Είναι η μετανάστευση ένα εργαλείο της τάξης των κρατικοδίαιτων;
Άρθρο του Jack Watt, που δημοσιεύτηκε στις 6/11/2023 από το Mises Institute
Με αφορμή τις ταραχές στην Ιρλανδία, μετά το μαχαίρωμα τριών παιδιών και μιας γυναίκας από μουσουλμάνο (λαθρο)μετανάστη, η ανάλυση που ακολουθεί ίσως φωτίσει τους λόγους που οι δυτικοευρωπαϊκές σοσιαλδημοκρατικές «ελίτ» επιμένουν -κόντρα στην δημόσια κατακραυγή- στην εισαγωγή μη αφομοιώσιμων αλλοδαπών
Η μετανάστευση είναι τμήμα της ευρύτερης έννοιας της οικονομικής ελευθερίας (*). Αυτό την καθιστά επιθυμητή, εάν η ευημερία είναι ο στόχος της πολιτικής. Ωστόσο, πιο κοντά στις τρέχουσες στάσεις και τις αξίες των δυτικών ηγετών παρά στα πεζά οικονομικά επιχειρήματα, η μετανάστευση αποτελεί μια ευκαιρία να αυξηθεί η «δεξαμενή» από την οποία αντλούν πραγματικό εισόδημα. Αυτό απαιτείται ενώπιον των απογοητευτικών δημογραφικών στοιχείων και των αυξανόμενων σοσιαλιστικών φιλοδοξιών.
(* Σ’ αυτό το διαδεδομένο επιχείρημα υπάρχει ένας πολύ πειστικός αντίλογος από τον κορυφαίο, ίσως, εν ζωή φιλελεύθερο/ελευθεριστή στοχαστή: «Hans H. Hoppe: Γιατί τα ανοιχτά σύνορα δεν είναι φιλελεύθερη πολιτική»)
Η άντληση πόρων επιτυγχάνεται με τη φορολογία και τον πληθωρισμό, που δημιουργούν ένα τεράστιο κόστος στον παραγωγικό τομέα, ανεξάρτητα από τη σύνθεση του. Υπό αυτή την έννοια, κάθε μεγάλης κλίμακας μετανάστευση είναι πιθανό να αποτελεί μια περίπτωση που τα κράτη καταλήγουν στη σωστή απάντηση με τον λάθος τρόπο.
Οι συντελεστές της παραγωγής αναζητούν τις υψηλότερες αποδόσεις
Η κινητικότητα των συντελεστών της παραγωγής είναι πάντα επιθυμητή. Η μετανάστευση είναι απλώς η κινητικότητα της εργασίας πέρα από τα εθνικά σύνορα. Δεν είναι όλοι οι συντελεστές κινητοί από τη φύση τους - για παράδειγμα, οι σιδηρόδρομοι και τα εθνικά δίκτυα - αλλά η κινητικότητα εκείνων που μπορούν να μετακινηθούν επιτρέπει να ικανοποιηθούν περισσότερες επιθυμίες. Μειώνει το κόστος της παραγωγής των καταναλωτικών αγαθών, γεγονός που αυξάνει τα πραγματικά εισοδήματα και τείνει να μειώνει τα επιτόκια.
Λόγω των μεταναστευτικών νόμων, η εργασία είναι συνήθως πιο περιορισμένη από ό,τι το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο και τα παραγόμενα αγαθά. Αλλά δεδομένης της ευκαιρίας, η κίνηση του εργατικού δυναμικού ακολουθεί τον ίδιο κανόνα όπως όλοι οι άλλοι συντελεστές: στο οικονομικό όριο (on the margin), πηγαίνει εκεί που η απόδοση -οι μισθοί, σε αυτή την περίπτωση- είναι υψηλότερη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η εργασία είναι ξεχωριστή μεταξύ των συντελεστών της παραγωγής κατά σημαντικό τρόπο. Εκτός του ότι διαθέτει φορολογική υπόσταση και ψήφο, είναι ο πιο μη-ειδικός παράγοντας και απαιτείται σε κάθε κλάδο παραγωγής, ακόμη και σε μια οικονομία υψηλής τεχνολογίας. Αυτό καθιστά τη μετανάστευση ιδιαίτερου ενδιαφέροντος.
