O Σουμπέτερ για τους κινδύνους του «φορολογικού κράτους»
Το κράτος δεν φορολογεί απλώς για να συντηρηθεί ή για να υπερασπιστεί το έθνος, αλλά για να αναδιαμορφώσει την κοινωνία, να ανταμείψει τους πελάτες του και να διαχειριστεί τον δυσαρεστημένο πληθυσμό.
Ετικέτες: Κράτος, Ιστορία, Αυστριακή Σχολή, Πρόσωπα
Άρθρο του Τζόζεφ Σόλις-Μάλεν, δημοσιευμένο στις 12/5/2025 από το Mises Institute.
Μολονότι ο Γιόζεφ Σουμπέτερ και η Αυστριακή Σχολή συχνά διαφωνούν για θεμελιώδη ζητήματα της οικονομικής θεωρίας - ιδιαίτερα για τη θεωρία της αξίας, του κεφαλαίου και για τον ρόλο της επιχειρηματικότητας - θα ήταν λάθος να παραβλέψουμε το σημαντικό κοινό έδαφος που μοιράζονται όσον αφορά τη διάγνωσή τους για το κράτος και την επικίνδυνη τάση του να αυξάνεται. Πράγματι, παρά τις μεθοδολογικές και θεωρητικές διαφωνίες, η κριτική του Σουμπέτερ για την κρατική εξουσία - ειδικά όπως διατυπώνεται το 1918 στο δοκίμιό του με τίτλο «Η Κρίση του Φορολογικού Κράτους» - αντηχεί έντονα με τις προειδοποιήσεις που απηύθυναν Αυστριακοί στοχαστές όπως ο Λούντβιχ φον Μίζες και ο Μάρεϊ Ρόθμπαρντ.
Για τον Σουμπέτερ, το κράτος δεν είναι κάποιος εξιδανικευμένος δημόσιος θεσμός που τείνει προς το κοινό καλό, όπως θα μπορούσε να το παρουσιάσει η κυρίαρχη τάση, τόσο της κλασικής όσο και της προοδευτικής πολιτικής σκέψης. Αντίθετα, είναι ένας ιστορικά ενδεχομενικός σχηματισμός, του οποίου το μέγεθος, το σχήμα και ο ρόλος καθορίζονται κυρίως από την ικανότητά του να αυξάνει τα έσοδά του, ιδίως μέσω της φορόλογησης. Και σε αυτόν τον δημοσιονομικό πυρήνα, υποστηρίζει ο Σουμπέτερ, αποκαλύπτεται η πραγματική φύση του κράτους.
«Τα δημόσια οικονομικά», έγραψε, «είναι ένα από τα καλύτερα σημεία εκκίνησης για μια διερεύνηση της κοινωνίας». Κατά την άποψή του, είναι κάτι περισσότερο από ένα τεχνικό χαρακτηριστικό της διακυβέρνησης. Είναι το ίδιο το νευραλγικό κέντρο της πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας. Αν το κράτος μπορεί να την χρηματοδοτήσει […] θα το επιχειρήσει.
Αυτό μας φέρνει στην ανάλυσή του για τη Ρώμη, την οποία ο Σουμπέτερ χρησιμοποιεί ως ιστορική μελέτη περίπτωσης ενός κράτους, του οποίου η δημοσιονομική και στρατιωτική επέκταση τελικά έσπειρε τους σπόρους της ίδιας του της καταστροφής. Σε ένα απόσπασμα με απόκοσμη σημασία για τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, παρατήρησε το πώς η μετάβαση της Ρώμης από τη Δημοκρατία στην Αυτοκρατορία επέφερε όχι μόνο την έξωθεν κατάκτηση, αλλά και τον εσωτερικό μετασχηματισμό του κρατικού μηχανισμού. Ο πόλεμος και η εδαφική επέκταση απαιτούσαν όλο και μεγαλύτερη διοίκηση, φορολογία και γραφειοκρατικοποίηση. Το ρωμαϊκό κράτος έγινε, στην πραγματικότητα, ένα παράσιτο υπερβολικά διογκωμένο για να συντηρηθεί από την κοινωνία που το γέννησε.
Δείτε σχετικά: «Πώς η υποτίμηση του νομίσματός της γκρέμισε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία»
Σε αυτό, ο Σουμπέτερ ήταν μπροστά από την εποχή του. Η αναγνώρισή του ότι η επέκταση της κρατικής εξουσίας, ειδικά κατά τη διάρκεια ενός πολέμου και μετά από αυτόν, τείνει να μην υποχωρεί, αλλά να επιμένει και να εμβαθύνεται, προαναγγέλλει το μεταγενέστερο έργο του Ρόμπερτ Χιγκς στο βιβλίο του «Κρίση και Λεβιάθαν». Επίσης, απηχεί την κριτική του Μίζες στο βιβλίο του «Γραφειοκρατία» και την επιμονή του Ρόθμπαρντ και υπολοίπων ότι το κράτος είναι, κατά βάση, ένας αρπακτικός θεσμός που ευδοκιμεί μέσω του εξαναγκασμού και του παρασιτισμού.
