Η πολιτική των ανοικτών συνόρων αποτελεί επίθεση κατά της ιδιοκτησίας
Όσοι υπερασπίζονται την μαζική μετανάστευση σαν να ήταν φαινόμενο της αγοράς, απλώς συντελούν στην απαξίωση και την υπονόμευση της αληθινής ελεύθερης αγοράς
Κείμενο του ιδρυτή του Mises Institute, Llewellyn H. Rockwell Jr. που δημοσιεύτηκε στις 16/11/2015
[Αυτή η ομιλία δόθηκε στο Mises Circle στο Phoenix της Arizona, στις 7 Νοεμβρίου 2015.]
Είτε μιλάμε για την παράνομη μετανάστευση από το Μεξικό και την Κεντρική Αμερική, είτε για την απόκτηση ιθαγένειας λόγω τόπου γέννησης, είτε για τους μετανάστες που προέρχονται από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, το θέμα της μετανάστευσης είναι στις ειδήσεις και συζητείται ευρέως εδώ και μήνες. Είναι ένα ζήτημα γεμάτο με δυνητικά επικίνδυνες συνέπειες, επομένως είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τους ελευθεριακούς να το κατανοήσουν σωστά.
Αυτό το Mises Circle, το οποίο είναι αφιερωμένο στο να εξετάσει το πού πρέπει να πάμε από το σημείο που βρισκόμαστε, φαίνεται σαν μια κατάλληλη στιγμή για να ασχοληθούμε με αυτό το σημαντικό ερώτημα.
Θα πρέπει να σημειώσω εξαρχής ότι, αναζητώντας τη σωστή απάντηση σε αυτό το σοβαρό πρόβλημα, δεν διεκδικώ δάφνες πρωτοτυπίας. Αντίθετα, αντλώ πολλά από όσα θα ακολουθήσουν από δύο ανθρώπους, των οποίων το έργο είναι απαραίτητο για τη σωστή κατανόηση της ελεύθερης κοινωνίας: Τον Murray N. Rothbard και τον Hans-Hermann Hoppe. (βλ. φωτο με τον Rothbard στη μέση και τον Llewellyn Rockwell δεξιά)
Μερικοί ελευθεριακοί υποθέτουν ότι η σωστή ελευθεριακή θέση για τη μετανάστευση πρέπει να είναι τα «ανοιχτά σύνορα» ή η εντελώς απεριόριστη μετακίνηση των ανθρώπων. Επιφανειακά, αυτό φαίνεται σωστό: σίγουρα πιστεύουμε στο να αφήνουμε τους ανθρώπους να πηγαίνουν όπου θέλουν!
Αλλά για σταθείτε ένα λεπτό. Σκεφτείτε την «ελευθερία του λόγου», μια άλλη αρχή που οι άνθρωποι συνδέουν με εμάς τους ελευθεριακούς. Πιστεύουμε πραγματικά στην ελευθερία του λόγου ως αφηρημένη αρχή; Αυτό θα σήμαινε ότι έχω το δικαίωμα να φωνάζω καθ’ όλη τη διάρκεια μιας ταινίας, ή το δικαίωμα να διακόπτω μια λειτουργία της Εκκλησίας, ή το δικαίωμα να μπαίνω στο σπίτι σας και να σας φωνάζω αισχρότητες κατάμουτρα.
Αυτό στο οποίο πιστεύουμε είναι τα δικαιώματα στην ιδιωτική ιδιοκτησία. Κανείς δεν έχει «ελευθερία του λόγου» εντός της περιουσίας μου, αφού εγώ έβαλα τους κανόνες, και στην έσχατη λύση μπορώ να διώξω κάποιον. Μπορεί να λέει ό,τι γουστάρει στη δική του περιουσία, και στην περιουσία όποιου ενδιαφέρεται να τον ακούσει, αλλά όχι στη δική μου.
Η ίδια αρχή ισχύει για την ελεύθερη μετακίνηση. Οι ελευθεριακοί δεν πιστεύουν σε καμία τέτοια αρχή αφηρημένα. Δεν έχω το δικαίωμα να περιπλανώμαι στο σπίτι σας, ή στην περιφραγμένη κοινότητά σας, ή στην Disneyworld, ή στην ιδιωτική σας παραλία, ή στο ιδιωτικό νησί του Jay-Z. Όπως και με την «ελευθερία του λόγου», ο σημαντικός παράγοντας εδώ είναι η ιδιωτική ιδιοκτησία. Μπορώ να μετακομίσω σε οποιοδήποτε ακίνητο που κατέχω ο ίδιος, ή του οποίου ο ιδιοκτήτης επιθυμεί να με φιλοξενήσει. Δεν μπορώ, έτσι απλά, να πάω όπου θέλω.
