Καθολικοί θεολόγοι: Η πορνεία θα έπρεπε να είναι νόμιμη
Κάποιοι υποθέτουν πως εάν κάτι είναι ανήθικο, τότε θα πρέπει να είναι παράνομο. Ωστόσο, αυτή η στάση δεν συνάδει με την ιστορική χριστιανική άποψη για τον ρόλο του κράτους.
Ετικέτες: Θρησκεία, Φιλελευθερισμός
Άρθρο του Ryan McMaken, δημοσιευμένο την 1/1/2013 από το Mises Institute.
Μπορείτε να ακούσετε αυτό το άρθρο στα ελληνικά μέσω της εφαρμογής του Substack για κινητά.
Αναφέρομαι φυσικά στους Καθολικούς θεολόγους που είναι γνωστοί ως Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης και Άγιος Αυγουστίνος, που αμφότεροι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ανηθικότητα της πορνείας δεν ήταν επαρκής για να δικαιολογήσει την απαγόρευσή της από τις πολιτικές κυβερνήσεις.
Το θυμήθηκα αυτό πρόσφατα, όταν έτυχε να δω την αντίδραση σε μια πρόσφατη στήλη που έγραψε ο Bobby Jindal, ο κυβερνήτης της Λουιζιάνα. Ο Jindal, του οποίου σε γενικές γραμμές δεν είμαι θαυμαστής, έκανε μολαταύτα κάποιες οξυδερκείς παρατηρήσεις σημειώνοντας τα εξής:
Ας θέσουμε το ερώτημα: Γιατί οι γυναίκες είναι υποχρεωμένες να επισκεφθούν έναν γιατρό προτού αγοράσουν αντισυλληπτικά; Υπάρχουν δύο απαντήσεις. Πρώτον, επειδή το μεγάλο κράτος λέει ότι πρέπει, παρόλο που η απαίτηση να επισκεφθούν έναν γιατρό ώστε να πάρουν ένα φάρμακο που η έρευνα δείχνει ότι είναι ασφαλές συμβάλλει στην αύξηση του κόστους της υγειονομικής περίθαλψης. Δεύτερον, γιατί οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες επωφελούνται από αυτό. Γνωρίζουν ότι οι τιμές θα μειώνονταν εάν οι εταιρείες έπρεπε να ανταγωνίζονται στην αγορά, όπου τα αντισυλληπτικά τους θα πωλούνταν στο ταμείο.
Αυτές οι παρατηρήσεις είναι ακριβείς. Οι νόμοι που απαιτούν συνταγές για ορισμένα φάρμακα δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να αυξάνουν τις τιμές της υγειονομικής περίθαλψης, αναγκάζοντας τους ανθρώπους να επισκέπτονται γιατρούς περισσότερο από ό,τι χρειάζονται στην πραγματικότητα. Αυτό ωφελεί τα συμφέροντα του κλάδου της υγειονομικής περίθαλψης και τέτοιου είδους νόμοι αποτελούν δημιούργημα του λόμπι των ειδικών ιατρικών συμφερόντων. Το επιχείρημα που προτάσσουν οι υποστηρικτές της νομοθεσίας για τα συνταγογραφούμενα φάρμακα είναι πως οι άνθρωποι είναι πολύ ανόητοι για να παίρνουν αποφάσεις για λογαριασμό τους, όσον αφορά την υγειονομική περίθαλψη. Το συμπέρασμα του Jindal είναι ότι η πώληση αντισυλληπτικών θα πρέπει να καταστεί μη πολιτική, επιτρέποντας απλώς στα άτομα που τα θέλουν να τα αγοράζουν.
Φευ, ο Jindal δεν μπορεί να πιέσει τον εαυτό του ώστε να υποστηρίξει την πραγματική φαρμακευτική ελευθερία και βασίζει τη θέση του εδώ στην υποτιθέμενη ασφάλεια των ορμονικών αντισυλληπτικών. Σε αυτό, ο Jindal κάνει λάθος, καθώς υπάρχουν πολλά αντικρουόμενα στοιχεία για την ασφάλεια των ορμονικών αντισυλληπτικών, και είναι τραγική ειρωνεία ότι όσοι επιμένουν να αγοράζουν βιολογικό γάλα και ψωνίζουν από οικολογικά καταστήματα, γεμίζουν ταυτόχρονα το σώμα τους με τεχνητές ορμόνες. Οι φαρμακευτικές εταιρείες υποστηρίζουν φυσικά ότι τα προϊόντα τους είναι υπέροχα, αν και υπάρχουν πολλά στοιχεία για το αντίθετο. Ωστόσο, οι ενήλικες άνθρωποι μπορούν να αποφασίσουν μόνοι τους σχετικά με τη χρήση τέτοιων φαρμάκων και το κράτος σίγουρα δεν είναι εξοπλισμένο πρακτικά ή ηθικά για να λάβει τις αποφάσεις για την υγειονομική περίθαλψη των ανθρώπων για λογαριασμό τους. Έτσι, ο Jindal εδώ επιχειρεί τουλάχιστον μία μικρή νίκη υπέρ της ελευθερίας, ζητώντας την αποπολιτικοποίηση μίας τουλάχιστον πτυχής της υγειονομικής περίθαλψης. Όπως ήταν αναμενόμενο, ωστόσο, οι συνήγοροι των απαγορεύσεων ανταπάντησαν.