Το θεμέλιο του πλούτου
Η γη εντός των εθνικών συνόρων μπορεί να είναι άγονη ή ευλογημένη με φυσικούς πόρους. Υπάρχει όμως μια θεσμική βάση που απαιτείται για τη συσσώρευση οποιουδήποτε πλούτου, ανεξάρτητα από την προίκα της φύσης. Αυτό έχει σημασία, γιατί ο πλούτος είναι που δημιουργεί τους υψηλούς πραγματικούς μισθούς που προσελκύουν τους μετανάστες σε πρώτη φάση.
Το κλειδί είναι η εφαρμογή των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και των συμβάσεων, και αυτός είναι ο λόγος που η πλούσια σε πόρους Βενεζουέλα μπορεί να είναι τόσο φτωχή σε σύγκριση με έθνη όπως η Ελβετία. Ο Άνταμ Σμιθ ξεπερνούσε πολλές σύγχρονες αντιλήψεις για την οικονομική ανάπτυξη όταν έγραφε το 1755 για τη χλιδή που προέκυψε από «την ειρήνη, τους χαμηλούς φόρους και την ανεκτής ποιότητας απονομή της δικαιοσύνης».
Φαίνεται δίκαιο να πούμε ότι ο σεβασμός για αυτό το θεμέλιο καθοδηγείται από πολιτιστικούς παράγοντες και ότι αυτοί ενδέχεται να αλλάξουν. Ιδιαίτερα για τα δημοκρατικά κράτη, αυτό που ο Ludwig von Mises αποκάλεσε «κλίμα της κοινής γνώμης» μπορεί να οδηγήσει ένα πλούσιο έθνος να σπαταλήσει τα θεμέλια που το έκαναν πλούσιο, εκλέγοντας κυβερνήσεις που εμπλέκονται σε οτιδήποτε άλλο εκτός από την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και την επιβολή των συμβάσεων.
Το μεγάλο μύθευμα
«Η κυβέρνηση είναι το μεγάλο μύθευμα, μέσω του οποίου όλοι προσπαθούν να ζήσουν εις βάρος όλων των άλλων», έγραψε ο Frédéric Bastiat. Η βασική αλήθεια της πολιτικής οικονομίας είναι ότι ο παραγωγικός τομέας (εθελούσιος, ιδιωτικός, συνεισφέρων πραγματικούς πόρους) χρηματοδοτεί τον τομέα της κατανάλωσης (καταναγκαστικός, κρατικός, καταναλωτής των πραγματικών πόρων). Τον χρηματοδοτεί με φόρους, δανεισμό και με την απαλλοτρίωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, όταν το ταμείο χρηματοδοτείται από την πιστωτική επέκταση. Όμως το κόστος δεν σταματά εκεί, γιατί οι πόροι που χρησιμοποιούνται από τους δεύτερους δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους πρώτους, και οι κρατικοί κανονισμοί δημιουργούν μονοπώλια και ακρωτηριάζουν την παραγωγή με τρόπους πολύ πέρα από τον παραγκωνισμό των πόρων. Ο πληθωρισμός που προκαλεί το κράτος υπονομεύει ακόμη και το ίδιο το σύστημα κέρδους και ζημίας. Αχρηστεύει την ικανότητα των παραγωγών να διενεργήσουν με ακρίβεια την λογιστική του κεφαλαίου και επιτρέπει στις μη κερδοφόρες επιχειρήσεις του παραγωγικού τομέα να παραμείνουν στην αγορά περισσότερο από ό,τι θα μπορούσαν σε διαφορετική περίπτωση.
Προσοχή στα όρια
Σε αντίθεση με όλες τις εθελούσιες συναλλαγές της αγοράς, οι οποίες πρέπει να προσθέτουν χρησιμότητα και στα δύο μέρη εκ των προτέρων, οι μεταφορές πόρων από εκείνους που παράγουν πλούτο προς εκείνους που τον αναλώνουν είναι γενικά καταστροφικές για τη οικονομική χρησιμότητα. Αν και οι τελευταίοι θέλουν να αυξάνουν την πραγματική αξία αυτής της μεταφοράς, υπάρχουν κάποια όρια. Η αποτυχία κατανόησης των ορίων άντλησης πλούτου μπορεί να παρατηρηθεί (αφού συντελεστεί) κάθε φορά που μια κυβέρνηση ωθεί τους φορολογικούς συντελεστές πέρα από τα μέγιστα δυνατά έσοδα, όπως εκλαϊκεύτηκε από την καμπύλη Laffer .
Μπορεί επίσης να φανεί, όταν το κεφάλαιο φεύγει από ένα έθνος λόγω του υψηλού κόστους της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Μια ακόμη πιο ακραία περίπτωση είναι αυτή του υπερπληθωρισμού, όπου το νόμισμα καθίσταται ανίκανο να μεταφέρει οποιαδήποτε ικανότητα ελέγχου πραγματικών πόρων. Στη συνέχεια, η στρατηγική πρέπει να μετατοπιστεί από την μειώση της αγοραστικής δύναμης με συχνά ασαφείς και δυσνόητους από τον απλό πολίτη τρόπους, στην πλήρη κλοπή της ιδιοκτησίας του, η οποία είναι αναποτελεσματική και δαπανηρή.
Είναι πιθανό οι τεχνολογικές εξελίξεις που είναι προσαρμοσμένες στον κρατισμό - για παράδειγμα, η επιτήρηση και τα ψηφιακά νομίσματα της κεντρικής τράπεζας - να καλλιεργούν τη στάση ότι αυτό το όριο θα μπορούσε να υπερβεί τα προηγούμενα επίπεδα. Όμως σε αντίθεση με τους συντελεστές της παραγωγής, όπως η εργασία, αυτές οι εξελίξεις δεν μπορούν να αλλάξουν την οικονομική πραγματικότητα.
Τι συνθέτει τον τομέα της κατανάλωσης;
Αν και ο τομέας της κατανάλωσης εξαρτάται από το κράτος για την επιβίωσή του, δεν αποτελείται μόνο από την κυβέρνηση και τις υπηρεσίες της. Περιλαμβάνονται επίσης η κεντρική τράπεζα, οι εταιρείες του ιδιωτικού τομέα των οποίων τα έσοδα προέρχονται από το δημόσιο ταμείο, η κρατική εκπαίδευση και οι καθαροί αποδέκτες φόρων.
Άξιες ειδικής αναφοράς είναι οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί που λαμβάνουν χρηματοδότηση από το Δημόσιο. Αυτοί διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, ιδίως στον συντονισμό του παγκόσμιου καταναλωτικού τομέα . Δραστηριοποιούνται επίσης στο να παράγουν δικαιολογίες για περισσότερη κυβερνητική δράση και στην ενθάρρυνση της οικονομικής μετανάστευσης με μοντέρνα προσχήματα – έχοντας θωρακιστεί κατά της επίδρασης της αγοράς για τόσο καιρό, ούτε ενδιαφέρονται ούτε πείθονται από πεζά οικονομικά επιχειρήματα. Συνολικά, ο καταναλωτικός τομέας μπορεί να θεωρηθεί ως ένα δίκτυο συμφερόντων που ενισχύονται και χρηματοδοτούνται από το κρατικό μονοπώλιο στον εξαναγκασμό, τη φορολογία και τον πληθωρισμό (μέσω του μονοπωλιακού δημιουργού χρήματος, της κεντρικής τράπεζας).
Ο πλούτος οδηγεί σε υψηλή φορολογία
Μια σταθερή και εδραιωμένη κυβέρνηση είναι πιο ικανή να αυξήσει την οικονομική της επιρροή για μια παρατεταμένη περίοδο. Αυτή η σταθερότητα απαιτεί ισχυρά δικαιώματα ιδιοκτησίας και επιβολή των συμβολαίων, και οδηγεί σε υψηλό επίπεδο πλούτου, εισοδήματος και δαπανών. Ωστόσο σπάνια τελειώνει με αυτή τη μονομερή ικανοποίηση.
Το κλίμα της κοινής γνώμης, επηρεασμένο από τους αντικαπιταλιστές διανοούμενους (κομμάτι του κλάδου της κατανάλωσης) και τους μεταπράτες ιδεών, πολύ συχνά προτιμά την αναδιανομή αυτού του πλούτου και του εισοδήματος. Και έτσι, δυστυχώς για την ευημερία όλων μακροπρόθεσμα, ο πλούτος μπορεί να οδηγήσει σε υψηλή και προοδευτική φορολογία για τη χρηματοδότηση ενός μεγάλου και αναποτελεσματικού κράτους και των εξαρτώμενών του.
Δείτε σχετικά: «Γιατί οι διανοούμενοι απεχθάνονται τον καπιταλισμό»
Η μετανάστευση ως λύση
Καθώς το βάρος του καταναλωτικού τομέα της κοινωνίας αυξάνεται, απαιτείται περισσότερη εργασία και στους δύο τομείς—τόσο επειδή δαπανάται περισσότερη πολύτιμη εργασία στον καταναλωτικό τομέα, όσο και επειδή απαιτείται περισσότερη εργασία στον παραγωγικό τομέα για να παραχθεί η αξία που τον υποστηρίζει.
Αυτά που επιβαρύνουν περαιτέρω την ζήτησης εργασίας στον ανεπτυγμένο κόσμο είναι η συρρίκνωση του πληθυσμού σε παραγωγική ηλικία και οι κεντρικές τράπεζες που πληθωρίζουν το χρήμα. Περισσότερο κεφάλαιο ανά άτομο θα επέτρεπε σε κάθε εργαζόμενο να είναι πιο παραγωγικός. Όμως τα χαμηλά επιτόκια και τα πληθωριστικά αντικίνητρα για την αποταμίευση μείωσαν τις επενδύσεις κεφαλαίου κάτω από εκεί που θα ήταν σε διαφορετική περίπτωση.
Η μετανάστευση, λοιπόν, μπορεί να είναι ένα μέσο διαιώνισης του καταναλωτικού τομέα. Ιστορικά, πολύ λίγα έθνη μπόρεσαν να διατηρήσουν χαμηλούς συντελεστές φορολογίας και πληθωρισμού για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ακατανίκητη τάση είναι να αυξάνεται η υφαρπαγή του πλούτου, για τη χρηματοδότηση ενός διογκούμενου κρατικού συστήματος (παρεμπιπτόντως, αυτό είναι ένα βασικό επιχείρημα κατά της ελαχισταρχίας και υπέρ του αναρχοκαπιταλισμού). Δεν υπάρχει η πολιτική όρεξη για να αντιμετωπιστούν τα αυξανόμενα ελλείμματα ή η χαμηλότερη φορολογία σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, ο οποίος έχει επίσης καταστραφεί από τον πληθωρισμό. Φαίνεται λοιπόν ότι χρειάζεται οι παραγωγικοί εργαζόμενοι να αγωνίζονται, ώστε να συνεχίζει να παίζεται αυτή η παράσταση (μια τεχνολογική επανάσταση θα βοηθούσε επίσης, αλλά κι αυτό χρειάζεται εξοικονόμηση και επένδυση).
[ Δείτε σχετικά: «Τι σημαίνει το να είσαι αναρχοκαπιταλιστής» ]
Θα συνεχίσει να υπάρχει μετανάστευση, από τα κράτη που δεν είχαν ποτέ μεγάλο παραγωγικό τομέα προς λεηλασία, προς τα ανεπτυγμένα κράτη, με έναν περίτεχνο μηχανισμό που θα εκμεταλλεύεται κάθε ιδιωτική συναλλαγή, κάθε κεφαλαιουχικό κέρδος και κάθε περιουσία. Αν υποθέσουμε ότι αναπληρώνει θέσεις εργασίας, η καθαρή μετανάστευση προς αυτά τα καθεστώτα φαίνεται ευεργέτημα για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, αλλά στο βαθμό που διαιωνίζει την ύπαρξη του καταναλωτικού τομέα, ο παραγωγικός μακροπρόθεσμα ζημιώνεται. Όλα αυτά βέβαια μέχρι η φορολεηλασία να ξεπεράσει τα όρια.
Συμπέρασμα
Τα κρατικά εμπόδια στη μετανάστευση υπάρχουν εδώ και πολύ καιρό, παρά τα οικονομικά οφέλη της. Δεδομένης της τρέχουσας δημοσιονομικής συμπεριφοράς του ανεπτυγμένου κόσμου, οποιαδήποτε αλλαγή στη στάση του απέναντι σε τέτοιους φραγμούς είναι απίθανο να οφείλεται σε μια νέα επανεκτίμηση της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς. Είναι πιο πιθανό να πρόκειται για τον καταναλωτικό τομέα, που χρησιμοποιεί τους μοχλούς που διαθέτει ώστε να διατηρήσει τα πραγματικά του εισοδήματα.
[ Δείτε επίσης: «Hans H. Hoppe: Γιατί τα ανοιχτά σύνορα δεν είναι φιλελεύθερη πολιτική» ]
Ο Jack Watt είναι συνιδρυτής του sovbtc.io με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο και είναι πιλότος αεροπορικής εταιρείας. Είναι πτυχιούχος φυσικής με μακροχρόνιο ενδιαφέρον για τα χρηματοοικονομικά και τα οικονομικά ξεκινώντας από το κολέγιο, όπου πέρασε ένα καλοκαίρι σε γραφεία διαπραγμάτευσης ισοτιμιών και συναλλαγματικών ισοτιμιών. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών σε χρήμα, τραπεζικές και κεντρικές τράπεζες.