Τώρα, αν όλα τα αγροτεμάχια σε όλο τον κόσμο ήταν ιδιόκτητα, η λύση στο λεγόμενο μεταναστευτικό πρόβλημα θα ήταν εμφανής. Στην πραγματικότητα, θα ήταν ίσως πιο ακριβές το να πούμε ότι δεν θα υπήρχε πρόβλημα μετανάστευσης εξαρχής. Όλοι όσοι μετακινούνται σ’ ένα νέο μέρος θα πρέπει να έχουν τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη αυτού του χώρου.
Όταν όμως το κράτος και η λεγόμενη δημόσια περιουσία του μπαίνουν στο πλάνο, τα πράγματα θολώνουν, και χρειάζεται επιπλέον προσπάθεια για να αποκαλυφθεί η σωστή ελευθεριακή θέση. Σήμερα θα ήθελα να επιχειρήσω να την αποκαλύψω.
Λίγο πριν από το θάνατό του, ο Murray Rothbard δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Nations by Consent: Decomposing the Nation State». (σ.σ. το λινκ περιέχει το άρθρο μεταφρασμένο στα ελληνικά) Είχε αρχίσει να ξανασκέφτεται την εικασία ότι ο ελευθερισμός μας υποχρεώνει να ανοίξουμε τα σύνορα.
Επισήμανε, για παράδειγμα, τον μεγάλο αριθμό Ρώσων που εγκαταστάθηκαν στην Εσθονία. Αυτό δεν έγινε για να μπορέσουν οι κάτοικοι της Βαλτικής να απολαύσουν τους καρπούς της διαφορετικότητας. Ποτέ δεν γίνεται γι’ αυτό. Έγινε σε μια προσπάθεια να καταστραφεί η υπάρχουσα κουλτούρα, και -στην πορεία- να γίνει ο λαός πιο πειθήνιος και λιγότερο πιθανό να προκαλέσει προβλήματα στη σοβιετική αυτοκρατορία.
Ο Murray αναρωτήθηκε: απαιτεί ο ελευθερισμός να υποστηρίξω κάτι τέτοιο, ή, πολύ περισσότερο, να το επικροτήσω; Ή μήπως τελικά υπάρχουν περισσότερες αθέατες πτυχές στο ζήτημα της μετανάστευσης;
Και εδώ ο Murray έθεσε το πρόβλημα ακριβώς όπως και εγώ: σε μια κοινωνία πλήρως ιδιωτικής ιδιοκτησίας, οι άνθρωποι θα έπρεπε να προσκαλούνται σε όποια ιδιοκτησία ταξίδευαν ή εγκαθίσταντο.
«Εάν κάθε κομμάτι γης σε μια χώρα ανήκε σε κάποιο άτομο, ομάδα ή εταιρεία, αυτό θα σήμαινε ότι κανένα άτομο δεν θα μπορούσε να εισέλθει, εκτός εάν είχε προσκληθεί να εισέλθει και δεν θα του επιτρεπόταν να νοικιάσει ή να αγοράσει ακίνητο. Μια εντελώς ιδιωτικοποιημένη χώρα θα ήταν τόσο κλειστή όσο επιθυμούν οι συγκεκριμένοι ιδιοκτήτες ακινήτων. Φαίνεται ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι το καθεστώς των ανοιχτών συνόρων που υπάρχει de facto στις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη ισοδυναμεί πραγματικά με υποχρεωτικό άνοιγμά τους από το κεντρικό κράτος, το κράτος που είναι υπεύθυνο για όλους τους δρόμους και τις δημόσιες περιοχές, και δεν αντικατοπτρίζει πραγματικά τις επιθυμίες των ιδιοκτητών.»
Στην παρούσα κατάσταση, από την άλλη πλευρά, οι μετανάστες έχουν πρόσβαση σε δημόσιους δρόμους, μέσα μαζικής μεταφοράς, δημόσια κτίρια κ.λπ. Συνδυάστε αυτό με τις άλλες περικοπές των δικαιωμάτων ιδιωτικής ιδιοκτησίας από το κράτος, και το αποτέλεσμα είναι τεχνητές δημογραφικές αλλαγές, που δεν θα συνέβαιναν σε μια ελεύθερη αγορά. Οι ιδιοκτήτες ακινήτων αναγκάζονται να συναναστρέφονται και να συναλλάσσονται με άτομα που σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσαν να αποφύγουν.
