Η επιτήρηση της Στάζι στην σοσιαλιστική Ανατολική Γερμανία κι η ψηφιακή εποχή μας
Στις μέρες μας, η επιτήρηση γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη και αποτελεσματική λόγω της τεχνολογικής προόδου.
Ετικέτες: Σοσιαλισμός, Ιστορία
Άρθρο του Andrea Togni, δημοσιευμένο στις 21/7/2023 από το Mises Institute. Απόδοση στα ελληνικά: Libertarian Corfu - Νίκος Μαρής.
Το κράτος κατέχει το μονοπώλιο της βίας. Ωστόσο, η κατάχρηση της καταστολής βλάπτει την αξιοπιστία της κυβέρνησης και αποξενώνει μακροπρόθεσμα την υποστήριξη του πληθυσμού. Ένας πιο διακριτικός και αποτελεσματικός τρόπος άσκησης της εξουσίας είναι η επιτήρηση του πληθυσμού και η αποτροπή ανοικτών εκδηλώσεων δυσαρέσκειας.
Το άρθρο αυτό αναλύει την περίπτωση του Υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας (MfS) της Λαϊκής «Δημοκρατίας» της Γερμανίας (DDR), επίσης γνωστού ως Στάζι. Το κεντρικό του θέμα είναι ότι ένα αποτελεσματικό καθεστώς επιτήρησης καθιστά λιγότερο επείγουσα τη χρήση ανοιχτής βίας, επειδή ο πληθυσμός ωθείται να πειθαρχήσει.
Η ασπίδα και το ξίφος του κόμματος
Μια ασπίδα και ένα ξίφος αποτελούν το σύμβολο του MfS, το οποίο έχει ως πρότυπο το έμβλημα της Τσέκα, της Σοβιετικής μυστικής αστυνομίας. Η πειθαρχία και η αφοσίωση στο Σοσιαλιστικό Κόμμα Ενότητας (SED) της DDR ήταν οι βασικές αξίες της Στάζι. Τα μέλη της μυστικής αστυνομίας θεωρούσαν τους εαυτούς τους συντρόφους πρώτης κατηγορίας, που μπορούσαν να κάνουν χρήση της παρακολούθησης, της προπαγάνδας και της ψυχολογικής τρομοκρατίας, για να διασφαλίσουν την εξουσία του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Μια από τις καθοριστικές στιγμές της ιστορίας της Στάζι ήταν η γενική απεργία της 17ης Ιουνίου 1953, η οποία προκάλεσε εκτεταμένες διαμαρτυρίες μεταξύ της εργατικής τάξης της Ανατολικής Γερμανίας. Η MfS απέτυχε να προβλέψει την αναταραχή και αναγκάστηκε να την καταστείλει με τη βοήθεια σοβιετικών τεθωρακισμένων και την επιβολή στρατιωτικού νόμου. Μετά το περιστατικό, η αποστολή της Στάζι έγινε η επιτήρηση της κοινωνίας για την αποτροπή νέων ανοιχτών εκδηλώσεων διαφωνίας κατά της εξουσίας του SED.
Αμείλικτες παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής
Το MfS ανέπτυξε έναν από τους πιο διαδεδομένους μηχανισμούς επιτήρησης στην ανθρώπινη ιστορία. Το 1981, ο Erich Mielke, επικεφαλής της Stasi από το 1957 έως το 1989, δήλωσε:
«Στη συνεχή προσπάθειά του να ξεκαθαρίσει ‘‘ποιος είναι ποιος’’, το MfS -με τις δυνάμεις, τα μέσα και τις μεθόδους της Τσέκα- πρέπει να εντοπίσει τις πραγματικές πολιτικές στάσεις των ανθρώπων, τους τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς τους [...] να ξεκαθαρίσει τα μέσα […] παρέχοντας απάντηση στο ποιος είναι εχθρός, ποιος υιοθετεί εχθρική και αρνητική στάση, ποιος βρίσκεται υπό την επιρροή εχθρικών, αρνητικών και άλλων δυνάμεων και μπορεί να γίνει εχθρός, ποιος μπορεί να υποκύψει στις εχθρικές επιρροές και να επιτρέψει να τον εκμεταλλευτεί ο εχθρός, ποιος έχει υιοθετήσει μια αμφιταλαντευόμενη θέση και από ποιον μπορεί να εξαρτηθεί το κόμμα και το κράτος και να στηριχθεί αξιόπιστα.»
Πολλοί πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας συνεργάστηκαν ενεργά με το MfS. Το 1989, κοντά στο τέλος του κομμουνιστικού καθεστώτος, η Stasi απασχολούσε περίπου ενενήντα ένα χιλιάδες άτομα, δηλαδή έναν στους 180 κατοίκους. Μετά το 1968, η MfS βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε ανεπίσημους συνεργάτες, ο ρόλος των οποίων ήταν να αναφέρουν κάθε μικρό ή μεγάλο σημάδι δυσαρέσκειας και αντίστασης κατά του SED. Οι ανεπίσημοι συνεργάτες προσλαμβάνονταν αφού παρακολουθούνταν προσεκτικά από το MfS για να διασφαλιστεί η απόλυτη πίστη τους στο καθεστώς. Ήταν καλά εκπαιδευμένοι και χρησιμοποιούσαν πλαστές ταυτότητες, για να διεισδύουν σε χώρους εργασίας και γειτονιές. Μεταξύ των 180.000 ανεπίσημων συνεργατών που απασχολούσε το MfS το 1989, τέσσερις χιλιάδες μπήκαν κρυφά σε ομάδες της αντιπολίτευσης για να διαδώσουν ψευδείς φήμες και να δημιουργήσουν χάος. Η περίπτωση του Wolfgang Schnur είναι εμβληματική της εμβέλειας της Stasi, καθώς ήταν ένας από τους πιο επιφανείς δικηγόρους που εκπροσωπούσαν πολιτικούς αντιφρονούντες. Ως ανεπίσημος συνεργάτης της κυβέρνησης, ωστόσο, συχνά εκμεταλλευόταν τη θέση του για να προδώσει τους πελάτες του.
Στη δεκαετία του '80, η Stasi πραγματοποιούσε διακόσιες έως τετρακόσιες χιλιάδες ελέγχους και έρευνες ασφαλείας κάθε χρόνο. Οι κύριοι στόχοι ήταν η «πολιτική ιδεολογική εκτροπή» και η «πολιτική υπόγεια δραστηριότητα». Τα μάτια της Στάζι ήταν στραμμένα σε όλους τους κοινωνικούς, πολιτιστικούς και οικονομικούς θεσμούς της Ανατολικής Γερμανίας. Οι υπάλληλοί της είχαν πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα που χρειάζονταν σχετικά με τους πολίτες, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών δηλώσεων, των τραπεζικών λογαριασμών και των φακέλων υγείας. Η Στάζι χρησιμοποιούσε όλα τα είδη των τεχνικών μαζικής παρακολούθησης, όπως τηλεφωνικές υποκλοπές, ηχητική παρακολούθηση κλειστών χώρων και κατασκοπεία μέσω ταχυδρομείου —συνέλεγαν ακόμη και δείγματα οσμών του σώματος, τα οποία χρησιμοποιούνταν για την εκπαίδευση σκύλων ανιχνευτών.
Οι πληροφορίες για τους εχθρούς του SED θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τη Στάζι για ψυχολογικό πόλεμο. Οι μυστικοί πράκτορες της MfS συχνά διέδιδαν ψευδείς και παραπλανητικές φήμες μεταξύ των ομάδων της αντιπολίτευσης για να διχάσουν τον λαό, να καταστρέψουν την εμπιστοσύνη και να ενσταλάξουν το φόβο. Οι στόχοι της μυστικής αστυνομικής παρακολούθησης βίωναν ανεξήγητες αναποδιές τόσο στην προσωπική τους ζωή όσο και στην καριέρα τους. Οι επιβαρυντικές πληροφορίες χρησιμοποιούνταν επίσης για να εκβιαστούν άτομα και να εξαναγκαστούν να συνεργαστούν με τη μυστική αστυνομία, παρόλο που η MfS προτιμούσε να απασχολεί πράκτορες που ήταν πλήρως πεπεισμένοι για το δίκαιο της δουλειάς τους.
Οι περισσότεροι υπάλληλοι και συνεργάτες της Στάζι υπέγραφαν μια υπόσχεση πίστης στο κομμουνιστικό καθεστώς, λάμβαναν ένα νέο ψευδώνυμο και ξεκινούσαν μια νέα ζωή. Η αποχώρηση από το σύστημα ήταν εξαιρετικά δύσκολη και είχε τεράστιο τίμημα σε όρους προσωπικής ελευθερίας και φήμης. Από την άλλη πλευρά, η εργασία για τη Στάζι παρείχε προνόμια, όπως έναν καλό μισθό, ειδικά εμπορικά κέντρα και τη συνείδηση ότι αποτελούσε κανείς μέρος ενός ζωτικού οργάνου της DDR. Τελικά, η δύναμη του κολεκτιβισμού έγκειται στην ικανότητα να κάνει τους ανθρώπους να ξεχνούν την ιδιωτικότητα και την ελευθερία στο όνομα ενός ανώτερου, ολοκληρωτικού αγαθού.
Ο έλεγχος των κινήσεων
Ένα από τα κύρια καθήκοντα του MfS ήταν ο έλεγχος των συνόρων της Ανατολικής Γερμανίας. Επισήμως, η συνοριακή γραμμή υπαγόταν στη δικαιοδοσία της Λαϊκής Αστυνομίας και των συνοριακών πρακτόρων, αλλά η Στάζι ήταν επιφορτισμένη με την ευθύνη της επιτήρησης τόσο των κατοίκων όσο και των άλλων αστυνομικών υπηρεσιών. Οι υπάλληλοι της MfS συχνά μεταμφιέζονταν σε συνοριακούς πράκτορες για να μην κινήσουν υποψίες, και το εύρος της εξουσίας τους αυξήθηκε σημαντικά μετά την κατασκευή του Τείχους του Βερολίνου το 1961 και μετά τις συμφωνίες αποκλιμάκωσης της δεκαετίας του 1970.