Μετά τα σχόλια του Jindal, η Αρχιεπισκοπή της Νέας Ορλεάνης εξέδωσε μια δήλωση σημειώνοντας ότι: «Η Αρχιεπισκοπή [...] διαφωνεί με τη στάση του Κυβερνήτη Jindal σε αυτό το θέμα, καθώς η χρήση αντισυλληπτικών είναι ενάντια στη διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας», Εντάξει, άρα είναι ανήθικο. Με αυτό μπορεί να συμφωνήσει οποιοσδήποτε συνεπής Καθολικός. Το ερώτημα είναι: Άραγε το γεγονός ότι είναι ανήθικο σημαίνει ότι πρέπει να είναι παράνομο; Το National Catholic Register και άλλα καθολικά ειδησεογραφικά πρακτορεία απλώς υποθέτουν ότι εάν κάτι είναι ανήθικο, τότε θα πρέπει να είναι παράνομο. Αυτή η στάση, ωστόσο, δεν συνάδει με την ιστορική Καθολική σκέψη για τον ρόλο της πολιτικής κυβέρνησης και του κράτους. Σίγουρα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ορμονική αντισύλληψη είναι και σωματικά επιβλαβής και ανήθικη. Όμως αυτό είναι ένα εντελώς ξεχωριστό θέμα από τη συζήτηση για το εάν κάτι είναι παράνομο ή όχι. Εάν το επιχείρημα κάποιου είναι ότι όλα τα επιβλαβή και ανήθικα πράγματα πρέπει να είναι παράνομα, τότε θα πρέπει να είναι ειλικρινής και να το καταστήσει γνωστό, αντί να το πηγαίνει γύρω γύρω, όπως κάνουν πολλοί από τους αντιπάλους του Jindal.
Αναγκάζομαι λοιπόν να αναρωτηθώ, αν οι άνθρωποι που υποστηρίζουν τον κρατικό έλεγχο και τη ρύθμιση της αντισύλληψης είναι επίσης υπέρ του να γίνει παράνομη η μοιχεία και η πορνεία. Σίγουρα, στην εποχή των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων, αυτά τα πράγματα είναι και ανήθικα και δυνητικά επιβλαβή σωματικά. Πρέπει να είναι και παράνομα; Ποτέ δεν ήταν η θέση της Εκκλησίας (ή οποιουδήποτε λογικού ανθρώπου, θαρρώ) ότι απλώς επειδή κάτι είναι ανήθικο, θα έπρεπε επομένως να είναι παράνομο. Ακόμη και από μια μη θρησκευτική σκοπιά, φυσικά, αυτή είναι μια σημαντική διάκριση, όπως έχει επισημανθεί επανειλημμένα στο The Ethics of Liberty του Rothbard. Πολλά πράγματα που είναι ανήθικα μπορεί να μην δικαιολογούν την απαγόρευσή τους από τον νόμο. Για να δούμε αποδείξεις περί αυτού, χρειαζόμαστε απλά να συμβουλευτούμε δύο από τους πιο σεβαστούς θεολόγους της Εκκλησίας: τον Θωμά τον Ακινάτη και τον Αυγουστίνο, οι οποίοι κατέληξαν αμφότεροι στο συμπέρασμα ότι η μοιχεία και η πορνεία πρέπει να παραμείνουν νόμιμες.
Ο ιστορικός Vincent Dever μας προσφέρει μια ωραία σύνοψη για αυτό το θέμα: Έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μοιχεία και η πορνεία ήταν ανήθικες:
…θα έμοιαζε προφανές πως ο Ακινάτης θα ήθελε να επιστρατεύσει κάθε εξουσία εναντίον τους, ειδικά το αστικό δίκαιο. Παραδόξως δεν το κάνει. Αντίθετα, σημειώνει ότι το κράτος θα πρέπει να επιτρέπει την ύπαρξη της μοιχείας και της πορνείας για χάρη του κοινού καλού. Βασιζόμενος στο γνωστό απόσπασμα από το Deordine του Αυγουστίνου, ο Ακινάτης υποστηρίζει την ανοχή στην πορνεία σημειώνοντας: «Σύμφωνα με την ανθρώπινη διακυβέρνηση, όσοι έχουν εξουσία ανέχονται ορθά ορισμένες φαυλότητες, ώστε να μην εκλείψουν ορισμένα αγαθά ή να μην προκύψουν ορισμένα δεινά: Ο Αυγουστίνος λέει [Deordine 2.4]: «Αν καταργήσετε τις πόρνες, ο κόσμος θα κατακλυστεί από την λαγνεία».