«Οι ιδιοκτήτες εμπορικών ακινήτων, όπως καταστήματα, ξενοδοχεία και εστιατόρια δεν είναι πλέον ελεύθεροι να αποκλείουν ή να περιορίζουν την πρόσβαση όπως κρίνουν οι ίδιοι», γράφει ο Hans. «Οι εργοδότες δεν μπορούν πλέον να προσλαμβάνουν ή να απολύουν όποιον επιθυμούν. Στην αγορά κατοικίας, οι ιδιοκτήτες δεν είναι πλέον ελεύθεροι να αποκλείουν τους ανεπιθύμητους ενοικιαστές. Επιπλέον, οι ιδιωτικές κοινότητες είναι υποχρεωμένες να δέχονται μέλη και ενέργειες, κατά παράβαση των δικών τους κανόνων και κανονισμών τους.»
Ο Hans συνεχίζει:
«Με το να αποδέχεται κάποιον στην επικράτειά του, το κράτος επιτρέπει επίσης σε αυτό το άτομο να προχωρήσει στους δημόσιους δρόμους και τα εδάφη μέχρι το κατώφλι κάθε κατοίκου της χώρας, να κάνει χρήση όλων των δημόσιων εγκαταστάσεων και υπηρεσιών (όπως νοσοκομεία και σχολεία) και να έχει πρόσβαση σε κάθε εμπορικό κατάστημα, στην απασχόληση και στην στέγαση, που προστατεύονται από πληθώρα νόμων περί μη διακρίσεων.»
Δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο να εκφράζονται ανησυχίες για τα δικαιώματα των ιδιοκτητών ακινήτων, αλλά είτε είναι δημοφιλής αυτή η αρχή είτε όχι, μια συναλλαγή μεταξύ δύο ατόμων δεν θα πρέπει να πραγματοποιείται, εκτός εάν το θέλουν και οι δύο. Αυτός είναι ο ίδιος ο πυρήνας της ελευθεριακής αρχής.
Για να κατανοήσουμε όλα αυτά και να καταλήξουμε στο κατάλληλο ελευθεριακό συμπέρασμα, πρέπει να δούμε πιο προσεκτικά τι πραγματικά είναι η δημόσια περιουσία και ποιος, αν υπάρχει, μπορεί να πει κανείς ότι είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης της. Ο Hans έχει αφιερώσει μερικές από τις εργασίες του σε αυτό ακριβώς το ζήτημα. Υπάρχουν δύο θέσεις που πρέπει να απορρίψουμε: ότι η δημόσια περιουσία ανήκει στο κράτος ή ότι η δημόσια περιουσία είναι άκτητη (χωρίς ιδιοκτήτη), επομένως, είναι όπως η γη στην φυσική κατάσταση, προτού θεσπιστούν ατομικοί τίτλοι ιδιοκτησίας σε συγκεκριμένα αγροτεμάχια.
Ασφαλώς δεν μπορούμε να πούμε ότι η δημόσια περιουσία ανήκει στο κράτος, αφού το κράτος δεν δικαιούται να κατέχει νόμιμα τίποτα. Το κράτος αποκτά την περιουσία του με τη βία, συνήθως μέσω της φορολογίας. Ένας ελευθεριακός δεν μπορεί να δεχτεί αυτού του είδους την απόκτηση περιουσίας ως ηθικά νόμιμη, δεδομένου ότι περιλαμβάνει την εκκίνηση βίας κατά αθώων ανθρώπων (την απόσπαση των χρημάτων τους μέσω φορολόγησης). Ως εκ τούτου, οι υποτιθέμενοι τίτλοι ιδιοκτησίας του κράτους είναι παράνομοι.
Ούτε μπορούμε να πούμε, όμως, ότι η δημόσια περιουσία είναι άκτητη. Η περιουσία που βρίσκεται στην κατοχή ενός κλέφτη δεν είναι άκτητη, ακόμη κι αν αυτή τη στιγμή δεν τυγχάνει να την κατέχει ο νόμιμος ιδιοκτήτης. Το ίδιο ισχύει και για τη λεγόμενη δημόσια περιουσία. Αγοράστηκε και αναπτύχθηκε με χρήματα που κατασχέθηκαν από τους φορολογούμενους. Εκείνοι είναι οι πραγματικοί ιδιοκτήτες.
(Αυτός, παρεμπιπτόντως, ήταν ο σωστός τρόπος προσέγγισης της απο-κοινωνικοποίησης στα πρώην κομμουνιστικά καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης. Όλες αυτές οι βιομηχανίες ήταν ιδιοκτησία των ανθρώπων που είχαν φορο-λεηλατηθεί για να τις χτίσουν, και αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να θα όφειλαν να είχαν λάβει μετοχές ανάλογα με τη συμβολή τους, στον βαθμό που αυτή θα μπορούσε να είχε καθοριστεί.)
Σε έναν αναρχοκαπιταλιστικό κόσμο, με όλη την περιουσία να είναι ιδιόκτητη, η «μετανάστευση» θα εξαρτιόταν από τον κάθε μεμονωμένο κάτοχο ιδιοκτησίας. Αυτή τη στιγμή, από την άλλη πλευρά, οι αποφάσεις για τη μετανάστευση λαμβάνονται από μια κεντρική αρχή, με τις επιθυμίες των ιδιοκτητών της ακίνητης περιουσίας να αγνοούνται πλήρως. Επομένως, ο σωστός τρόπος για να προχωρήσουμε είναι η αποκέντρωση της λήψης των αποφάσεων για τη μετανάστευση στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, ώστε να προσεγγίζουμε όλο και περισσότερο τη σωστή ελευθεριακή θέση, στην οποία οι μεμονωμένοι ιδιοκτήτες ακινήτων συναινούν στις διάφορες μετακινήσεις πληθυσμών.
Ο Ralph Raico, ο μεγάλος ελευθεριακός ιστορικός μας, έγραψε κάποτε:
«Η ελεύθερη μετανάστευση φαίνεται να ανήκει σε διαφορετική κατηγορία από άλλες αποφάσεις της πολιτικής, καθώς οι συνέπειές της αλλάζουν μόνιμα και ριζικά την ίδια τη σύνθεση του δημοκρατικού πολιτικού οργάνου που λαμβάνει αυτές τις αποφάσεις. Στην πραγματικότητα, η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων, όπου υπάρχει και στον βαθμό που υπάρχει, είναι προϊόν μιας εξαιρετικά περίπλοκης πολιτισμικής εξέλιξης. Αναρωτιέται κανείς, για παράδειγμα, τι θα γινόταν στην φιλελεύθερη κοινωνία της Ελβετίας υπό ένα καθεστώς «ανοιχτών συνόρων».
Η Ελβετία είναι πραγματικά ένα ενδιαφέρον παράδειγμα. Πριν εμπλακεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, η μεταναστευτική πολιτική της Ελβετίας προσέγγιζε το είδος του συστήματος που περιγράφουμε εδώ. Στην Ελβετία, οι τοπικές περιφέρειες αποφάσιζαν για τη μετανάστευση και οι μετανάστες, ή οι εργοδότες τους, έπρεπε να τις πληρώσουν για να δεχτούν έναν υποψήφιο μετανάστη. Με αυτόν τον τρόπο, οι κάτοικοι θα μπορούσαν να διασφαλίσουν καλύτερα ότι οι κοινότητές τους θα κατοικούνταν από ανθρώπους που θα πρόσθεταν αξία και δεν θα τους επιβάρυναν με τον λογαριασμό μιας λίστας «παροχών».
Προφανώς, σε ένα καθαρό σύστημα ανοιχτών συνόρων, τα δυτικά κράτη πρόνοιας απλώς θα κατακλύζονταν από ξένους που θ’ αναζητούσαν φορολογημένα χρήματα. Ως ελευθεριακοί, θα πρέπει φυσικά να επιδοκιμάσουμε την κατάρρευση του κράτους πρόνοιας. Αλλά το να περιμένει κανείς το πιθανό αποτέλεσμα μιας κατάρρευσης του κράτους πρόνοιας να είναι μια ξαφνική αφοσίωση στο laissez faire ισοδυναμεί με το να επιδίδεται σε αφελείς σκέψεις ιδιαίτερα παράλογου τύπου
Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ένας μετανάστης πρέπει να θεωρείται «προσκεκλημένος» από το γεγονός και μόνο ότι έχει προσληφθεί από έναν εργοδότη; Όχι, λέει ο Hans, γιατί ο εργοδότης δεν αναλαμβάνει ολόκληρο το κόστος που σχετίζεται με τον νέο του υπάλληλο. Ο εργοδότης εξωτερικεύει εν μέρει το κόστος αυτού του εργαζομένου στον φορολογούμενο πληθυσμό:
«Εξοπλισμένος με μια άδεια εργασίας, ο μετανάστης επιτρέπεται να κάνει δωρεάν χρήση κάθε δημόσιας εγκατάστασης: δρόμους, πάρκα, νοσοκομεία, σχολεία, και κανένας ιδιοκτήτης, επιχειρηματίας ή ιδιωτικός συνεργάτης δεν επιτρέπεται να κάνει διακρίσεις εναντίον του, όσον αφορά τη στέγαση, την εργασία, τη φιλοξενία, και την συναναστροφή. Δηλαδή, ο μετανάστης έρχεται προσκεκλημένος με ένα σημαντικό πακέτο παροχών που πληρώνεται όχι (ή μόνο εν μέρει) από τον εργοδότη του μετανάστη (που φέρεται να έχει απευθύνει την πρόσκληση), αλλά από άλλους εγχώριους ιδιοκτήτες ως φορολογούμενους, που δεν είχαν κανένα λόγο στην πρόσκληση.»
Αυτές οι μεταναστεύσεις, εν ολίγοις, δεν είναι αποτελέσματα της αγοράς. Δεν θα υπήρχαν σε μια ελεύθερη αγορά. Αυτό που βλέπουμε είναι παραδείγματα επιδοτούμενης μετακίνησης. Οι ελευθεριακοί που υπερασπίζονται αυτές τις μαζικές μεταναστεύσεις σαν να ήταν φαινόμενα της αγοράς, απλώς βοηθούν στην απαξίωση και την υπονόμευση της αληθινής ελεύθερης αγοράς.
Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο Hans, η θέση της «ελεύθερης μετανάστευσης» δεν είναι ανάλογη με το ελεύθερο εμπόριο, όπως εσφαλμένα ισχυρίστηκαν ορισμένοι ελευθεριακοί. Στην περίπτωση εμπορευμάτων από το ένα μέρος στο άλλο, υπάρχει πάντα και αναγκαστικά ένας πρόθυμος παραλήπτης. Δεν ισχύει το ίδιο για την «ελεύθερη μετανάστευση».
Βεβαίως, είναι της μόδας στις ΗΠΑ να χλευάζουμε τα επιφυλακτικά λόγια σχετικά με τη μαζική μετανάστευση. Επειδή, κάποιοι άνθρωποι έκαναν προβλέψεις για προηγούμενα κύματα μετανάστευσης, μας λένε, και όλοι ξέρουμε ότι αυτές δεν επαληθεύθηκαν. Λοιπόν, όλα αυτά τα κύματα ακολουθήθηκαν από γρήγορες και ουσιαστικές μειώσεις της μετανάστευσης, κατά τη διάρκεια των οποίων η κοινωνία προσαρμόστηκε σε αυτές τις μετακινήσεις πληθυσμών, πριν από το κράτος πρόνοιας. Δεν υπάρχει ουσιαστικά καμία προοπτική για τέτοιες μειώσεις σήμερα. Γιατί είναι τουλάχιστον πλάνη να ισχυρίζεται κανείς ότι, επειδή κάποιοι άνθρωποι προέβλεψαν εσφαλμένα ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα σε μια συγκεκριμένη στιγμή, επομένως αυτό το αποτέλεσμα είναι αδύνατο, και όποιος εκφράζει λόγια επιφύλαξης σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι ένας ανόητος που αξίζει την περιφρόνηση.
Το γεγονός είναι ότι η πολιτικά επιβεβλημένη πολυπολιτισμικότητα έχει εξαιρετικά κακή πορεία. Ο εικοστός αιώνας μας έχει προσφέρει την μία προβλέψιμη αποτυχία πίσω από την άλλη. Είτε πρόκειται για την Τσεχοσλοβακία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Σοβιετική Ένωση, είτε για το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές, είτε για τη Μαλαισία και τη Σιγκαπούρη, είτε για τα αμέτρητα μέρη με εθνοτικές και θρησκευτικές διαφορές που δεν έχουν ακόμη επιλυθεί μέχρι σήμερα, τα στοιχεία δείχνουν κάτι αρκετά διαφορετικό από την ιστορία μιας παγκόσμιας αδελφότητας, που είναι ένα τόσο βασικό στοιχείο της αριστερής λαογραφίας.
Χωρίς αμφιβολία, ορισμένοι από τους νεοαφιχθέντες θα είναι απολύτως αξιοπρεπείς άνθρωποι, παρά την έλλειψη ενδιαφέροντος της κυβέρνησης των ΗΠΑ να ενθαρρύνει τη μετανάστευση μεταξύ των ειδικευμένων και ικανών. Κάποιοι όμως δεν θα το κάνουν. Τα τρία μεγάλα κύματα εγκληματικότητας στην ιστορία των ΗΠΑ – που ξεκίνησαν το 1850, το 1900 και το 1960 – συνέπεσαν με περιόδους μαζικής μετανάστευσης.
Το έγκλημα δεν είναι ο μόνος λόγος που οι άνθρωποι μπορεί δικαίως να επιθυμούν να αντισταθούν στη μαζική μετανάστευση. Εάν τέσσερα εκατομμύρια Αμερικανοί εμφανίζονταν στη Σιγκαπούρη, ο πολιτισμός και η κοινωνία αυτής της χώρας θα άλλαζαν για πάντα. Και όχι, δεν είναι αλήθεια ότι ο ελευθερισμός θα απαιτούσε σε αυτή την περίπτωση από τον λαό της Σιγκαπούρης να σηκώσει τους ώμους του και να πει ότι «ήταν ωραίο να έχουμε την κοινωνία μας όσο κράτησε, όμως όλα τα καλά πράγματα πρέπει κάποτε να τελειώνουν». Κανείς στη Σιγκαπούρη δεν θα ήθελε αυτό το αποτέλεσμα, και, σε μια ελεύθερη κοινωνία, θα το απέτρεπε ενεργά.
Με άλλα λόγια, είναι ήδη αρκετά κακό που εξαναγκαζόμαστε να μας λεηλατεί, να μας κατασκοπεύει και να μας κακομεταχειρίζεται το κράτος. Θα έπρεπε άραγε να πληρώσουμε και για το «προνόμιο» του πολιτιστικού καταστροφισμού, ένα αποτέλεσμα που η συντριπτική πλειοψηφία των φορολογουμένων του κράτους δεν θέλουν και θα απέτρεπαν ενεργά αν ζούσαν σε μια ελεύθερη κοινωνία και τους επιτρεπόταν να το κάνουν;
Οι ίδιοι οι πολιτισμοί, με τους οποίους λέγεται ότι μας εμπλουτίζουν οι εισερχόμενοι μετανάστες, δεν θα μπορούσαν να είχαν αναπτυχθεί αν βομβαρδίζονταν συνεχώς με κύματα μετανάστευσης από λαούς ριζικά διαφορετικών πολιτισμών. Άρα το πολυπολιτισμικό επιχείρημα δεν έχει καν νόημα.
Είναι αδύνατο να πιστέψουμε ότι οι ΗΠΑ ή η Ευρώπη θα είναι πιο ελεύθερα μέρη ύστερα από αρκετές δεκαετίες αδιάκοπης μαζικής μετανάστευσης. Δεδομένων των μεταναστευτικών προτύπων που ενθαρρύνουν οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ, το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα θα είναι να γίνουν τόσο πολλοί οι εκλογικοί υποστηρικτές της συνεχούς ανάπτυξης του κράτους, ώστε να είναι πρακτικά ασταμάτητη. Οι ελευθεριακοί υπέρ των ανοιχτών συνόρων που θα δραστηριοποιούνται εκείνη την εποχή θα ξύνουν τα κεφάλια τους και θα ισχυρίζονται ότι δεν καταλαβαίνουν γιατί η προώθηση των ελεύθερων αγορών έχει τόσο μικρή επιτυχία. Όλοι οι υπόλοιποι θα ξέρουν την απάντηση.
Αν εκτιμάς την δουλειά που κάνω εδώ και τέσσερα χρόνια και θέλεις να μου δώσεις ώθηση να συνεχίσω, τώρα μπορείς να κάνεις μια δωρεά στην πλατφόρμα «Ko-fi», όσο μικρή ή μεγάλη κι αν είναι. Το σύστημα είναι ασφαλές και δεν απαιτείται καμία απολύτως δέσμευση και κανένα ελάχιστο ποσό (σε αντίθεση με την πλατφόρμα του Substack).