Το τεκμήριο της ατομικής ελευθερίας: πότε δικαιολογείται η κατάργησή του;
Η απόλυτη ελευθερία δεν χρειάζεται να χαθεί, σαν να είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για την έλευση του πολιτισμού.
Ετικέτες: Φιλελευθερισμός
Άρθρο της Wanjiru Njoya, δημοσιευμένο στις 10/05/2024.
Το τεκμήριο της ελευθερίας είναι μια καθιερωμένη φιλελεύθερη παράδοση, σύμφωνα με την οποία κάθε περιορισμός της ατομικής ελευθερίας απαιτεί αιτιολόγηση. Ο Gerald Gaus και ο Shaun Nichols το απεικονίζουν ως την αρχή (principle) της «φυσικής ελευθερίας», ένα «γενικό τεκμήριο υπέρ της ελευθερίας της δράσης». Όπως εξηγούν, αν η φυσική ελευθερία είναι ένα γενικό τεκμήριο, περιμένουμε να αντικατοπτρίζεται στις
«…κοινές κανονιστικές προσδοκίες σχετικά με το τι μπορεί να κάνει κάποιος ή τι δεν μπορεί να κάνει, και τι μπορεί να απαιτήσει από τους άλλους να μην κάνουν ή να κάνουν, και στις κοινές εμπειρικές προσδοκίες για το αν οι άνθρωποι θα συμμορφωθούν με αυτούς τους κανόνες.»
Κατά τη διάρκεια του lockdown για τον κορωνοϊό, μια από τις πιο ολέθριες προκλήσεις σε αυτό το τεκμήριο προήλθε, όχι απευθείας από τα κρατικά διατάγματα, αλλά μέσω των ενδιάμεσων: εκείνων που χώνουν την μύτη τους παντού, που ανέλαβαν να παρακολουθούν τους υπόλοιπους. Ο ενθουσιασμός που είχαν οι «επόπτες» των lockdown εκτόπισε το τεκμήριο της ελευθερίας με ένα άλλο τεκμήριο: ότι μπορούμε να κάνουμε μόνο ό,τι επιτρέπει το κράτος. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, κάποιοι κατασκόπευαν τους γείτονές τους για να δουν πόσο συχνά έβγαζαν βόλτα τον σκύλο ή πόσο συχνά έβγαιναν για τρέξιμο, καταγράφοντας τα όλα σε ένα υπολογιστικό φύλλο ως απόδειξη ότι οι γείτονές τους δεν περιόρισαν τις εξόδους τους στον αριθμό των βασικών εξόδων που επιτρέπονταν από τους κανόνες. Όπως παρατηρεί η Telegraph:
«Ήταν τέτοιος ο ζήλος με τον οποίο οι αξιωματικοί κυνηγούσαν αναφορές για παράνομες ψησταριές, πάρτι για τσάι και πικνίκ, που κάποιοι παρατηρητές παρομοίασαν τη Βρετανία της εποχής της πανδημίας (sic) με την Ανατολική Γερμανία υπό την Στάζι. Το Ηνωμένο Βασίλειο έγινε ο παράδεισος των κρυπτόμενων πίσω από κουρτίνες, φέρνοντας τον γείτονα εναντίον του γείτονα και προκαλώντας εντάσεις στην κοινότητα που δεν έχουν ακόμη επουλωθεί.»
Το τεκμήριο της ελευθερίας σημαίνει ότι δεν είναι η άσκηση της ελευθερίας που απαιτεί αιτιολόγηση - οι περιορισμοί είναι που πρέπει να αιτιολογούνται. Ο Joel Feinberg και ο Hyman Gross υποστηρίζουν ότι,
«Οι περισσότεροι συγγραφείς συμφωνούν ότι οι περιορισμοί της ατομικής ελευθερίας, είτε με άμεση ποινική απαγόρευση είτε από κάποιο άλλο νομικό μέσο, χρειάζονται πάντα κάποια ειδική αιτιολόγηση. Δηλαδή, όταν όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες είναι ίδιοι, είναι πάντα προτιμότερο τα άτομα να αφήνονται ελεύθερα να κάνουν τις δικές τους επιλογές.»
Προσθέτουν ότι ενώ «δεν είναι εύκολο να δηλωθούν οι λόγοι αυτού του τεκμηρίου υπέρ της ελευθερίας» επειδή μπορούν να βασιστούν σε πολλούς διαφορετικούς φιλοσοφικούς λόγους, εντούτοις «οι περισσότεροι από εμάς είμαστε πλήρως πεπεισμένοι ότι η προσωπική μας ελευθερία είναι πολύτιμο πράγμα, και η συνέπεια μάς ωθεί να υποθέσουμε ότι είναι εξίσου πολύτιμο και εξίσου άξιο σεβασμού σε άλλους».
