα από το παγκοσμιοποιητικό σχέδιο σε μια καταναγκαστική και διεφθαρμένη σχέση εξάρτησης. Η ελευθερία —τόσο η πολιτική όσο και η οικονομική— είναι το προφανές θύμα, όπως αρχίζουν να συνειδητοποιούν όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι.
Αυτό που δεν είναι σαφές είναι η πραγματική προστιθέμενη αξία για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες από αυτά τα τεράστια προγράμματα δαπανών. Όχι μόνο θα αυξηθεί γενικά το άμεσο κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ευρώπη, αλλά αναπόφευκτα θα δημιουργήσουν στρεβλώσεις στις ευρωπαϊκές οικονομίες, ευνοώντας ορισμένους τομείς και περιοχές εις βάρος άλλων, ανεξάρτητα από τις δηλωμένες προσπάθειες των παγκοσμιοποιητών σχεδιαστών να κατανείμουν το κόστος ομοιόμορφα. Ορισμένοι έξυπνοι επιχειρηματίες φυσικά επωφελούνται σημαντικά. Ορισμένοι τομείς - όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι μπαταρίες, η ανακαίνιση κτιρίων, η τεχνητή νοημοσύνη και τα ηλεκτρικά οχήματα - λαμβάνουν σημαντική ώθηση, ενώ άλλοι τομείς και επιχειρήσεις, που θεωρούνται ασήμαντοι ή αρνητικοί όσον αφορά την ενεργειακή μετάβαση, θα υποφέρουν.
Δεδομένου ότι η ευρωπαϊκή αγορά έχει ελάχιστη αυθόρμητη ζήτηση για αυτόν τον ενεργειακό μετασχηματισμό ή για τα αγαθά που σχετίζονται με αυτόν, η κοινωνική και οικονομική χρησιμότητα αυτού του σχεδίου μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά. Συνολικά, αυτά τα προγράμματα θα επιβαρύνουν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες με ακόμη μεγαλύτερο κόστος -και εντελώς περιττό κόστος μάλιστα- σε ένα περιβάλλον έντονου ανταγωνισμού από άλλα μέρη του κόσμου, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα.
Αυτά τα τεράστια σχέδια δαπανών εφαρμόζονται εδώ και αρκετά χρόνια και δεν μπορούν να σταματήσουν. Η πολιτική βούληση και το οικονομικό κίνητρο για την υιοθέτησή τους είναι απλώς πολύ ισχυρά. Οι Ευρωπαίοι πολίτες προφανώς δεν έχουν πολλά (αν έχουν) να πουν επί του θέματος, καθώς αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται άνωθεν και αντιδημοκρατικά από τη δυτική ολιγαρχία που εκπροσωπείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Δεν υπάρχει σχεδόν ούτε ένα πολιτικό κόμμα στην Ευρώπη που να εκφράζει την αντίθεσή του σε αυτά τα σχέδια, γιατί αυτό θα ήταν πολιτική αυτοκτονία όταν η κάνουλα των κονδυλίων είναι ανοιχτή.
Σαν να μην έφτανε το τρέχον ζοφερό οικονομικό περιβάλλον στην Ευρώπη, αυτές οι πολιτικές θα επιβαρύνουν τους Ευρωπαίους με ακόμη μεγαλύτερο χρέος στο άμεσο μέλλον, για να μην αναφέρουμε τον πληθωρισμό, τον αποσυντονισμό των τιμών και τις στρεβλώσεις στη οικονομική δομή ή την παραγωγή. Θα δημιουργήσουν μια τεχνητή ανάπτυξη για ένα διάστημα, αλλά θα κάνουν τις ευρωπαϊκές εταιρείες ακόμη λιγότερο ανταγωνιστικές από ο,τι πριν. Αυτή είναι μια μακροπρόθεσμη συνταγή για μια συνεχιζόμενη ευρωπαϊκή παρακμή.