Μακράν του να είναι θεοκράτες, όπως ισχυρίζονται τόσοι πολλοί χυδαίοι επικριτές των ανθρώπων του μεσαίωνα, οι μεσαιωνικοί άνθρωποι όπως ο Ακινάτης ήταν στην πραγματικότητα υπέρ μιας πολύ περιορισμένης πολιτικής διακυβέρνησης, η οποία είχε ελάχιστη δράση ή σκοπό πέρα από τη διατήρηση της ειρήνης. Η πολιτισμένη κοινωνία φυσικά δεν μπορούσε να λειτουργήσει ενόσω θα μαίνονταν πόλεμοι παντού, έτσι οι πολιτικές κυβερνήσεις ήταν ανεκτές για την διατήρηση και την ασφάλεια της κοινωνίας. Η ιδέα, ωστόσο, ότι οι πολιτικές κυβερνήσεις θα πρέπει να εγκρίνουν κανονισμούς που να διέπουν τα τρόφιμα και τα φάρμακα των ανθρώπων και στη συνέχεια να εφαρμόζουν αυτούς τους κανονισμούς με μια στρατιά από γραφειοκράτες, θα φαινόταν γελοία στο μυαλό των ανθρώπων του μεσαίωνα.
Ο Dever συνεχίζει συνοψίζοντας τον Ακινάτη:
Μολονότι το αστικό δίκαιο απαγορεύει ορισμένες δόλιες πράξεις, όπως ο φόνος και η κλοπή, και απαιτεί ορισμένες πράξεις αρετής, όπως η φροντίδα των παιδιών και η αποπληρωμή των χρεών, δεν μπορεί να απαγορεύσει όλες τις φαύλες πράξεις, ούτε να ορίσει όλες τις ενάρετες πράξεις. Εκτός από το γεγονός ότι θα υποκαθιστούσε την ανάγκη για τον αιώνιο (θεϊκό) νόμο, γιατί άραγε δεν μπορεί να θεσπιστεί ένα αστικό δίκαιο ώστε να απαγορεύσει όλες τις φαύλες δραστηριότητες; Στόχος του ανθρώπινου δικαίου είναι η πρόσκαιρη ηρεμία του κράτους και όχι η αιώνια σωτηρία. Δεδομένου αυτού του στόχου της προσωρινής ειρήνης και τάξης, ο Ακινάτης σημειώνει ότι η εντολή του ανθρώπινου νόμου είναι να απαγορεύει «ό,τι καταστρέφει την κοινωνική συναναστροφή» και όχι να «απαγορεύει οτιδήποτε αντίκειται στην αρετή». Ο κύριος λόγος για την αδυναμία του αστικού δικαίου να απαγορεύει κάθε φαυλότητα είναι ότι δεν μπορεί να πραγματώσει την πλήρη εσωτερική μεταστροφή ενός ατόμου. Ένα άτομο στην προσωπική του ηθική ζωή πληγώνεται από το προπατορικό αμάρτημα και μπορεί να αποκατασταθεί μόνο με τη χάρη του Θεού. Επομένως, η καταναγκαστική και παιδαγωγική δύναμη του ανθρώπινου νόμου είναι αναποτελεσματική σε αυτό το πεδίο. Ο Ακινάτης βεβαιώνει, λοιπόν, ότι ο ανθρώπινος νόμος δεν μπορεί «να απαιτήσει την τέλεια αρετή από τον άνθρωπο, γιατί μια τέτοια αρετή ανήκει σε λίγους και δεν μπορεί να βρεθεί σε τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων, όσους ο ανθρώπινος νόμος οφείλει να κατευθύνει.
Οποιαδήποτε ανάγνωση των έργων του Ακινάτη για την πολιτική καθιστά ξεκάθαρο ότι η «αστική διακυβέρνηση» (επειδή τον 13ο αιώνα δεν υπήρχε το «κράτος» όπως το ξέρουμε) δεν υπάρχει για να μεταστρέψει το μυαλό των ανθρώπων ή για να ενισχύσει την αρετή τους ή για να τους προστατεύσει από τον εαυτό τους. Ο Dever συνεχίζει:
Δεδομένων αυτών των περιορισμών του αστικού δικαίου, όσον αφορά την αρετή και την φαυλότητα, ο Ακινάτης συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι ο ανθρώπινος νόμος αφήνει πολλές αμαρτωλές πράξεις ατιμώρητες, και το παράδειγμα που χρησιμοποιεί είναι η απλή μοιχεία, υπό την οποία έχει συμπεριλάβει την πορνεία. Σαφώς θέλει να συμπεριλάβει την μοιχεία και την πορνεία σε αυτήν την κατηγορία φαυλοτήτων, που ο ανθρώπινος νόμος δεν μπορεί να ελέγξει και που πρέπει να αφεθούν στον αιώνιο ή τον θεϊκό νόμο. Ωστόσο, δεν θα μπορούσε άραγε να υποστηριχθεί ότι η πορνεία είναι μία από εκείνες τις δραστηριότητες που καταστρέφουν τις κοινωνικές συναναστροφές και επομένως θα έπρεπε να απαγορευθεί από το αστικό δίκαιο; Η γενική αρχή [του Ακινάτη], σύμφωνα με την οποία το κράτος θα ανεχόταν την πορνεία χωρίς να την εγκρίνει, είναι ότι οι ανθρώπινοι νόμοι «αφήνουν ορισμένα πράγματα ατιμώρητα λόγω της κατάστασης εκείνων των ανθρώπων που είναι ατελείς και που θα στερούνταν πολλά πλεονεκτήματα, αν όλες οι αμαρτίες απαγορευόταν αυστηρά και τους επιβάλλονταν τιμωρίες».
Έτσι, εάν ο καλύτερός μας θεολόγος πιστεύει ότι ακόμη και οι σοβαρές ανήθικες πράξεις, όπως η μοιχεία και η πορνεία, πρέπει να είναι νόμιμες, τότε γιατί η αντισύλληψη να μην εμπίπτει σε αυτήν την κατηγορία; Το να υποστηρίζουμε ότι η πολιτική κυβέρνηση στην πραγματικότητα υπάρχει για να ρυθμίζει τι χάπια θα παίρνουμε δείχνει ότι οι Καθολικοί του 21ου αιώνα έχουν καταπιεί αμάσητο το παραμύθι του μοντερνισμού και έχουν αποδεχθεί την σύγχρονη ιδέα ότι η πολιτική κυβέρνηση υπάρχει για να ρυθμίζει κάθε πτυχή της ζωής μας.
Το ηθικό καθεστώς της αντισύλληψης, όπως και αυτό της μοιχείας και της πορνείας, είναι ένα ξεκάθαρο ζήτημα στην Καθολική διδασκαλία. Όσοι Καθολικοί διαφωνούν μπορεί να νιώσουν πιο άνετα σε κάποια άλλη εκκλησία. Από την άλλη μεριά, ο ρόλος της πολιτικής κυβέρνησης σε αυτό το θέμα είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα. Εκείνοι που πιστεύουν ότι τα κράτη πρέπει να ασχολούνται με την παροχή εταιρικής εύνοιας σε παρόχους υγειονομικής περίθαλψης και σε φαρμακευτικές εταιρείες με τη μορφή της ρύθμισης των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, έχουν το βάρος να αποδείξουν ότι οι ενήλικες άνθρωποι δεν είναι σε θέση να προσδιορίσουν ποιες ουσίες πρέπει να βάλουν στο σώμα τους και ότι η κρατική ρύθμιση δεν θα οδηγούσε παρά μόνο στο είδος των επιβλαβών για την κοινωνία επιπτώσεων που αναφέρθηκαν από τον Ακινάτη και τον Αυγουστίνο στις αναλύσεις τους για την πορνεία.
Χάρη στις αλλαγές στην ιατρική και την φαρμακευτική τεχνολογία, ωστόσο, είναι πιθανό όλη αυτή η συζήτηση να είναι άκυρη μέσα σε εκατό χρόνια, όταν οι άνθρωποι θα ανατρέχουν στην σημερινή εποχή των κυβερνητικών απαγορεύσεων της χρήσης ναρκωτικών, της οπλοκατοχής και της εργασίας και θα γελούν στην σκέψη ότι υπήρξε ποτέ μια τέτοια εποχή που πιστεύαμε ότι το κράτος θα μπορούσε πραγματικά να επιβάλει τέτοιου είδους νόμους. Η πραγματικότητα του εμπορίου και της τεχνολογίας ξεπερνά ήδη το κράτος, και στο -όχι και τόσο μακρινό- μέλλον, εμείς οι Καθολικοί θα αφεθούμε ξανά στην ησυχία μας, όπως ήμασταν κατά τα περισσότερα από τα τελευταία 2.000 χρόνια, και αυτή η σύντομη εποχή της οκνηρής επίκλησης του κράτους, για να πολεμά κάθε μία από τις δικές μας μάχες για λογαριασμό μας, θα έχει τελειώσει.