Όταν η ελευθερία προκαλεί «βλάβη»
Οι συζητήσεις για τα όρια της ατομικής ελευθερίας βασίζονται συνήθως στην αρχή της βλάβης του John Stuart Mill. Ο Mill υποστηρίζει ότι «ο μόνος σκοπός για τον οποίο μπορεί να ασκηθεί δικαιωματικά η εξουσία σε οποιοδήποτε μέλος μιας πολιτισμένης κοινότητας, παρά τη θέλησή του, είναι να αποτραπεί βλάβη σε άλλους». Εάν η ελευθερία μπορεί να περιοριστεί μόνο για την πρόληψη της βλάβης, αυτό σημαίνει ότι η απλή πρόκληση προσβολής σε άλλους δεν θα μπορούσε ποτέ, από μόνη της, να δικαιολογήσει τον περιορισμό της ελευθερίας.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η έννοια της «βλάβης» έχει επεκταθεί τόσο πολύ, που δεν αναγνωρίζεται πια. Η βλάβη περιλαμβάνει πλέον την ψυχική βλάβη, καλύπτοντας θέματα όπως η υπόμνηση του ρατσισμού. Για παράδειγμα, στην δικαστική απόφαση ότι το να επιδεικνύει κανείς την παλιά νοτιοαφρικανική σημαία πρέπει να απαγορευθεί, το Ανώτατο Εφετείο της Νότιας Αφρικής είπε ότι, «Το κύριο ζήτημα είναι εάν η άσκοπη επίδειξη αυτού του συμβόλου—της πρώην νοτιοαφρικανικής σημαίας (η παλιά σημαία)—είναι επιβλαβής, υποκινεί βλάβη και προωθεί και διαδίδει μίσος κατά την έννοια του Νόμου περί Ισότητας.» Ο όρος «βλάβη» εδώ αναφερόταν σε «οδυνηρές αναμνήσεις» που προκαλούνται με την προβολή της σημαίας. Η σημαία κρίθηκε ότι ήταν «μια απαίσια υπενθύμιση της αγωνίας που υπέστησαν εκατομμύρια άτομα» υπό το απαρτχάιντ.
Αυτή η ερμηνεία της «βλάβης» σημαίνει ότι οι οδυνηρές αναμνήσεις αρκούν για να περιορίσουν την ελευθερία των άλλων και πως οτιδήποτε θυμίζει στους ανθρώπους μια δυστυχισμένη ιστορία θα μπορούσε να απαγορευτεί ως «επιβλαβές». Το έχουμε δει αυτό στον χαρακτηρισμό της συνομοσπονδιακής σημαίας των ΗΠΑ ως «σύμβολο μίσους» σε ορισμένες πολιτείες όπως η Νέα Υόρκη. Η λέξη «βλάβη» τώρα συχνά δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από τα πληγωμένα συναισθήματα των ανθρώπων και τις ασαφείς έννοιες της αγωνίας. Μια τέτοια άμορφη και διαρκώς διευρυνόμενη έννοια της βλάβης δεν μπορεί να χρησιμεύσει για την υπεράσπιση της ελευθερίας.
Η ίδια η έννοια της «εξισορρόπησης» της ελευθερίας έναντι της βλάβης, ή μάλιστα έναντι οποιωνδήποτε άλλων αξιών, είναι μια εγγενής αδυναμία στην υπεράσπιση της ελευθερίας. Ο Φάινμπεργκ και ο Γκρος αποκαλύπτουν αυτή την αδυναμία όταν χαρακτηρίζουν την ελευθερία ως μία μόνο μεταξύ άλλων σημαντικών αξιών. Υποστηρίζουν ότι «η ελευθερία μπορεί να είναι πολύτιμη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι το μόνο πράγμα που έχει αξία. Η ικανοποίηση και η ευτυχία, αν και είναι δύσκολα όταν απουσιάζει η ελευθερία, δεν είναι ακατόρθωτα». Προσθέτουν ότι «η ελευθερία και η δικαιοσύνη είναι ξεχωριστές κοινωνικές αξίες», που σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχουν περιστάσεις όπου είναι απαραίτητο να εξισορροπηθεί η ελευθερία από τις ανάγκες της δικαιοσύνης.
Όταν η ελευθερία κατανοείται ως αξία που μπορεί να έρχεται σε σύγκρουση και να δώσει τη θέση της σε άλλες αξίες, με το ερώτημα να είναι το πώς θα εξισορροπηθούν οι διαφορετικές αξίες, τότε η διάβρωση της ελευθερίας από την ηγεμονία της «κοινωνικής δικαιοσύνης» και της «φυλετικής δικαιοσύνης» γίνεται αναπόφευκτη. Αυτό καταδεικνύεται από τη δίκη για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπου τα δικαστήρια επιδιώκουν να εξισορροπήσουν ένα δικαίωμα, όπως η ελευθερία του θρησκεύεσθαι, με άλλες αξίες, όπως η αρχή της μη διάκρισης. Για παράδειγμα, το Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο έκρινε ότι ήταν δικαιολογημένος ένας νόμος που υποχρέωνε έναν Χριστιανό ζαχαροπλάστη να φτιάξει μια τούρτα η οποία τιμούσε τα δικαιώματα των τρανς, κάτι που ο ίδιος θεωρούσε ότι ήταν ενάντια στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις:
«…ο νόμος του κράτους που καθιστά παράνομη την άρνηση παροχής υπηρεσιών σε άτομα με βάση προστατευμένα χαρακτηριστικά όπως η φυλή, η θρησκεία ή ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν παραβιάζει το δικαίωμα των ιδιοκτητών επιχειρήσεων να ασκούν ή να εκφράζουν τη θρησκεία τους.»
Απόλυτη ελευθερία
Ο Murray Rothbard υιοθετεί μια διαφορετική προσέγγιση. Αντιλαμβάνεται την ελευθερία ως κάτι που εκπορεύεται από την αυτοκυριότητα/αυτοκτησία κάθε ανθρώπου και από τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα είναι απόλυτα δικαιώματα, επομένως προκύπτει ότι η ελευθερία που βασίζεται στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα είναι επίσης απόλυτο δικαίωμα. Ο Rothbard εξηγεί:
«Το καθεστώς της καθαρής ελευθερίας - η φιλελεύθερη (λιμπερταριανή) κοινωνία - μπορεί να περιγραφεί ως μια κοινωνία όπου δεν «διανέμονται» τίτλοι ιδιοκτησίας, και όπου, εν ολίγοις, η ιδιοκτησία κάθε ανθρώπου στο σώμα και την περιουσία του δεν αλλοιώνεται, ούτε παραβιάζεται, ούτε παρεμβαίνει σ’ αυτήν οποιοσδήποτε άλλος. Όμως αυτό σημαίνει ότι την απόλυτη ελευθερία, με την κοινωνική έννοια του όρου, μπορεί να απολαύσει, όχι μόνο ένας απομονωμένος Ροβινσώνας Κρούσος, αλλά και κάθε άνθρωπος σε οποιαδήποτε κοινωνία, ανεξάρτητα από το πόσο περίπλοκη ή προηγμένη είναι. Διότι κάθε άνθρωπος απολαμβάνει την απόλυτη ελευθερία —καθαρή ελευθερία— εάν, όπως ο Κρούσος, η «φυσική» ιδιοκτησία του (στο άτομό του και στα υπάρχοντά του) είναι απαλλαγμένη από εισβολή ή παρενόχληση από άλλους ανθρώπους. Και, φυσικά, όντας σε μια κοινωνία εθελούσιων ανταλλαγών, κάθε άνθρωπος μπορεί να απολαύσει την απόλυτη ελευθερία όχι σε απομόνωση, σαν τον Κρούσο, αλλά σε ένα περιβάλλον πολιτισμού, αρμονίας, κοινωνικότητας και εξαιρετικά μεγαλύτερης παραγωγικότητας, μέσω ανταλλαγών ιδιοκτησίας με τους συνανθρώπους του. Η απόλυτη ελευθερία, λοιπόν, δεν χρειάζεται να χαθεί σαν το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για την έλευση του πολιτισμού. Οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και δεν χρειάζεται ποτέ να είναι αλυσοδεμένοι. Ο άνθρωπος μπορεί να επιτύχει την ελευθερία και την αφθονία, την ελευθερία και τον πολιτισμό.»
Τα μόνα όρια στα δικαιώματα ιδιοκτησίας οποιουδήποτε είναι τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των άλλων. Εφαρμόζοντας αυτή την αρχή στην υπόθεση της νοτιοαφρικανικής σημαίας, είναι σαφές ότι το δικαστήριο έθεσε το λάθος ερώτημα: ρώτησε εάν η απαγόρευση της σημαίας περιόριζε την ελευθερία του λόγου του σημαιοφόρου (απαντώντας όχι, επειδή ο σημαιοφόρος μπορούσε να διαμαρτυρηθεί χωρίς αυτήν τη σημαία). Αντίθετα, θα έπρεπε να έχει θέσει το αντίθετο ερώτημα: εάν η επίδειξη της σημαίας παρεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο στα δικαιώματα του προσβεβλημένου παρατηρητή που θα προτιμούσε να μην δει τη σημαία. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι σαφώς όχι. Ο προσβεβλημένος παρατηρητής δεν ήταν υποχρεωμένος να κοιτάξει. Αυτή είναι ακριβώς η απάντηση που δίνεται σε όσους διαμαρτύρονται για τα σύγχρονα μοντέρνα αγάλματα και τις εγκαταστάσεις «αφυπνισμένης»/woke τέχνης:
«Φυσικά, όπως συμβαίνει πάντα με τη νέα τέχνη, υπάρχουν κάποιοι που δεν τους αρέσει, όπως εκείνοι που ενοχλήθηκαν από το άγαλμά του Chaucer στην High Street και από τις συμφωνίες του Μπετόβεν όταν ακούστηκαν για πρώτη φορά [...] Αν δεν σου αρέσει, μην το βλέπεις.»
Δεν υπάρχει κανένα δικαίωμα να προστατευόμαστε από το να βλέπουμε πράγματα που προτιμούμε να μην βλέπουμε, ακόμη κι αν η θέαση αυτών των πραγμάτων φέρνει οδυνηρές αναμνήσεις. Οι αναμνήσεις μας είναι δικές μας και δεν μπορούμε να βασιζόμαστε σ’ αυτές, για να περιορίζουμε την ελευθερία των άλλων.
Δείτε επίσης: