Γιατί δεν υπάρχει ηθικό «δικαίωμα στην απεργία»
Κανένα άτομο δεν έχει ηθικό δικαίωμα να επιβάλλει την παρουσία του —με τον μισθό της επιλογής του— σε οποιονδήποτε εργοδότη, ή να εμποδίζει βίαια την πρόσληψη κάποιου άλλου.
Ετικέτες: Οικονομική ελευθερία, Εργασία και μισθοί, Συνδικαλισμός
Άρθρο του Garry Gales, δημοσιευμένο στις 2/9/2023 από το Foundation for Economic Education. Μπορείτε να ακούσετε αυτό το άρθρο, όπως και δεκάδες προηγούμενα, μέσω της εφαρμογής του Substack για κινητά.
«Το δικαίωμα στην απεργία είναι ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα». Αυτή η φράση αποδόθηκε σε κάποιον απεργό, σε ένα ρεπορτάζ σχετικά με την πρόσφατα αυξανόμενη εργασιακή αναταραχή στην Αμερική, με τις συνδικαλιστικές διαδηλώσεις, τις προσπάθειες για την αύξηση των κατώτατων μισθών, ακόμη και την απεργία των σεναριογράφων του Χόλιγουντ.
Ο ισχυρισμός αυτός φαίνεται να είναι ευρέως αποδεκτός, δεδομένου του πόσο ισχνή είναι η αντίθεση σε αυτόν τον ισχυρισμό στον δημόσιο διάλογο. Και αυτό παίζει σημαντικό ρόλο στο να επηρεάζει τις δημόσιες πολιτικές που εφαρμόζονται. Αν κάποιος εκκινεί από την πεποίθηση ότι η απεργία είναι μια έκφραση των νόμιμων ανθρωπίνων δικαιωμάτων κάποιου και στη συνέχεια αποδεχτεί τον συχνά επαναλαμβανόμενο ισχυρισμό ότι οι εργαζόμενοι βρίσκονται άδικα στο έλεος των «μεγάλων, κακών επιχειρήσεων» κατά την άσκηση αυτών των δικαιωμάτων, τότε κάθε είδους δημόσια πολιτική για την υποστήριξη των συνδικάτων και των απεργιών μπορεί να φαντάζει λογική.
Η Καλιφόρνια είναι ένα καλό παράδειγμα, καθώς η απεργία των σεναριογράφων συνεχίζεται. Όπως αναφέρουν οι Los Angeles Times, «οι νομοθέτες της Καλιφόρνια αναβιώνουν μια νομοθεσία που θα επιτρέπει στους εργαζόμενους που απεργούν να λαμβάνουν επιδόματα ανεργίας». Μια αρχική εκδοχή του νόμου θα καθιστούσε τους απεργούς εργαζόμενους επιλέξιμους για λήψη επιδόματος ανεργίας μετά από δύο εβδομάδες.
Αν ξεκινήσουμε από την οπτική γωνία που τα συνδικάτα θέλουν να υιοθετήσει ο κόσμος, αυτός ο νόμος ακούγεται σαν «υποστήριξη στους εργαζόμενους», κάτι που πολλοί θα θεωρήσουν ως ευγενές. Ωστόσο, αν ο κόσμος έβλεπε αυτά τα επιδόματα ως κάτι που θα έπρεπε να προορίζεται για την πραγματική ανεργία, αρχίζει να ακούγεται περισσότερο σαν κατάχρηση του κρατικού συστήματος ανεργίας της Καλιφόρνια, το οποίο έχει ήδη πάνω από 20 δισεκατομμύρια δολάρια χρέος.
Η υποστήριξη κάποιου στην προτεινόμενη νομοθεσία μπορεί να κλονιστεί ως αποτέλεσμα, αλλά στην εποχή μας, που οι άνθρωποι συχνά θέλουν απεγνωσμένα να θεωρούνται ηθικοί ή/και δεοντολογικοί από τους άλλους (που πιστεύουν ότι μια τέτοια «βοήθεια» είναι δικαιολογημένη), μπορεί να παραμείνουν υπέρ μιας τέτοιας νομοθεσίας. Ωστόσο, τι θα γινόταν αν συνειδητοποιούσαν ότι «Δεν υπάρχει ηθικό δικαίωμα στην απεργία», όπως έγραψε το 1969 ο Λέοναρντ Ριντ (ιδρυτής του Foundation for Economic Education) στο βιβλίο του, «The coming Aristocracy» ; Αυτό μπορεί να οδηγήσει ορισμένους να συνειδητοποιήσουν ότι η εν λόγω νομοθεσία στην πραγματικότητα υποστηρίζει μια ανήθικη συμπεριφορά. Όπως το έθεσε ο Ριντ:
Οι ισχύοντες νόμοι των Ηνωμένων Πολιτειών αναγνωρίζουν το δικαίωμα στην απεργία. Η απεργία είναι νόμιμη. Ωστόσο, όπως και στην περίπτωση πολλών άλλων νομικών ενεργειών, είναι αδύνατο να βρει κανείς μια ηθική επικύρωση για τις απεργίες σε οποιονδήποτε αξιόπιστο ηθικό κώδικα.
Ο Ριντ επικεντρώθηκε σε αυτό που θεωρούσε ως την κύρια πηγή σύγχυσης σε αυτό το ζήτημα - τη διαφορά μεταξύ του δικαιώματος της παραίτησης, ατομικά ή ομαδικά, και του δικαιώματος της απεργίας, το οποίο πηγαίνει πολύ παραπέρα. Αναγνώρισε ότι το δικαίωμα της παραίτησης, ατομικά ή ομαδικά, δεν συνεπάγεται τον καταναγκασμό άλλων και δεν παραβιάζει τα ίσα δικαιώματα κανενός άλλου να προσφέρει την εργασία ή τα αγαθά και τις υπηρεσίες του σε εθελούσιες συναλλαγές. Αντίθετα, οι απεργίες βασίζονται στον καταναγκασμό, που επιτρέπει στους απεργούς να παραβιάζουν τα ίσα δικαιώματα των άλλων.
Η παραίτηση δεν θεωρείται απεργία, εκτός εάν χρησιμοποιείται βία ή η απειλή βίας για να εμποδιστούν κάποιοι άλλοι από το να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας. Η ουσία της απεργίας, λοιπόν, είναι η προσφυγή στον εξαναγκασμό για να επιβληθεί μια ακούσια συναλλαγή ή να ανασταλεί μια εκούσια συναλλαγή. Κανένα άτομο, ούτε οποιοσδήποτε συνδυασμός ατόμων, δεν έχει ηθικό δικαίωμα να επιβληθεί —με τον μισθό της επιλογής του— σε οποιονδήποτε εργοδότη, ή να εμποδίσει βίαια την πρόσληψη κάποιων άλλων.
Ο Ριντ τόνιζε το επιχείρημά του με ένα ενδεικτικό παράδειγμα:
Ένα άτομο με μια πάθηση προσλαμβάνει έναν γιατρό για να τον θεραπεύσει. Ο γιατρός εργάζεται με εύλογους όρους. Το περί δικαίου αίσθημα μας υποδηλώνει ότι, είτε ο ασθενής είτε ο γιατρός, έχουν ηθικό δικαίωμα να εγκαταλείψουν αυτή τη σχέση εργοδότη-εργαζομένου κατά βούληση, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει παραβίαση της σύμβασης. Τώρα, ας υποθέσουμε ότι ο γιατρός (ο εργαζόμενος) απεργεί με το εξής τελεσίγραφο: «Ή μου πληρώνετε διπλάσια αμοιβή από αυτήν που λαμβάνω τώρα ή παραιτούμαι! Επιπλέον, θα χρησιμοποιήσω βία για να εμποδίσω οποιονδήποτε άλλο γιατρό να φροντίσει την πάθησή σας. Ικανοποιήστε τις απαιτήσεις μου, ή θα μείνετε χωρίς ιατρική περίθαλψη από τώρα και στο εξής». Ποιος θα ισχυριστεί ότι ο γιατρός βρίσκεται εντός των ηθικών του δικαιωμάτων όταν προβαίνει σε μια τέτοια ενέργεια;
Ο Ριντ τόνισε ότι μια θέση εργασίας είναι αποτέλεσμα μιας οικειοθελούς συναλλαγής μεταξύ δύο πλευρών, όχι κάτι που «κατέχει» ένας εργαζόμενος δίχως μια επίσημη συμφωνία ή την συνέχιση της συναίνεσης του εργοδότη. Όμως το δικαίωμα στην απεργία δεν διεκδικεί απλώς τη συνεχή κυριότητα της τρέχουσας θέσης εργασίας κάποιου, ακόμη και ελλείψει συμφωνίας με τον εργοδότη. Διεκδικεί κι ένα νέο δικαίωμα, που δεν είχε όταν ξεκίνησε την εργασιακή του σχέση - την δυνατότητα να αρνηθεί σε όλους τους άλλους το δικαίωμα να τον ανταγωνιστούν για αυτήν τη θέση εργασίας, ακόμη και αν, τόσο ο υποψήφιος εργαζόμενος όσο και ο εργοδότης, συμφωνούσαν σε αυτό. Κατά συνέπεια, «Το δικαίωμα σε μια θέση εργασίας από την οποία κάποιος έχει παραιτηθεί (απεργώντας) είναι εξίσου αβάσιμο από το δικαίωμα σε μια θέση εργασίας που κάποιος δεν κατείχε ποτέ».
Ο Λέοναρντ Ριντ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μομφή για τις αρνητικές συνέπειες που προκύπτουν στα δικαιώματα των ατόμων και στην κοινωνική συνεργασία, τόσο από τις επαπειλούμενες όσο και από τις επιβαλλόμενες απεργίες, ανήκει σε κάτι διαφορετικό από αυτό που πιστεύεται συνήθως στις μέρες μας - στην «εσφαλμένη ιδέα ότι υπάρχει ηθικό δικαίωμα στην απεργία».
Αν οι άνθρωποι αναγνώριζαν ότι ίσχυε κάτι τέτοιο, η υποστήριξή τους για τα επιδόματα ανεργίας στους απεργούς της Καλιφόρνια θα εξανεμιζόταν σε μεγάλο βαθμό. Και μια πληθώρα ειδικών προνομίων που απολαμβάνουν τα συνδικάτα και τα μέλη τους εις βάρος των υπόλοιπων πολιτών στους ρόλους τους ως καταναλωτές θα απειλούνταν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα συνδικάτα καταβάλλουν τόσες προσπάθειες για να εμποδίσουν τους ανθρώπους από το να αμφισβητήσουν ποτέ το υποτιθέμενο θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμά τους στην απεργία. Και ο, σχεδόν δικτατορικός μερικές φορές, έλεγχος που ασκούν στις «φιλικές» τους κυβερνήσεις όχι μόνο εξασφαλίζει ειδικά προνόμια που καμία άλλη ομάδα δεν έχει, αλλά τους δίνει και ευκαιρίες να επιχειρούν διαρκώς να τα επεκτείνουν υπό το απατηλό λάβαρο της ηθικής.
Θα μπορούσαμε επίσης να σημειώσουμε ότι το επιχείρημα του Λέοναρντ Ριντ ευθυγραμμίζεται με έναν από τους φιλελεύθερους προκατόχους του - τον Άγγλο φιλόσοφο Όμπερον Χέρμπερτ, στο έργο του «The True Line of Deliverance» το 1891. Όπως και ο Ριντ, πίστευε σε μια κυβέρνηση που έχει την αποκλειστική εξουσία να χρησιμοποιεί αμυντική βία ενάντια στην επιθετική βία των άλλων, έτσι ώστε «το κράτος να υπερασπίζεται τα δικαιώματα στην ελευθερία, ποτέ να μην επιτίθεται εναντίον τους».
Οι εργαζόμενοι της χώρας δεν μπορούν ποτέ να αποκτήσουν περισσότερα χρήματα από όσα θα τους αποφέρει η ελεύθερη και ανοιχτή αγορά, παρά μόνο εις βάρος άλλων εργαζομένων. Η απόκτηση περισσότερων... προσεγγίζει την ανεντιμότητα, αφού επιβάλλει αυτήν την υψηλότερη αμοιβή εις βάρος των άλλων.
Αφήστε κάθε άνθρωπο ελεύθερο να καθορίζει τη δική του τιμή για την εργασία του... Σε περίπτωση σοβαρής διαφωνίας μεταξύ ενός εργοδότη και των υπαλλήλων του, το συνδικάτο θα απομάκρυνε όλους τους ανθρώπους που θα επιθυμούσαν να φύγουν... Όμως δεν θα υπήρχε καμία προσπάθεια να εμποδιστεί ο εργοδότης να προσλάβει καινούργιους εργαζόμενους... Δεν θα υπήρχε απεργία, πικετοφορία, καταναγκασμός άλλων εργαζομένων, στιγματισμός ενός άλλου συναδέλφου... επειδή θα ήταν έτοιμος να δεχτεί έναν χαμηλότερο μισθό. Όλα αυτά θα αφήνονταν εντελώς ελεύθερα για κάθε άνθρωπο, ώστε να πράξει σύμφωνα με αυτό που είναι σωστό κατά την κρίση του. Εάν ο εργοδότης είχε συμπεριφερθεί άσχημα, θα τον έβρισκε μια πραγματική τιμωρία. Όσοι επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν την εργασία τους, θα το έκαναν... Αυτή θα ήταν η πραγματική τιμωρία και η πραγματική θεραπεία. Στις εργασιακές διαφορές κανένας άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να πάει πέρα από αυτό το σημείο. Μπορεί να παραιτηθεί από την δική του εργασία, αλλά δεν έχει το δικαίωμα να εμποδίσει άλλους να αποδεχτούν αυτήν την εργασία.
Ο Λέοναρντ Ριντ, όπως και ο Όμπερον Χέρμπερτ πριν από αυτόν, διαχώρισε την θέση του από το κυρίαρχο κοινωνικό ρεύμα, προσεγγίζοντας το δικαίωμα στην απεργία από ηθική σκοπιά. Κατέληξαν σε κοινά συμπεράσματα επειδή έθεσαν το ίδιο ουσιαστικό ερώτημα: «Πιστεύετε στη βία και την εξουσία, ή στην ελευθερία;». Το κλειδί, όπως έγραψε ο Χέρμπερτ, είναι ότι «η βία δεν στηρίζεται σε ηθικά θεμέλια».
Ο Gary M. Galles είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Pepperdine και μέλος του δικτύου διδασκόντων του Ιδρύματος Οικονομικής Εκπαίδευσης. Εκτός από το νέο του βιβλίο, Pathways to Policy Failures (2020), στα βιβλία του περιλαμβάνονται τα Lines of Liberty (2016), Faulty Premises, Faulty Policies (2014) και Apostle of Peace (2013).