Πρόνοια χωρίς κράτος: Ο αναρχοκαπιταλισμός στην πράξη
Πολύ λιγότερη φτώχεια κι ανεργία, αυξημένη τάση για παροχή φιλανθρωπικού έργου -και μάλιστα πολύ πιο στοχευμένου κι αποτελεσματικού- είναι μερικά μόνο από τα θετικά της απεξάρτησης από το κράτος.
Ετικέτες: Αναρχοκαπιταλισμός, Κράτος, Φιλελευθερισμός
Άρθρο του Rowan Parchi, δημοσιευμένο στις 06/11/2024 από το Mises Institute.
Ένας λόγος που αναφέρεται συχνά υπέρ της ανάγκης ύπαρξης του κράτους είναι πως αποτελεί το μοναδικό μέσο, μέσω του οποίου οι φτωχοί μπορούν να έχουν επαρκή πρόνοια για να τους ανακουφίσει από την σκληρή πραγματικότητα που μπορεί να συνοδεύει τις περιστάσεις της ζωής τους. Ωστόσο, παρά τις υποσχέσεις που δίνονται εδώ και πολλές δεκαετίες και τα τεράστια ποσά που δαπανήθηκαν για κρατικά προγράμματα πρόνοιας, δεν είναι ξεκάθαρο ότι οι ανάγκες των φτωχών έχουν ικανοποιηθεί επαρκώς, ειδικά δεδομένης της συνεχούς κατακραυγής για ακόμα περισσότερους πόρους και καλύτερα προγράμματα. Εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι ελλείψει κράτους, οι καθαρά εθελούσιες, ή φιλελεύθερες, επιλογές πρόνοιας είναι εξίσου καλές -αν όχι καλύτερες- στην αντιμετώπιση του προβλήματος της φτώχειας, τότε μπορεί να απορριφθεί αυτός ο βασικός λόγος για να προϋποθέτουν οι άνθρωποι την αναγκαιότητα του κράτους.
Γνωρίζουμε ήδη ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού υποστηρίζει γενικά την πρόνοια. Στις σημερινές μας κοινωνίες που κυριαρχούνται από το κράτος, ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων το δείχνουν αυτό, όταν υπερψηφίζουν πολιτικές που αναδιανέμουν τον πλούτο από κάποιους σε κάποιους άλλους, μέσω της κρατικής επιθετικότητας. Επίσης, παρά την ύπαρξη μιας τέτοιας κρατικής αναδιανομής, οι άνθρωποι δείχνουν ακόμη πιο πειστικά την πίστη τους στην ανάγκη για πρόνοια όταν δωρίζουν εθελοντικά τον δικό τους πλούτο στους φτωχούς μέσω της ιδιωτικής φιλανθρωπίας.
Χρησιμοποιώντας ως σημείο εκκίνησης τις σημερινές μας κοινωνίες, που κυριαρχούνται από το κράτος, ας δούμε τι θα μπορούσαμε να περιμένουμε εάν το κράτος και οι πολιτικές αναδιανομής του απομακρυνθούν από το προσκήνιο και αφεθούν ως μέσα για τη νόμιμη δημιουργία και μεταφορά πλούτου μόνο η προσωπική ελευθερία, οι εθελούσιες σχέσεις και συναλλαγές, και η ιδιωτική φιλανθρωπία .
Πρώτον, με το τέλος κάθε φορολογίας και άλλων μορφών δήμευσης του πλούτου από το κράτος, οι άνθρωποι θα είχαν περισσότερους πόρους στη διάθεσή τους. Θα ήταν τότε δυνατό να αυξηθούν οι συνολικές δαπάνες για φιλανθρωπία χωρίς να αφαιρεθεί η ικανότητα των ανθρώπων να συνεχίσουν τις υπόλοιπες συνήθειες των δαπανών τους όπως πριν.
Μόλις αφαιρεθούν οι ρητοί ή υπόρρητοι ισχυρισμοί του κράτους ότι αποτελεί τον απόλυτο προστάτη για τους φτωχούς, οι άνθρωποι πιθανότατα θα έχουν περισσότερα κίνητρα να προσφέρουν σε φιλανθρωπίες, καθώς οι ιδιωτικές φιλανθρωπικές συνεισφορές θα θεωρούνταν κρίσιμες για όσους έχουν ανάγκη να λάβουν οτιδήποτε. Μια υψηλότερη τάση για φιλανθρωπία σε συνδυασμό με ένα υψηλότερο διαθέσιμο εισόδημα, λόγω της απουσίας φορολογίας όπως επισημάνθηκε παραπάνω, υποστηρίζει το συμπέρασμα ότι η ποσότητα της εθελοντικής φιλανθρωπίας θα είναι πολύ μεγαλύτερη, καθώς η κοινωνία απομακρύνεται από το κράτος οδεύοντας προς μια φιλελεύθερη εναλλακτική.
Όπως συμβαίνει με οτιδήποτε επιδοτείται από το κράτος, η φιλανθρωπία αναμένουμε ότι θα ήταν περισσότερη από ό,τι θα συνέβαινε σε διαφορετική περίπτωση. Επομένως, χωρίς τις κρατικές επιδοτήσεις για τους φτωχούς θα πρέπει να περιμένουμε να βρούμε εξ αρχής λιγότερους ανθρώπους να εξαρτώνται από την πρόνοια. Σε αντίθεση με τις πολιτικές αναδιανομής ενός κράτους, η ιδιωτική φιλανθρωπία δεν αποτελεί εγγύηση ή δικαίωμα και, στο βαθμό που υπάρχει, συχνά συνοδεύεται από όρους που μπορεί να μην αρέσουν στους επίδοξους αποδέκτες, όπως η επίδειξη μιας αλλαγής στην συμπεριφορά. Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το επίπεδο της ζήτησης για πρόνοια πιθανότατα θα είναι μικρότερο από αυτό που θα συνέβαινε εάν οι πολιτικές πρόνοιας του κράτους είχαν διατηρηθεί.

Με τις διάφορες οικονομικές παρεμβάσεις του κράτους να αναδιπλώνονται, οι ανταλλαγές και το σύστημα τιμών της ελεύθερης αγοράς θα μπορούσαν να κυριαρχήσουν. Όπως έχουν επισημάνει ο Ludwig von Mises και πολλοί άλλοι οικονομολόγοι στην παράδοση της Αυστριακής Σχολής, η κρατική παρέμβαση είτε καταργεί είτε αλλοιώνει την τιμολόγηση της ελεύθερης αγοράς, οδηγώντας σε νησίδες οικονομικού χάους και σε πόρους που σπαταλούνται ακούσια. Με απαρεμπόδιστες τιμές στην ελεύθερη αγορά, μπορεί να πραγματοποιηθεί ο οικονομικός υπολογισμός, επιτρέποντας τη συνεχή βελτιστοποίηση της παραγωγής σε ολόκληρη την οικονομία, ώστε να επιτυγχάνονται μεγαλύτερες ποσότητες παραγωγής. Αυτό ισοδυναμεί με την δημιουργία περισσότερου πλούτου σε ολόκληρη την κοινωνία σε σχέση με αυτό που θα συνέβαινε αν το κράτος συνέχιζε τις παρεμβάσεις του. Με περισσότερο πλούτο υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες για τους φτωχότερους να είναι λιγότερο φτωχοί και να μην χρειάζονται τόση πρόνοια, και υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες για εκείνους που δεν είναι φτωχοί να έχουν μεγαλύτερους πόρους ώστε να δώσουν στους φτωχούς.
Μόλις απομακρυνθούν οι κρατικές παρεμβάσεις, το ίδιο θα συμβεί και με τις διάφορες ακαμψίες που επιβάλλει το κράτος στην αγορά εργασίας, όπως οι κατώτατοι μισθοί, οι υποχρεωτικοί όροι και προϋποθέσεις, οι νόμοι περί άδικων απολύσεων, οι νόμοι κατά των διακρίσεων, και τα συνδικάτα που υποστηρίζονται από την κρατική νομοθεσία. Χωρίς τέτοιες καταπατήσεις στην ελεύθερη διαπραγμάτευση της εργασίας των ανθρώπων, θα υπήρχε λόγος να προσδοκούμε ότι η αγορά εργασίας θα εκκαθαριζόταν με τον ίδιο τρόπο που εκκαθαρίζεται κάθε άλλη αγορά: με την προσαρμογή των τιμών (μισθοί) έως ότου δεν υπάρχει αχρησιμοποίητη ικανότητα ή ακούσια ανεργία μεταξύ των ανθρώπων που μπορούν να προσφέρουν εργασία που να είναι οικονομικά πολύτιμη για τους άλλους. Η απουσία της ανεργίας (η οποία προκαλείται από τις ακαμψίες της αγοράς εργασίας που επιβάλλει το κράτος) θα είχε ως αποτέλεσμα λιγότερη ζήτηση για πρόνοια. Επίσης, με την παραγωγή από τους αριθμητικά περισσότερους, πλέον, απασχολουμένους να είναι μεγαλύτερη από ό,τι θα ήταν σε διαφορετική περίπτωση, ο πλούτος της κοινωνίας θα αυξηθεί, με ένα μέρος αυτής της αύξησης να κατευθύνεται ειδικά σε εκείνο το τμήμα του πληθυσμού που διαφορετικά θα ήταν άνεργο και θα διεκδικούσε πρόνοια.
Καθώς εξαλείφεται η συνεχής απειλή της δήμευσης του πλούτου από το κράτος (ιδίως μέσω της φορολογίας), θα μειωθεί το κόστος ευκαιρίας του να αναβάλλεται η κατανάλωση για σκοπούς αποταμίευσης. Ένα υψηλότερο κίνητρο για αποταμίευση πιθανότατα θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη συγκέντρωση κεφαλαίων, που θα διατεθούν για επενδύσεις, οδηγώντας τη συσσώρευση κεφαλαιουχικών αγαθών και διευρύνοντας περαιτέρω την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας, επιτρέποντας μια μεγαλύτερη παραγωγή πλούτου. Επίσης, με υψηλότερο ποσοστό αποταμίευσης, οι άνθρωποι θα συσσωρεύουν περισσότερο πλούτο, τόσο κατά την διάρκεια της ζωής τους όσο και μεταξύ των γενεών, αφήνοντάς τους σε καλύτερη θέση για να φροντίσουν τον εαυτό τους όταν αντιμετωπίζουν δύσκολες στιγμές και δίνοντάς τους τη δυνατότητα να υποστηρίζουν άλλα άτομα στην οικογένεια και στην κοινότητά τους, που χρειάζονται βοήθεια. Αυτό θα μειώσει περαιτέρω τον αριθμό των ανθρώπων που χρειάζονται πρόνοια, σε σχέση με αυτό που θα συνέβαινε αν συνεχιζόταν η κατάσχεση του πλούτου από το κράτος.
Υπό ένα καθεστώς κρατικής εξουσίας υπάρχει συνήθως μια κατηγορία ανθρώπων που καταλήγουν ως αποδέκτες της κοινωνικής πρόνοιας, οι οποίοι δεν θα χρειαζόταν να έχουν γίνει αποδέκτες της, αν δεν είχε κατασχεθεί από το κράτος ένα τμήμα της περιουσίας τους. Αυτή η κατάσταση πλήττει συχνά τα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης σε πολιτείες με υψηλή φορολογία, τα οποία εξαρτώνται από τα κρατικά επιδόματα της μιας ή της άλλης μορφής, προκειμένου να αντισταθμίσουν την απώλεια δαπανών τους λόγω της υψηλής φορολογίας. Περιττό να πούμε ότι αυτή η κατηγορία ανθρώπων θα αφηνόταν ήσυχη και δεν θα κατέληγε να χρειάζεται πρόνοια στον ίδιο βαθμό, μειώνοντας έτσι τη συνολική ζήτηση για πρόνοια μόλις απομακρυνθεί το κράτος.
Μολονότι η διαφθορά και η εσφαλμένη κατανομή των κεφαλαίων μπορεί να προκύψουν και σε ιδιωτικές φιλανθρωπικές οργανώσεις, ο εθελούσιος χαρακτήρας των πηγών χρηματοδότησής τους σημαίνει ότι, συνήθως, μόλις εντοπιστούν τέτοιου είδους καταχρήσεις, είτε αντιμετωπίζονται, είτε η πρόσβαση της φιλανθρωπικής οργάνωσης σε χρηματοδότηση μειώνεται γρήγορα. Ένα κρατικό σύστημα αναδιανομής, αντιθέτως, χρηματοδοτείται από την εξαναγκαστική δήμευση του πλούτου, επομένως, παρά τις καταχρήσεις, μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει για όσο διάστημα το κράτος παραμένει στην εξουσία. Μόλις κλείσει το κρατικό σύστημα αναδιανομής, θα μπορούσαμε επομένως να περιμένουμε ότι οι εναπομείνασες ιδιωτικές δαπάνες πρόνοιας θα είναι πιο αποτελεσματικές στη διανομή πόρων προς όσους έχουν ανάγκη.
Τέλος, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η ποιότητα της πρόνοιας υπό το καθεστώς της αναδιανομής, έναντι της ιδιωτικής φιλανθρωπίας. Δεδομένου ότι η φιλανθρωπία εναπόκειται τελικά στη διακριτική ευχέρεια της κατανομής των ιδιωτικών πόρων του ατόμου και κατευθύνεται σε όσους έχουν ανάγκη μέσω των αποκεντρωμένων φιλανθρωπικών οργανώσεων, οι δωρητές μπορούν να κατευθύνουν τα κεφάλαιά τους σε οργανισμούς που θεωρούν ότι εξυπηρετούν καλύτερα αυτούς που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, έναντι των δαπανών της αναδιανομής του κράτους, το οποίο συνήθως καθοδηγείται περισσότερο από πολιτικούς λόγους. Αυτό καθιστά πιο πιθανό τα κεφάλαια που κατευθύνονται μέσω της ιδιωτικής φιλανθρωπίας να είναι αποτελεσματικότερα στο να βοηθήσουν τους φτωχούς.
Η παραπάνω διερεύνηση των αλλαγών που θα μπορούσαμε να προσδοκούμε, καθώς το κράτος θα απομακρύνεται από το προσκήνιο, μας δίνει λόγους να αναμένουμε ότι: θα δημιουργηθεί περισσότερος πλούτος, ότι μέρος αυτού του αυξημένου πλούτου θα καταλήξει στα χέρια ανθρώπων που σε άλλη περίπτωση θα ήταν αποδέκτες της κοινωνικής πρόνοιας, ότι θα υπάρξει μεγαλύτερη τάση για την παροχή ιδιωτικής φιλανθρωπίας, μεγαλύτερο κίνητρο για την αποφυγή της ανάγκης για χορήγηση πρόνοιας, και ότι η πρόνοια μέσω της ιδιωτικής φιλανθρωπίας θα είναι πιθανότατα ποιοτικά ανώτερη από την αναδιανομή του κράτους ως μέσο για την παροχή βοήθειας στους φτωχούς.
Παρ’ όλο που δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι όλοι οι άνθρωποι που βρίσκονται σε συνθήκες φτώχειας σε μια φιλελεύθερη κοινωνία θα φροντίζονται άψογα κάθε στιγμή, σημειώνουμε ότι αυτό σίγουρα δεν παρέχεται στα σημερινά μας συστήματα αναδιανομής που χρηματοδοτούνται από το κράτος. Αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι ότι, είτε φροντίζει τους νέους, τους ηλικιωμένους, τους αρρώστους, τους πεινασμένους, τους άστεγους, τους αμόρφωτους, τους ποινικά καταδικασμένους, αυτούς με νοητική και σωματική αναπηρία, αυτούς που είναι απροστάτευτοι από επιτιθέμενους, ντόπιους ή ξένους εισβολείς, και οτιδήποτε άλλο μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να έχουν ανάγκη, θα υπήρχαν ιδιωτικοί, αποτελεσματικοί φιλανθρωπικοί θεσμοί, με γερά θεμέλια, αποτελεσματικοί και χρηματοδοτούμενοι από μια φιλελεύθερη κοινωνία, οδηγώντας προς ολοένα καλύτερα αποτελέσματα για τους φτωχούς. Η ανάγκη για πρόνοια δεν πρέπει να θεωρείται σαν λόγος υποστήριξης της ύπαρξης του κράτους.