Ο Σουμπέτερ προειδοποίησε για αυτό που ονόμασε «φορολογικό κράτος» - ένα κράτος που δεν δεσμεύεται πλέον από περιορισμένους στόχους ή συνταγματικές αρχές, αλλά που θεωρεί τον δημοσιονομικό μηχανισμό ως εργαλείο κοινωνικής μηχανικής και διαχείρισης των τάξεων. Το σύγχρονο κράτος, σε αντίθεση με τη μεσαιωνική μοναρχία ή το πρώιμο φιλελεύθερο-συνταγματικό σύστημα, δεν φορολογεί απλώς για να συντηρηθεί ή να υπερασπιστεί το έθνος. Φορολογεί για να αναδιαμορφώσει την κοινωνία, να ανταμείψει τους πελάτες του και να διαχειριστεί έναν ολοένα και πιο δυσαρεστημένο και ανήσυχο πληθυσμό.
Υπό αυτή την έννοια, η σύγκριση μεταξύ της ύστερης Δημοκρατίας της Ρώμης και της σύγχρονης Δύσης δεν είναι απλώς ποιητική: είναι δομική. Όπως ακριβώς το ρωμαϊκό κράτος πλούτισε μέσω της κατάκτησης και στη συνέχεια βρέθηκε ανίκανο να υποχωρήσει από τις υποχρεώσεις και τα διοικητικά βάρη που έφεραν οι κατακτήσεις, έτσι και το σύγχρονο αμερικανικό κράτος έχει εμπλακεί σε παγκόσμιες στρατιωτικές δεσμεύσεις, υποχρεώσεις κοινωνικής πρόνοιας και ρυθμιστικούς λαβύρινθους, από τους οποίους δεν μπορεί -ή δεν σκοπεύει- να υποχωρήσει. Όπως σημείωσε ο Χάσκελ στο βιβλίο του «Η Νέα Συμφωνία στην Παλαιά Ρώμη» , το αμερικανικό αυτοκρατορικό κράτος έχει φτάσει να μοιάζει με τη Ρώμη όχι μόνο στην παγκόσμια παρουσία του, αλλά και στην εσωτερική πολιτική του λογική: στο κράτος πρόνοιας του «άρτος και θεάματα», στην πελατειακή πολιτική του Κογκρέσου, στην ιμπεριαλιστική προεδρία και στην διάβρωση της πολιτικής αρετής.
Αυτό που κάνει την ανάλυση του Σουμπέτερ ιδιαίτερα συγκινητική είναι η κατανόησή του ότι η δημοσιονομική δυνατότητα του κράτους, η ικανότητά του να δανείζεται, να πληθωρίζει το χρήμα και να φορολογεί, θέτει τα όρια για το τι μπορεί να επιχειρήσει. Και μόλις το κράτος κατακτήσει αυτά τα εργαλεία, σπανίως συγκρατείται. Οι σύγχρονες χρηματοοικονομικές καινοτομίες, ιδίως το πλασματικό (fiat) νόμισμα και οι κεντρικές τράπεζες, έχουν απλά επιταχύνει αυτή τη δυναμική, επιτρέποντας στο κράτος να αναβάλει τον δημοσιονομικό απολογισμό, ενώ παράλληλα να εμβαθύνει την επιρροή του στην οικονομία και την κοινωνία.
Ίσως, όπως ήταν αναμενόμενο, υπάρχει μια κάποια απαισιοδοξία στην κριτική του Σουμπέτερ. Πίστευε ότι ο καπιταλισμός, αντί να θριαμβεύσει, θα κατέρρεε όχι από τις εσωτερικές του αντιφάσεις - όπως είχε υποθέσει ο Μαρξ - αλλά επειδή η επιτυχία του θα γεννούσε εκείνες ακριβώς τις κοινωνικές δυνάμεις που θα τον κατέστρεφαν. Διανοούμενοι, γραφειοκράτες και ψηφοφόροι, φοβόταν ο Σουμπέτερ, θα συνωμοτούσαν όλοι, εν γνώσει τους ή όχι, για να αντικαταστήσουν τον δυναμικό, ριψοκίνδυνο επιχειρηματία με την παθητική ασφάλεια του διοικητικού κράτους. Σε αυτό το ζήτημα, προέβλεψε την Επανάσταση της Διοίκησης του Τζέιμς Μπέρναμ και συμμεριζόταν τον φόβο του Μίζες για μια επαπειλούμενη «σχεδιασμένη οικονομία».
Για όσους από εμάς ακολουθούμε την παράδοση της αυστριακής σχολής, ο Σουμπέτερ είναι επομένως ένας περίπλοκος αλλά πολύτιμος σύμμαχος. Οι γνώσεις του σχετικά με τα δημοσιονομικά θεμέλια της κρατικής εξουσίας, ο ιστορικός ρεαλισμός του και οι προειδοποιήσεις του για τη γραφειοκρατικοποίηση της κοινωνίας παραμένουν απαραίτητα αναγνώσματα. Μολονότι μπορεί να χωρίσουμε τους δρόμους μας μαζί του, όσον αφορά τη θεωρία της ισορροπίας ή τη μοιρολατρία του για την κατάρρευση του καπιταλισμού, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε το βάθος της συμβολής του στην κατανόηση των παθολογιών της διόγκωσης του κράτους.
Η Ρώμη, όπως μας υπενθυμίζει ο Σουμπέτερ, δεν καταστράφηκε με μία μόνο πράξη βαρβαρικής κατάκτησης: αποσυντέθηκε εκ των έσω, η πολιτική της οικονομία μετατράπηκε από οικονομία της ελευθερίας και του πολιτικού καθήκοντος σε μια οικονομία αυτοκρατορικής διοίκησης και παρασιτικών προνομίων. Αυτή η διαδικασία, κατά τραγικό τρόπο, δεν τελείωσε στην Ρώμη. Απλώς ξεκίνησε εκεί.