Γιατί ζούμε σ' έναν διπρόσωπο κόσμο;
Στην καθημερινότητα, πράξεις όπως το ψέμα, η κλοπή και ο φόνος θεωρούνται ανήθικες. Ωστόσο, πολλοί σπεύδουν να αποδεχτούν τις ίδιες συμπεριφορές από κρατικούς φορείς σαν «αναγκαίες για το κοινό καλό».
Ετικέτες: Αναρχοκαπιταλισμός, Μεγάλο κράτος, Πολιτισμός και Μέσα Ενημέρωσης
Άρθρο του Τζορτζ Φορντ Σμιθ, δημοσιευμένο στις 18/08/2025.
Μπορείτε να ακούσετε το κείμενο μέσω της εφαρμογής του Substack για κινητά.
Οι περισσότεροι άνθρωποι αποδέχονται τις ηθικές απαγορεύσεις για το ψέμα, την δολοφονία και την κλοπή στην προσωπική τους ζωή, καθώς και στις επιχειρηματικές τους υποθέσεις. Γιατί, λοιπόν, το κράτος—η οποία διοικείται από ανθρώπους— έχει το ελεύθερο; Είναι μήπως η ηθική και οι κρατικές υποθέσεις άσχετες μεταξύ τους;
Η απάντηση είναι ναι, επειδή δεν υπάρχει κανείς που να θεωρεί το κράτος υπόλογο. Από τη φύση του ως κράτος, είναι υπεράνω λογοδοσίας. Όπως εξήγησε λεπτομερώς ο Ρόθμπαρντ, το κράτος είναι μια εγκληματική συμμορία σε μεγάλη κλίμακα, ένας οργανισμός που δεν υπόκειται στους ίδιους του τους νόμους, λόγω του μονοπωλίου του στην βία. Η ιδέα του Τζέφερσον να δεσμεύσει τους ανθρώπους με τις αλυσίδες του Συντάγματος διαψεύστηκε εύκολα από τις κυβερνητικές δολοπλοκίες.
Η έλλειψη κυβερνητικής ηθικής αποδίδεται μερικές φορές στην απώλεια της θρησκευτικής πίστης μεταξύ των πολιτών και εκείνων που εκλέγουν. Ωστόσο, μια Μελέτη του Θρησκευτικού Τοπίου της Pew Research, που διεξήχθη το 2007, το 2014 και το 2023-24, αποκάλυψε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Χριστιανών και των μη Χριστιανών θεωρούν την κλοπή, τη δολοφονία και το ψέμα ως παραβιάσεις της έντιμης ζωής. Μπορεί να έχουν χάσει την πίστη τους σε μια ανώτερη δύναμη, αλλά η ηθική που υποστηρίζουν παρέμεινε ακλόνητη.
Αν κανένας δεν τιμωρούσε κάποιο άτομο για κλοπή, ίσως το άτομο αυτό να έμπαινε στον πειρασμό να την επιχειρήσει. Αλλά, ίσως λόγω της βασανιστικής συνείδησής τους, οι περισσότεροι άνθρωποι θα εξακολουθούσαν να νιώθουν την ανάγκη να δικαιολογήσουν την κλοπή. Δεδομένου ότι τα περισσότερα ηθικά δόγματα καταδικάζουν τις ενέργειες που γίνονται λόγω ιδιοτέλειας, ενώ επαινούν τις ενέργειες που γίνονται για χάρη των άλλων, ένας κλέφτης μπορεί να αποκτήσει ένα ηθικό φωτοστέφανο, αν μπορέσει να αποδείξει ότι ενήργησε για κάποιον άλλον εκτός από τον εαυτό του. Με συνεχή πίεση, η κυβέρνηση μετατρέπεται σε κράτος πρόνοιας.
Το αμερικανικό κράτος —που θεμελιώθηκε με κάποιες ασυνέπειες όσον αγορά το laissez-faire— έγινε πλουσιότερο από τα άλλα κράτη, επειδή προϊστατο μιας οικονομίας που της επετράπη να ακμάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, αλλά στη συνέχεια μηχανεύτηκε ένα πραξικόπημα το 1913 με την ψήφιση της 16ης τροπολογίας και της Νομοθεσίας περί Ομοσπονδιακής Τράπεζας —καθεμία από τις οποίες αποτέλεσε μια σημαντική επέκταση της εξουσίας που επέτρεπε την κλοπή. Ο φόρος εισοδήματος είχε την «αρετή» να «πατάει τους πλούσιους», κάτι που έκανε αρχικά με τον Νόμο περί Πολεμικών Εσόδων του 1917, αλλά αργότερα —σε συνδυασμό με την δημευτική νομισματική πολιτική της Ομοσπονδιακής Τράπεζας— οδήγησε στην παρακμή της μεσαίας τάξης και σε μια, κατά τα φαινόμενα, πανταχού παρούσα κυβέρνηση.
Ο Γούντροου Γουίλσον—ο ένοικος στον Λευκό Οίκο κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του 1913—εξέφρασε σκοτεινές σκέψεις για όσα είχε κάνει στη συλλογή του από ομιλίες της προεκλογικής του εκστρατείας, με τίτλο «Η Νέα Ελευθερία» :
Έχουμε περιορισμένη πίστωση, έχουμε περιορισμένες ευκαιρίες, έχουμε ελεγχόμενη ανάπτυξη και έχουμε καταλήξει να είμαστε μια από τις χειρότερα κυβερνώμενες, μια από τις πιο πλήρως ελεγχόμενες και δεσποζόμενες κυβερνήσεις στον πολιτισμένο κόσμο - όχι πλέον μια κυβέρνηση με βάση την ελευθερία της άποψης, όχι πλέον μια κυβέρνηση με βάση την πεποίθηση και την ψήφο της πλειοψηφίας, αλλά μια κυβέρνηση με βάση τη γνώμη και την καταπίεση μικρών ομάδων από κυρίαρχα άτομα.
Ορισμένες μικρές αλλά ελεγχόμενες ομάδες συνέτριψαν τα τελευταία απομεινάρια ενός σχετικά υγιούς νομισματικού συστήματος, χρησιμοποιώντας την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930 ως δικαιολογία, και στη συνέχεια, μέσω παρασκηνιακών δραστηριοτήτων, διεξήγαγαν έναν ακόμα πόλεμο στο εξωτερικό, μετά τα επανειλημμένα ψέματα του προέδρου ότι δεν θα ενέπλεκε την Αμερική σε αυτόν. Μετά από εκατομμύρια θανάτους και δισεκατομμύρια σε καταστροφές, η κυβέρνηση ενίσχυσε την παρεμβατική της συμπεριφορά, όταν υπέγραψε τον Νόμο περί Εθνικής Ασφάλειας του 1947. Έκτοτε, η κυβέρνηση έβρισκε απειλές παντού όπου κοίταζε, συμπεριλαμβανομένης της Κούβας, της Νότιας Αμερικής, της Κορέας, της Κίνας, του Βιετνάμ, της Μέσης Ανατολής και πάντα, της Ρωσίας. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, τα βλέμματά της έχουν ενταθεί στους ανθρώπους που την υποστηρίζουν ακούσια, εδώ στο εσωτερικό, με την εικασία ότι τρομοκράτες θα μπορούσαν να παραμονεύουν οπουδήποτε.
Ποια άλλη χώρα έχει «750 «θέσεις» στρατιωτικών βάσεων σε περίπου 80 ξένες χώρες και αποικίες ή εδάφη»; Ίσως ο κόσμος να μην φαινόταν τόσο απειλητικός αν τον αφήναμε στην ησυχία του. Οι ΗΠΑ έχουν γίνει έτσι ένα ρωμαϊκού τύπου πολεμικό κράτος, με μυστικές υπηρεσίες και στρατιωτικούς προϋπολογισμούς που δεν μπορεί να αγγίξει κανείς.