Οι πράκτορες της Στάζι επέβλεπαν την παρακολούθηση των μετακινήσεων των ανθρώπων και των εμπορευμάτων στα σύνορα. Εμβληματική είναι η περίπτωση του κλάδου Εμπορικού Συντονισμού (Koko) του υπουργείου Εξωτερικού Εμπορίου. Το KoKo ιδρύθηκε το 1966 και διοικείτο από τον Alexander Schalck-Golodkowski, αξιωματικό της Στάζι. Ένας από τους στόχους του ήταν να εγγυηθεί την ενιαία διαχείριση των εταιρειών εξωτερικού εμπορίου της χώρας. Μέσω των αντισυμβατικών δραστηριοτήτων της, η KoKo ήταν σε θέση να εισάγει λαθραία δυτικά αγαθά και δυτικό σκληρό νόμισμα στην Ανατολική Γερμανία, αποκομίζοντας περίπου είκοσι πέντε δισεκατομμύρια δυτικογερμανικά μάρκα κατά τη διάρκεια της ύπαρξής της.
Μια από τις πιο επικερδείς δραστηριότητες ήταν η πώληση πολιτικών κρατουμένων στις δυτικές αρχές. Από τους ογδόντα επτά χιλιάδες πολιτικούς αντιφρονούντες που συνελήφθησαν στη DDR μεταξύ 1963 και 1989, περίπου τριάντα τρεις χιλιάδες πωλήθηκαν στις δυτικές αρχές. Οι δυτικογερμανικές αρχές πλήρωσαν επίσης τη ΛΔΔ για την έκδοση περισσότερων από 200.000 αδειών μετανάστευσης. Οι επιχειρήσεις της KoKo γίνονταν μυστικά και οι κρατούμενοι συχνά δεν γνώριζαν γιατί απελευθερώνονταν. Αυτό δείχνει ότι η επιτήρηση του πληθυσμού και η κρατική μυστικότητα συχνά συμβαδίζουν. Παρόλα αυτά, η γνώση για τις ανταλλαγές κρατουμένων άρχισε να διαρρέει μετά το 1972 και δυσφήμισε σημαντικά το καθεστώς της DDR.
Συμπέρασμα
Τα καθεστώτα επιτήρησης χαρακτηρίζονται από την ασύμμετρη ορατότητα. Ενώ οι συμπεριφορές, και οι σκέψεις ακόμη, του πληθυσμού γίνονται όλο και πιο ορατές στις κρατικές αρχές, οι επιχειρήσεις επιτήρησης πρέπει να παραμένουν όσο το δυνατόν πιο μυστικές. Παρ’ όλα αυτά, τα άτομα είναι πιθανό να γνωρίζουν ότι βρίσκονται συνεχώς υπό κάποια παρακολούθηση, έτσι ώστε να ελέγχουν τις συμπεριφορές τους από φόβο μήπως συλληφθούν από κρατικούς πράκτορες.
Μετά την καταστολή της γενικής απεργίας του 1953, η ηγεσία της DDR κατάλαβε ότι για να διατηρήσει την εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα, έπρεπε να απομακρυνθεί από την ανοιχτή βία και να στραφεί σε μια πιο διακριτική μορφή ελέγχου του πληθυσμού. Ο τεράστιος μηχανισμός επιτήρησης του MfS εξυπηρέτησε αυτόν τον σκοπό αρκετά αποτελεσματικά για σχεδόν σαράντα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων σχετικά λίγοι άνθρωποι εξέφρασαν την αντίθεσή τους ρητά. Παρ’ όλο που το MfS δεν ήταν ποτέ τόσο παντοδύναμο και παντογνώστης όσο αυτοπαρουσιαζόταν, κατάφερε να μυθοποιηθεί και να εξασφαλίσει ότι ο πληθυσμός θα συνήθιζε την παρακολούθηση και την έλλειψη ιδιωτικότητας.
Τελικά, οι ανεπάρκειες των κομμουνιστικών μηχανισμών της Ανατολικής Γερμανίας ήρθαν στην επιφάνεια και το σύστημα μαζικής παρακολούθησης του MfS εξαλείφθηκε. Στις μέρες μας, ωστόσο, η επιτήρηση γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη και αποτελεσματική λόγω της τεχνολογικής προόδου. Ενώ οι τεχνικές επιτήρησης της Στάζι ήταν αναλογικές, η σύγχρονη επιτήρηση είναι κυρίως ψηφιακή.
Αν και η DDR ήταν κατά κάποιο τρόπο απομονωμένη από τις παγκόσμιες αγορές, οι σύγχρονοι κρατικοί θεσμοί μπορούν να υπολογίζουν στη συνεργασία μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας. Δεν είναι μόνο τα παραδοσιακά ολοκληρωτικά καθεστώτα αλλά και οι δυτικές δημοκρατίες που έχουν μάθει πολύ καλά το μάθημα ότι οι παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής και η εκτεταμένη παρακολούθηση είναι πολύ πιο αποτελεσματικές από την ανοιχτή βία για τη διασφάλιση της εξουσίας.
Δείτε επίσης: