Γιατί το κράτος δεν θα ανεχτεί ποτέ έναν ανεξάρτητο Χριστιανισμό
Άρθρο του Zachary Yost, που δημοσιεύτηκε στις 11/3/2021 από το Mises Institute
Ο κοινωνιολόγος Frank Tannenbaum υποστηρίζει ότι «η κοινωνία κυριαρχείται από μια σειρά προαιώνιων, ακατάλυτων θεσμών, που στην ουσία σκιαγραφούν τον άνθρωπο και καθορίζουν τον βασικό του ρόλο». Αυτοί οι θεσμοί είναι το κράτος, η εκκλησία, η οικογένεια, και η αγορά. Οι θεσμοί αυτοί ανταγωνίζονται ατέρμονα μεταξύ τους
Στις 25 Φεβρουαρίου, η βουλή των αντιπροσώπων στις ΗΠΑ ψήφισε τον «Νόμο περί Ισότητας», ένα νομοσχέδιο που χαιρετίζεται σαν «ένα βήμα προόδου για τα πολιτικά δικαιώματα στις Ηνωμένες Πολιτείες». Εάν επικυρωθεί, το νομοσχέδιο θα προσθέσει τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα του φύλου στις κρατικά προστατευόμενες τάξεις (classes) στις οποίες απαγορεύεται να ασκούνται διακρίσεις, και θα επεκταθεί οπουδήποτε εφαρμόζονται τέτοιοι προστατευτικοί νόμοι. […] Aυτό έχει δημιουργήσει τεράστια ανησυχία ότι, τόσο οι ιδιωτικές επιχειρήσεις όσο και οι θρησκευτικοί θεσμοί θα αναγκαστούν να ακολουθήσουν την τρέχουσα πολιτισμική γραμμή σε σχέση με τη σεξουαλική και την έμφυλη ιδεολογία, αλλιώς θα αντιμετωπίσουν μηνύσεις στη βάση διακρίσεων, και με αυτόν τον τρόπο θα οδηγηθούν στo περιθώριο.
Οργανισμοί όπως το Heritage Foundation και το Christianity Today έχουν αντιταχθεί στο νομοσχέδιο στη βάση των επιπτώσεών του στα θρησκευτικά ιδρύματα, τα ιδιωτικά σχολεία, τα νομικά δικαιώματα των γονέων, και τον γυναικείο αθλητισμό. Αν και μια συζήτηση για αυτές τις επιπτώσεις είναι σημαντική, η διαβούλευση παρέβλεψε σε μεγάλο βαθμό το ευρύτερο πλαίσιο από το οποίο προέρχεται αυτή η νομοθεσία, αλλά και πολλές άλλες προτάσεις όπως αυτή.
Κοινωνιολογική ανάλυση της θρησκείας από τους F. Tannenbaum, R. Nisbet και Ε. Voegelin
Στο σημαντικό δοκίμιό του «Η ισορροπία της ισχύος στην κοινωνία» ο κοινωνιολόγος Frank Tannenbaum υποστηρίζει ότι «η κοινωνία κυριαρχείται από μια σειρά προαιώνιων, ακατάλυτων θεσμών, που στην ουσία περιγράφουν τον άνθρωπο και καθορίζουν τον βασικό του ρόλο». Αυτοί οι θεσμοί είναι το κράτος, η εκκλησία, η οικογένεια, και η αγορά. Οι θεσμοί αυτοί ανταγωνίζονται αιώνια μεταξύ τους για να αποκτήσουν την πρωτοκαθεδρία και να γίνουν αυτό που ο κοινωνιολόγος Robert Nisbet θα αποκαλούσε το κύριο σύνολο αναφοράς για τα μέλη τους, που σημαίνει: ο πρωταρχικός τρόπος με τον οποίο κατανοούν τον εαυτό τους και διαμορφώνουν τις πεποιθήσεις και τις πράξεις τους. Σε διάφορες εποχές μπορούμε να δούμε ότι ένα σύνολο αναφοράς έρχεται να κυριαρχήσει επί των υπολοίπων, όπως όταν το «οικογενειακό» πρότυπο κυριαρχούσε στην κοινωνική ζωή σε κοινωνίες που βασίζονταν σε φυλές, ή όταν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επέδειξε τεράστια ισχύ επί των πολιτικών υποθέσεων της Ευρώπης. Επί του παρόντος, ζούμε σε μια εποχή όπου το κράτος έχει καταφέρει να κυριαρχεί στην κοινωνική ζωή σε βαθμό που δεν έχει υπάρξει ποτέ στην ανθρώπινη Ιστορία.
Είναι χρήσιμο να αναλύσουμε τον Νόμο περί Ισότητας από αυτήν την οπτική γωνία, για να κατανοήσουμε πραγματικά τις πλήρεις επιπτώσεις του. Η κρατική εχθρότητα απέναντι στη θρησκεία και στους θρησκευτικούς θεσμούς μέσω των οποίων ασκείται η θρησκεία δεν καθοδηγείται αποκλειστικά -ή σε ορισμένες περιπτώσεις ούτε καν πρωτίστως- από το σημερινό κοσμικό πνεύμα της εποχής. Αντίθετα, η θρησκεία και οι θρησκευτικοί θεσμοί αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο εμπόδιο στην άσκηση του κρατικού ελέγχου και στην συγκέντρωση της κοινωνικής ισχύος. Στο Δυτικό πλαίσιο, ο παραδοσιακός χριστιανισμός ιδιαίτερα, αποτελεί απειλή για αυτήν την ατζέντα, λόγω της συμμετοχής των πιστών του σε ένα βασίλειο που «δεν είναι αυτού του κόσμου». Είναι δύσκολο για το επίγειο κράτος να το ανταγωνιστεί ώστε να γίνει το πρωταρχικό σημείο αναφοράς για ανθρώπους που, λόγω της θρησκείας τους, είναι μέλη μιας υπερβατικής τάξης.
Ωστόσο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το κράτος σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην υπονόμευση και την υφαρπαγή της δύναμης των θρησκευτικών θεσμών με δύο διαφορετικούς τρόπους. Ο πρώτος είναι με την απαλλοτρίωση αυτών των καθημερινών τομέων κοινωνικής ευθύνης και λειτουργίας που παραδοσιακά ήταν το πεδίο της εκκλησίας, όπως η φιλανθρωπία και η εκπαίδευση. Αν και οι εκκλησίες εξακολουθούν να εμπλέκονται σε τέτοια θέματα, το κράτος τις έχει αντικαταστήσει ως ο κύριος κοινωνικός θεσμός που τα παρέχει.
Όπως υποστηρίζει ο Nisbet στο βιβλίο του The Quest for Community, μια κοινωνική ομάδα δεν μπορεί να επιβιώσει για μεγάλο χρονικό διάστημα εάν χαθεί ο κύριος λειτουργικός της σκοπός, και -αν δεν προσαρμοστούν οι νέες θεσμικές λειτουργίες- η «ψυχολογική επιρροή της ομάδας θα γίνει ελάχιστη». Χωρίς αμφιβολία, το κράτος κατάφερε να συγκεντρώσει τόση δύναμη λόγω της επιτυχίας του να κλέψει τις ιστορικές λειτουργίες της εκκλησίας και της οικογένειας.
Παρατήρησα πιο πάνω ότι στο Δυτικό πλαίσιο η έμφαση του παραδοσιακού Χριστιανισμού στις υπερβατικές ανησυχίες έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για το κράτος όταν αυτό επιδιώκει να γίνει η κύρια ομάδα αναφοράς των πολιτών. Ωστόσο, το κράτος προσπάθησε επίσης να επιβληθεί και σε αυτά τα υπερβατικά εδάφη. Νωρίτερα ταξινόμησα το κράτος και την εκκλησία ως δύο διαφορετικούς θεσμούς με ξεχωριστές λειτουργίες. Ενώ αυτό είναι συχνά αλήθεια, ειδικά στη Δύση λόγω της διαμόρφωσης από τον Αυγουστίνο της Πολιτείας του Θεού και της Επίγειας Πολιτείας, σε διάφορες εποχές στην ιστορία οι λειτουργίες αυτές ενοποιήθηκαν.
Στο έργο του Οι Πολιτικές Θρησκείες, ο πολιτικός θεωρητικός Eric Voegelin διερεύνησε αυτήν την ιδέα και ανίχνευσε την πιο προηγμένη εκδήλωσή της πίσω στην εποχή του Αμενοτέπ του 5ου / Ακενατόν, ενός φαραώ του 14ου αιώνα π.Χ. ο οποίος αντέστρεψε πρόσκαιρα τον Αιγυπτιακό πολιτισμό καταργώντας τους παλιούς θεούς και εισάγοντας την μονοθεϊστική λατρεία του θεού-ήλιου Ατον. Καταργώντας τους παλαιούς θεούς (οι αναφορές σε παραδοσιακές θεότητες εξαλείφθηκαν και ο Αμενοτέπ άλλαξε το όνομά του έτσι ώστε να μην αναφέρεται πλέον στον παλιό θεό Άμωνα), ο νεοβαφτισμένος πια ως Ακενατόν κατάργησε επίσης το παλιό ιερατείο. Αυτό που ήταν νέο και καινοτόμο για τον θεό Ατον ήταν ότι δεν ήταν απλώς ένας θεός της Αιγύπτου, αλλά στην πραγματικότητα ο θεός της οικουμένης, ο οποίος μιλά και ενεργεί μέσω του γιου του, του Φαραώ. Με την εξάλειψη των παλαιών θεών όπως ο Όσιρις, ο Voegelin υποστήριξε ότι ο Ακενατόν κατάργησε εκείνες τις πτυχές της αιγυπτιακής θρησκείας που ήταν υψίστης σημασίας για τα άτομα, όπως η ώρα της κρίσης και η μεταθανάτια ζωή, και τις αντικατέστησε αποκλειστικά με μια κολεκτιβιστική πολιτική θρησκεία αυτοκρατορικού τύπου. Αυτή η αδυναμία εκπλήρωσης των πνευματικών αναγκών του λαού, σε συνδυασμό με την αντίδραση της κατηργημένης ιερατικής κάστας, οδήγησε σε αντιδράσεις και στην αποκατάσταση της παλιάς τάξης μετά το θάνατο του Ακενατόν, όταν ήταν πλέον η σειρά του να εξαλειφθεί από την Ιστορία.
Ο Voegelin ανιχνεύει αυτήν την έννοια της πολιτικής θρησκείας διαμέσου των αιώνων και υποστηρίζει ότι ο Χριστιανισμός, μέσω του έργου του Αυγουστίνου, ανέτρεψε το «σύμπαν του θεϊκού κράτους», υποτάσσοντας την πολιτική-προσωρινή σφαίρα στην πνευματική-αιώνια. Για εκατοντάδες χρόνια αυτή η αντίληψη κυριάρχησε στη μεσαιωνική Ευρώπη, αλλά με την έλευση του Διαφωτισμού άρχισε να διαλύεται χάρη σε μια σειρά φιλοσόφων, ιδίως τον Thomas Hobbes με τη σύλληψή του για το κράτος Λεβιάθαν. Ωστόσο, ο Voegelin σημειώνει ότι με την πάροδο του χρόνου, καθώς ο κόσμος έχει εκκοσμικευτεί, οι πολιτικές θρησκείες έχουν αποκηρύξει τους ισχυρισμούς ότι αποτελούν τους αγωγούς για τη δράση του Θεού στη γη, και αντίθετα έχουν καταλήξει να ενσαρκώνουν δυνάμεις όπως η «η αποκατάσταση της ιστορικής τάξης» ή «το δίκαιο του αίματος». Η μεταφυσική και η θρησκεία έχουν απαγορευτεί υπέρ μιας «επιστημονικής» φιλολογίας που είναι «ενδοκοσμική» και επομένως περίκλειστη ως προς αυτό που ο Voegelin θα αποκαλούσε το πεδίο της ύπαρξης μέσα στο οποίο οι άνθρωποι βιώνουν μια υπερβατική πραγματικότητα.
Η στρέβλωση του Χριστιανισμού από το κράτος των ΗΠΑ
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πολιτική μας θρησκεία παίρνει τη μορφή του προοδευτισμού, που και ο ίδιος είναι προϊόν Προτεσταντών κληρικών που εγκατέλειψαν τον παραδοσιακό χριστιανισμό τον 19ο αιώνα υπέρ μιας ενυπάρχουσας ιδεολογίας, κατά την οποία οι ΗΠΑ θα χρησιμεύσουν ως το μέσο για την οικοδόμηση του βασιλείου του Θεού στη γη. Στο δοκίμιο του «Η Προοδευτική Εποχή και η Οικογένεια», ο Murray Rothbard χρεώνει σε αυτό το κίνημα την άνοδο αυτού που ονομάζει «ευαγγελική ευσέβεια» και τον τρόπο με τον οποίο άλλαξε το παραδοσιακό δόγμα, ώστε να απαιτεί από τον άνθρωπο να εργαστεί για τη σωτηρία του εργαζόμενος για την σωτηρία του υπόλοιπου κόσμου, αναμορφώνοντάς τον
Το τραγούδι «Battle Hymn of the Republic» ήταν ένα προϊόν αυτού του τρόπου σκέψης και, σύμφωνα με τα λόγια ενός μελετητή του Voegelin, ο δημιουργός του «μετατρέπει τη λυτρωτική αποστολή του Χριστού - που δεν είναι αυτού του κόσμου - στον άμεσο κοινωνικό ακτιβισμό του κινήματος κατά της δουλείας». Αντί να περιμένει τον Χριστό να επιστρέψει, οπότε και θα δημιουργήσει έναν νέο Ουρανό και μια νέα Γη, το προοδευτικό δόγμα έκρινε ότι είναι καθήκον κάθε αληθινού Χριστιανού να σώσει τον καταρρέοντα κόσμο και να χτίσει το βασίλειο του Θεού στη γη στο εδώ και στο τώρα. Ο αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος έγινε αντιληπτός ως ένα τέτοιο λυτρωτικό επεισόδιο (που ολοκληρώθηκε με έναν ιερομάρτυρα, με τη μορφή του Προέδρου Abe Lincoln), όπως επίσης και ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Στο βιβλίο του Ο πόλεμος για τη δικαιοσύνη, ο ιστορικός Richard M. Gamble τεκμηριώνει τον τρόπο με τον οποίο οι Προοδευτικοί Προτεστάντες κληρικοί τέθηκαν στην εμπροσθοφυλακή για να εμπλέξουν τις ΗΠΑ στον πόλεμο, ελπίζοντας ότι αυτός θα έφερνε τη σωτηρία του κόσμου. Όπως ο Lincoln, έτσι και ο Woodrow Wislon θεωρήθηκε ως ο τραγικός ιερομάρτυρας ενός τέτοιου σκοπού, και αντιμετωπίστηκε με σαφή θρησκευτικό σεβασμό.
Ενώ η αμερικανική πολιτική θρησκεία ξεκίνησε επιχειρώντας να οικοδομήσει το βασίλειο του Θεού στη γη, κατέληξε, κατά την έννοια του Voegelin, ως μια «ενδο-κοσμική» θρησκεία που δεν προσπαθεί καν να διατηρήσει μια σύνδεση με το υπερβατικό επίπεδο, και αντ' αυτού νομιμοποιείται ως ο αγωγός μέσω του οποίου ρέει η αληθινή και ασταμάτητη έλευση της «προόδου». Η δημοκρατία και η ισότητα, όχι η επιστροφή του Χριστού, είναι το νέο τέλος της ιστορίας .
Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι το κράτος επιδιώκει όχι μόνο να αντικαταστήσει τους θρησκευτικούς θεσμούς σφετεριζόμενο τις καθημερινές τους λειτουργίες, αλλά σφετεριζόμενο επίσης και τις πνευματικές τους λειτουργίες. Όπως και οι ιερείς της εποχής του Ακενατόν, οι αμερικανικοί θρησκευτικοί θεσμοί, ειδικά οι παραδοσιακά χριστιανικοί, είναι ταυτόχρονα ανταγωνιστικοί πόλοι κοινωνικής ισχύος, αλλά και η έκφραση μιας αντίπαλης θρησκείας που πρέπει να υποταχθεί εάν ο «Θεός-Κράτος», σύμφωνα με τα λόγια του J.R.R. Tolkien, θέλει να επικρατήσει.
Σε αυτό το πλαίσιο, με νομοθετικές προτάσεις όπως ο Νόμος περί Ισότητας, το κράτος όχι μόνο επιδιώκει να διαβρώσει περαιτέρω την κοινωνική ισχύ των θρησκευτικών θεσμών καθιστώντας τη θρησκευτική εκπαίδευση ή την υιοθεσία πιο δύσκολες, αλλά προωθεί ταυτόχρονα μια αντίπαλη θρησκευτική διδασκαλία, επιβάλλοντας την προοδευτική σεξουαλική και έμφυλη ιδεολογία στην κοινωνία.
Είναι πιθανό ότι ο Νόμος περί Ισότητας δεν θα καταφέρει να περάσει από τη Γερουσία στην παρούσα μορφή του, αλλά η πραγματικότητα του ζητήματος είναι ότι, όσο η προοδευτική πολιτική θρησκεία παραμένει ένα ισχυρό ρεύμα στην αμερικανική ζωή, τα ανεξάρτητα αποθετήρια κοινωνικής δυναμικής, όπως η οικογένεια και η εκκλησία, θα βρίσκονται υπό συνεχή διωγμό. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι μια μέρα ο προοδευτισμός θα συναντήσει την ίδια μοίρα που συνάντησε ο θεός Άτον μετά το θάνατο του Ακενατόν, αλλά μέχρι τότε, όσοι δεν υπακούμε στη λατρεία του «Θεού-Κράτους» μπορούμε μόνο να αντιστεκόμαστε στις επιθέσεις του κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούμε.
Ο Zachary Yost είναι ανεξάρτητος αρθρογράφος και απόφοιτος του Mises University.