Ο Hans-Hermann Hoppe, στο δοκίμιό του «Η ελευθεριστική αναζήτηση για μια μεγάλη ιστορική αφήγηση», επισημαίνει τις κραυγαλέες αντιφάσεις μεταξύ της προσωπικής ηθικής των περισσότερων ανθρώπων και της καθοριστικής σημασίας «ηθικής» του κράτους. Σχετικά με τις Δέκα Εντολές, γράφει:
Σε αυτό το ζήτημα, οι βιβλικές εντολές υπερβαίνουν αυτό που πολλοί φιλελεύθεροι θεωρούν επαρκές για την εγκαθίδρυση μιας ειρηνικής κοινωνικής τάξης: την απλή αυστηρή τήρηση των εντολών έξι, οκτώ και δέκα. Ωστόσο, αυτή η διαφορά μεταξύ ενός αυστηρού και άκαμπτου φιλελευθερισμού και των δέκα βιβλικών εντολών δεν υπονοεί καμία ασυμβατότητα μεταξύ των δύο. Και τα δύο βρίσκονται σε πλήρη αρμονία, αρκεί να γίνει διάκριση μεταξύ των νομικών απαγορεύσεων αφενός, που εκφράζονται στις εντολές έξι, οκτώ και δέκα, οι παραβιάσεις των οποίων μπορούν να τιμωρούνται με την άσκηση σωματικής βίας, και των εξωνομικών ή ηθικών απαγορεύσεων αφετέρου, που εκφράζονται στις εντολές πέντε, επτά και εννέα, οι παραβιάσεις των οποίων μπορούν να τιμωρούνται μόνο με μέσα κάτω από το όριο της σωματικής βίας, όπως η κοινωνική αποδοκιμασία, οι διακρίσεις, ο αποκλεισμός ή ο εξοστρακισμός.
Και καταλήγει: «Ακόμα και επιστρατεύοντας τις μεγαλύτερες διανοητικές στρεβλώσεις, είναι αδύνατο να συνάγουμε τον θεσμό του κράτους από αυτές τις εντολές».
Ωστόσο, τα ανώτερα μέλη της πολιτείας (οι πολιτικοί) ψευδομαρτυρούν κάθε ώρα της ημέρας, ατιμώρητα. Όπως είδαμε κατά τη διάρκεια του επεισοδίου της covid, σημαντικοί χορηγοί πολιτικών (σ.σ. φαρμακευτικές) διέφυγαν επίσης από την ευθύνη για τις ειδεχθείς τους πράξεις. Ο εφιάλτης της covid συμπεριλάμβανε και έγκριτα ιατρικά ιδρύματα -λουσμένα με κρατικά χρήματα- που προωθούσαν ψευδείς πληροφορίες σχετικά με την υδροξυχλωροκίνη, τα οποία συνεχίζουν σήμερα ως αδιάντροπες ιατρικές αρχές. Για να παραφράσω τον Thomas Paine, η ελευθερία κυνηγήθηκε σε όλη τη χώρα καθώς και στον υπόλοιπο κόσμο. Τι εμποδίζει τις κυβερνήσεις να επιχειρήσουν μια Covid 2;
Τα αναφαίρετα δικαιώματα όλων των ανθρώπων που ο Τζέφερσον έθεσε στη Διακήρυξη χρειάζονται έναν ισχυρό υπέρμαχο για να τα υπερασπιστεί και ισχυρίζομαι ότι αυτός ο υπέρμαχος ενσαρκώνεται από την ανταγωνιστική ελεύθερη αγορά, όπου η ασφάλεια αγοράζεται όπως τα υπόλοιπα αγαθά. Η διακυβέρνηση με μονοπωλιακή εξουσία είναι ασυμβίβαστη με την ανθρώπινη ευημερία.
Διαβάστε επίσης από τον George Ford Smith: