Η παρακμή των fiat νομισμάτων των ανεπτυγμένων κρατών
Ζούμε μια ιστορική νομισματική αλλαγή. Το πρώτο έθνος που θα υιοθετήσει μια υγιή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική θα κερδίσει. Τα υπόλοιπα θα χάσουν.
Ετικέτες: Κεντρικές τράπεζες
Άρθρο του κορυφαίου οικονομολόγου και διαχειριστή κεφαλαίων Daniel Lacalle, δημοσιευμένο στις 4/12/2025.
Οι κυβερνήσεις υποθέτουν ότι μπορούν να τυπώσουν όσο νόμισμα θέλουν και ότι αυτό θα γίνει αποδεκτό με τη βία. Ωστόσο, η ιστορία των πλασματικών (fiat) νομισμάτων (σ.σ. που δεν έχουν αντίκρισμα σε πολύτιμο μέταλλο) είναι πάντα η ίδια: πρώτα οι κυβερνήσεις υπερβαίνουν τα πιστωτικά τους όρια, στη συνέχεια αγνοούν όλα τα προειδοποιητικά σημάδια και τελικά βλέπουν την κατάρρευση του νομίσματος.
Σήμερα, βιώνουμε την παρακμή των fiat νομισμάτων των ανεπτυγμένων οικονομιών σε πραγματικό χρόνο. Το παγκόσμιο αποθεματικό σύστημα διαφοροποιείται αργά αλλά αποφασιστικά, απομακρυνόμενο από το αγκυροβόλιο του fiat νομίσματος προς ένα μικτό καθεστώς, όπου τον κυρίαρχο ρόλο παίζει ο χρυσός, όχι τα fiat νομίσματα.
Τα στοιχεία του ΔΝΤ δείχνουν ότι, ενώ το δολάριο ΗΠΑ εξακολουθεί να κυριαρχεί, το μερίδιό του στα προαναφερθέντα αποθεματικά έχει μειωθεί στις 55-60 μονάδες. Ο χρυσός έχει ξεπεράσει το δολάριο ΗΠΑ και το ευρώ ως το κύριο περιουσιακό στοιχείο στις κεντρικές τράπεζες για πρώτη φορά μετά από 40 χρόνια.
Υπάρχει λόγος για αυτή την ιστορική αλλαγή. Οι ανεπτυγμένες οικονομίες έχουν ξεπεράσει όλα τα όριά τους όσον αφορά το χρέος.
Το δημόσιο χρέος είναι η έκδοση νομίσματος και η αξιοπιστία των ανεπτυγμένων χωρών ως εκδοτών εξασθενεί γρήγορα. Ξεκίνησε όταν η ΕΚΤ, η Fed και οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου ανέφεραν μεγάλες ζημίες. Η βάση του ενεργητικού τους απέδιδε αρνητικές αποδόσεις, καθώς τα προβλήματα πληθωρισμού και φερεγγυότητας γίνονταν εμφανή. Οι οικονομολόγοι του κατεστημένου και οι κυβερνήσεις απέρριψαν αυτές τις ζημίες ως ασήμαντες, ωστόσο απέδειξαν τον ακραίο κίνδυνο που σχετίζεται με τις αγορές περιουσιακών στοιχείων που πραγματοποιήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια.
Ο πληθωρισμός είναι μια μορφή de facto σταδιακής αθέτησης των εκδοθέντων ομολόγων και οι παγκόσμιες κεντρικές τράπεζες αποφεύγουν το χρέος των ανεπτυγμένων χωρών επειδή βλέπουν την επιδείνωση των δημοσιονομικών και πληθωριστικών προοπτικών. Το δημόσιο χρέος δεν αποτελεί πλέον αποθεματικό περιουσιακό στοιχείο.
Το παγκόσμιο δημόσιο χρέος έχει φτάσει τα περίπου 102 τρισεκατομμύρια δολάρια, ένα νέο ιστορικό ρεκόρ, πολύ πάνω από τα επίπεδα πριν την πανδημία και κοντά στα υψηλά που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της πιο επιθετικής νομισματικής επέκτασης. Το δημόσιο χρέος έχει οδηγήσει σε αυτή την εκπληκτική άνοδο, με χώρες όπως η Γαλλία κι οι Ηνωμένες Πολιτείες να καταγράφουν τεράστια ετήσια ελλείμματα σε περιόδους εκτός κρίσης. Η στατιστική ανάλυση της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Biden στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η σαφέστερη απόδειξη μιας απερίσκεπτης δημοσιονομικής πολιτικής, με ελλείμματα ρεκόρ και αύξηση των δαπανών κατά περισσότερα από δύο τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ σε μια περίοδο ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης.
Πώς συνέβη αυτή η απώλεια εμπιστοσύνης; Τα νομισματικά κυρίαρχα έθνη δεν έχουν απεριόριστη δυνατότητα έκδοσης νομίσματος και χρέους. Έχουν σαφή όρια που, όταν ξεπεραστούν, δημιουργούν άμεση απώλεια της παγκόσμιας εμπιστοσύνης. Οι ανεπτυγμένες οικονομίες έχουν παραβιάσει τα τρία όρια, ειδικά από το 2021:
Το οικονομικό όριο ξεπερνιέται όταν το ολοένα και υψηλότερο χρέος οδηγεί σε μείωση της οριακής ανάπτυξης. Οι κρατικές δαπάνες έχουν διογκώσει το ΑΕΠ, αλλά η παραγωγικότητα έχει καθηλωθεί και οι καθαροί πραγματικοί μισθοί είναι στάσιμοι ή μειώνονται.
Το δημοσιονομικό όριο προκύπτει από τον παραγκωνισμό των παραγωγικών επενδύσεων από τις δαπάνες για τοκοχρεολύσια και τις δαπάνες για επιδοματική πολιτική. Παρά την οικονομική καταστολή, τα χαμηλά επιτόκια και τα νομισματικά κίνητρα, οι δαπάνες για τοκοχρεολύσια καταλαμβάνουν μεγαλύτερα τμήματα των προϋπολογισμών των ανεπτυγμένων χωρών, καθιστώντας την χρηματοδότηση των κυβερνητικών υποχρεώσεων πιο ακριβή, ακόμη και καθώς ο ετήσιος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή μετριάζεται.
Το πληθωριστικό όριο πλησιάζει καθώς η επαναλαμβανόμενη νομισματική χρηματοδότηση των κυβερνητικών δαπανών διαβρώνει την εμπιστοσύνη στην αγοραστική δύναμη του πλασματικού χρήματος και ο σωρευτικός πληθωρισμός ξεπερνά τους πραγματικούς μισθούς, δημιουργώντας μια κρίση προσιτότητας των αναγκαίων αγαθών.
Ο πρόσφατος συνδυασμός υψηλού ονομαστικού χρέους, αυξανόμενων δαπανών για τοκοχρεολύσια και διαρθρωτικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων στις μεγάλες προηγμένες οικονομίες αποδεικνύεται ότι ξεπερνά κάθε όριο.
Οι κεντρικές τράπεζες κατανοούν το fiat χρήμα και γνωρίζουν ότι το δημόσιο χρέος δεν είναι πλέον το ασφαλές περιουσιακό στοιχείο που παρέχει σταθερότητα και πραγματικές οικονομικές αποδόσεις. Έτσι, αντέδρασαν με ένα πρωτοφανές κύμα αγορών χρυσού. Οι καθαρές επίσημες αγορές ξεπέρασαν τους 1.100 τόνους το 2022 και παρέμειναν πάνω από τους 1.000 τόνους τόσο το 2023 όσο και το 2024, υπερδιπλάσιες από τον ετήσιο μέσο όρο μεταξύ 2010 και 2021. Το 2024, οι κεντρικές τράπεζες αγόρασαν επίσημα 1.045 τόνους χρυσού, σηματοδοτώντας την τρίτη συνεχόμενη χρονιά πάνω από το επίπεδο των 1.000 τόνων και επεκτείνοντας ένα 15ετές σερί καθαρών αυξήσεων σε απόθεμα χρυσού. Ωστόσο, οι ανεπίσημες αγορές εκτιμάται ότι θα είναι σημαντικά μεγαλύτερες. Οι έρευνες δείχνουν ότι περίπου το ένα τρίτο των παγκόσμιων κεντρικών τραπεζών σχεδιάζουν να αυξήσουν τα αποθέματά τους σε χρυσό τα επόμενα χρόνια και περισσότερα από τα τέσσερα πέμπτα αναμένουν ότι τα παγκόσμια επίσημα αποθέματα χρυσού θα συνεχίσουν να αυξάνονται λόγω των ανησυχιών για τον επίμονο πληθωρισμό, την χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τα ζητήματα φερεγγυότητας.
Η ζήτηση ρεκόρ για χρυσό αποτελεί μια άμεση απάντηση στην έλλειψη εμπιστοσύνης στη βιωσιμότητα των fiat στοιχείων παθητικού που εκδίδονται από τα υπερχρεωμένα κράτη. Ο χρυσός δεν έχει κίνδυνο αθέτησης υποσχέσεων και δεν ελέγχεται από την κεντρική τράπεζα, γεγονός που τον καθιστά κατάλληλη επένδυση όταν οι ίδιες οι κεντρικές τράπεζες αμφισβητούν τη μακροπρόθεσμη αξιοπιστία των νομισμάτων των μεγάλων κρατών.
Πολλοί διαχειριστές αποθεματικών πιστεύουν ότι ο τρόπος με τον οποίο οι κυβερνήσεις αυξάνουν σημαντικά την προσφορά του χρήματος κατά τη διάρκεια κρίσεων, σε συνδυασμό με τις αργές μόνο αποδόσεις στις κανονικές πολιτικές, σημαίνει ότι ο πληθωρισμός και ο χρηματοοικονομικός έλεγχος αποτελούν πλέον μόνιμα κομμάτια του συστήματος αντί για απλώς προσωρινές λύσεις. Έτσι, η αγορά αποθεμάτων χρυσού αποτελεί μια ασφαλιστική πολιτική έναντι της σταδιακής φορολόγησης των αποταμιευτών μέσω των αρνητικών πραγματικών αποδόσεων και του πληθωρισμού.
Ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν σημαίνει την επικείμενη κατάρρευση του αμερικανικού δολαρίου ούτε μια διαδικασία αποδολαριοποίησης, αλλά μια αναμφισβήτητη απώλεια εμπιστοσύνης συνολικά στα fiat νομίσματα, από το ευρώ και τη λίρα μέχρι το γιεν και το δολάριο ΗΠΑ. Πράγματι, το αμερικανικό δολάριο παραμένει το κυρίαρχο fiat νόμισμα, αντιπροσωπεύοντας το 89% των παγκόσμιων συναλλαγών και κατέχοντας το 57% των παγκόσμιων αποθεματικών. Αλλά ηγείται μιας φθίνουσας αυτοκρατορίας ψεύτικου χρήματος.
Οι επενδυτές και οι κεντρικές τράπεζες στρέφονται σε μια υβριδική διευθέτηση αποθεματικών, στην οποία τα fiat νομίσματα συνυπάρχουν με μια δομικά υψηλότερη κατανομή σε χρυσό, αλλά και με μια αυξανόμενη χρήση αποκεντρωμένων κρυπτονομισμάτων.
Ορισμένες κεντρικές τράπεζες βρίσκονται σε πανικό. Η ΕΚΤ στοχεύει να επιβάλει την χρήση του ευρώ εφαρμόζοντας ένα ψηφιακό νόμισμα κεντρικής τράπεζας (CBDC), αλλά αυτή η εσφαλμένη προσέγγιση αντανακλά τόσο την απελπισία της όσο και την επιθυμία της για έλεγχο.
Καμία κυβέρνηση στις προηγμένες οικονομίες δεν θέλει να μειώσει τις δαπάνες, εκτός ίσως από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, η οποία το κάνει μετριοπαθώς, παρά τα στοιχεία που δείχνουν μια απώλεια εμπιστοσύνης στη φερεγγυότητά της. Με τις οικονομίες να αντιμετωπίζουν ποσοστά δημόσιου χρέους άνω του 100% του ΑΕΠ, επίμονα πρωτογενή ελλείμματα και πολιτικές αντιστάσεις σε σοβαρές περικοπές δαπανών, οι εκδότες των fiat νομισμάτων είναι πιθανό να παραμείνουν παγιδευμένοι πέρα από τα οικονομικά, δημοσιονομικά και πληθωριστικά όρια.
Ζούμε μια ιστορική νομισματική αλλαγή που θα έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο έχουν σταματήσει να πιστεύουν σε χάρτινες υποσχέσεις και απαιτούν πραγματικό χρήμα. Το πρώτο έθνος που θα υιοθετήσει υγιές χρήμα και υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές θα κερδίσει. Τα υπόλοιπα θα χάσουν.
[Πηγή άρθρου: The Decline of Developed Nations’ Fiat Money]
Daniel Lacalle (Μαδρίτη, 1967). Διδάκτωρ οικονομολόγος και διαχειριστής κεφαλαίων. Συγγραφέας των μπεστ σέλερ «Life In The Financial Markets» και «The Energy World Is Flat» καθώς και του «Escape From the Central Bank Trap». Daniel Lacalle (Μαδρίτη, 1967). Τακτικός συνεργάτης των CNBC, Bloomberg, CNN, Hedgeye, Epoch Times, Mises Institute, BBN Times, Wall Street Journal, El Español, A3 Media και 13TV. Κατέχει το CIIA (Certified International Investment Analyst) και μεταπτυχιακό στην οικονομική έρευνα και στο IESE.







