Βιβλίο: Hans-Hermann Hoppe - Τι πρέπει να κάνουμε
Το μικρής έκτασης βιβλίο «What Must Be Done» του κορυφαίου εν ζωή αναρχο-φιλελεύθερου στοχαστή στον κόσμο.
Περιεχόμενα
1) Κοινωνία και συνεργασία
2) Προστασία και κράτος
3) Το ανέφικτο του περιορισμού του Κράτους
4) Μοναρχία vs δημοκρατίας
5) Οι τρέχουσες συνθήκες
6) Στρατηγική: Ο τερματισμός της νόσου του κρατισμού
7) Μεταρρύθμιση άνωθεν: ο προσηλυτισμός του βασιλιά
8) Η εξαφάνιση των φυσικών ελίτ
9) Ο ρόλος των διανοουμένων
10) Μια επανάσταση από τη βάση προς τα πάνω
Εισαγωγή
Πώς πρέπει να προσεγγίσουν το σύγχρονο κράτος οι αναρχοκαπιταλιστές; Ο Hans-Hermann Hoppe αναλύει τη φύση του σύγχρονου δημοκρατικού κράτους και προτείνει στρατηγικές για την εφαρμογή μιας ελευθεριστικής επανάστασης, από κάτω προς τα πάνω, στην ιδεολογία και την πολιτική διακυβέρνηση.
Ο Hoppe ξεκινά εξετάζοντας τη φύση του κράτους ως «μονοπωλίου της άμυνας και της παροχής και επιβολής του νόμου και της τάξης». Όπως όλα τα κρατικώς εξουσιοδοτημένα μονοπώλια, το μονοπώλιο της επιβολής του νόμου οδηγεί επίσης σε υψηλότερες τιμές και χαμηλότερη ποιότητα υπηρεσιών. Γιατί είναι ανεκτή αυτή η κατάσταση πραγμάτων; Τα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη —πολύ περισσότερο από τις παλιές μοναρχίες και τα πριγκιπικά φέουδα— θεωρούνται ηθικά και απαραίτητα, παρά τα άφθονα στοιχεία για το αντίθετο.
Στο μυαλό των περισσότερων σύγχρονων πολιτών στα δημοκρατικά κράτη, ο νόμος και η τάξη είναι αυτό που λέει το κράτος, και αυτό οδήγησε σε μια μακρά περίοδο συγκεντρωτισμού και εδραίωσης της εξουσίας από αυτά τα κράτη.
Πώς μπορεί ο ελευθεριστής να αντισταθεί σε αυτήν την τάση; Ο Hoppe προσφέρει ένα πρόγραμμα που μπορεί να ανοίξει το δρόμο για μια νέα ελευθεριστική κοινωνία.
Κοινωνία και συνεργασία
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με λίγα λόγια σχετικά με την κοινωνία. Γιατί υπάρχει η κοινωνία; Γιατί συνεργάζονται οι άνθρωποι; Γιατί υπάρχει ειρηνική συνεργασία κι όχι ένας μόνιμος πόλεμος μεταξύ των ανθρώπων; Οι Αυστριακοί θεωρητικοί*, και ιδίως της σχολής του Mises, τονίζουν το γεγονός ότι δεν χρειάζεται να υποθέσουμε κάτι σαν συμπάθεια ή αγάπη για άλλους ανθρώπους για να το ερμηνεύσουμε αυτό. Το συμφέρον - δηλαδή, το να προτιμά κανείς περισσότερα πράγματα, παρά λιγότερα - αρκεί απόλυτα για να εξηγηθεί αυτό το φαινόμενο της συνεργασίας. Οι άνθρωποι συνεργάζονται επειδή είναι σε θέση να αναγνωρίσουν ότι η παραγωγή υπό το σύστημα της κατανομής της εργασίας είναι πιο πλούσια από ό,τι υπό την αυτάρκη απομόνωση. Απλά φανταστείτε να εγκαταλείπαμε τον καταμερισμό της εργασίας, και θα αντιληφθείτε αμέσως ότι θα γινόμασταν απελπιστικά φτωχοί και το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας θα πέθαινε άμεσα.
Σημειώστε ένα σημαντικό πράγμα εδώ, και θα επανέλθω σε αυτό. Τι συνεπάγεται αυτή η εξήγηση και τι δεν συνεπάγεται: Δεν συνεπάγεται βέβαια ότι θα υπάρχει πάντα και χωρίς καμία εξαίρεση ή αναστάτωση, τίποτε άλλο εκτός από ειρήνη μεταξύ των ανθρώπων. Υπάρχουν πάντα ληστές και δολοφόνοι, και κάθε κοινωνία πρέπει με κάποιον τρόπο να αντιμετωπίσει αυτούς τους τύπους. Αλλά συνεπάγεται πράγματι ότι η θεωρία του Hobbes για την ανάδυση της ειρηνικής συνεργασίας αποτελεί μια θεμελιώδη παρανόηση.
Ο Thomas Hobbes υπέθεσε ότι οι άνθρωποι θα ήταν μόνιμα σε εμπόλεμη κατάσταση, εάν δεν υπήρχε κάποιο ανεξάρτητο τρίτο μέρος - που είναι φυσικά το Κράτος – για να τους συμβιβάσει μεταξύ τους. Τώρα, θα παρατηρήσατε αμέσως τι είδους περίεργη κατασκευή είναι αυτή. Οι άνθρωποι υποτίθεται ότι είναι κακοί λύκοι, και ότι μπορούν να μετατραπούν σε πρόβατα εάν ένας άλλος τρίτος λύκος τους κυβερνά. Εάν αυτός ο τρίτος είναι επίσης λύκος, όπως προφανώς πρέπει να είναι, τότε ακόμα κι αν μπορεί να οδηγήσει στην ειρήνευση μεταξύ δύο ατόμων, αυτό προφανώς υποδηλώνει ότι θα υπήρχε ένας μόνιμος πόλεμος μεταξύ του κυβερνώντος λύκου και των δύο λύκων που τώρα συνεργάζονται ειρηνικά μεταξύ τους.
Αυτό που υποδηλώνεται είναι κάτι πολύ σημαντικό. Δεν χρειάζεται να υπάρχει Κράτος, ή δεν χρειάζεται να υπάρχει κάποιο ανεξάρτητο τρίτο μέρος, προκειμένου να υπάρξει συνεργασία μεταξύ δύο ατόμων. Κάτι το οποίο μπορείτε επίσης να αντιληφθείτε αμέσως εάν κοιτάξετε, για παράδειγμα, το διεθνές τοπίο. Δεν υπάρχει κάποια οντότητα που ονομάζεται παγκόσμια κυβέρνηση - τουλάχιστον όχι ακόμα – κι όμως, οι άνθρωποι από διαφορετικές χώρες εξακολουθούν να συνεργάζονται ειρηνικά μεταξύ τους. Ή, ακόμη και μέσα από το μεγαλύτερο κοινωνικό χάος, πάντα αναδύεται ξανά στην επιφάνεια η συνεργασία.
Το σημείο στο οποίο καταλήγουμε είναι απλά ότι η ειρηνική συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων είναι ένα απόλυτα φυσικό και διαρκώς επανεμφανιζόμενο φαινόμενο. Και από αυτήν τη συνεργασία λοιπόν, και εξίσου φυσικά, και εξίσου καθοδηγούμενος από το ιδιοτελές συμφέρον, έρχεται ο σχηματισμός κεφαλαίου, και το χρήμα, το μέσο των συναλλαγών, και στη συνέχεια ο καταμερισμός της εργασίας επεκτείνεται τελικά σε ολόκληρο τον κόσμο, και επίσης το χρήμα, το συναλλακτικό χρήμα, γίνεται επίσης ένα παγκοσμίως χρησιμοποιούμενο συναλλακτικό χρήμα. Το υλικό βιοτικό επίπεδο αυξάνεται για όλους, και με βάση τα υψηλότερα υλικά επίπεδα διαβίωσης, μπορεί να αναπτυχθεί και να διατηρηθεί μια ολοένα πιο περίπλοκη υπερδομή μη υλικών αγαθών, δηλαδή ο πολιτισμός – η επιστήμη, οι τέχνες, η λογοτεχνία, κλπ.
Αν θέλεις να δείξεις έμπρακτα την εκτίμησή σου για την δουλειά που κάνω και να μου δώσεις ώθηση να συνεχίσω, τώρα μπορείς να γίνεις συνδρομητής-τρια με το ελάχιστο ποσό που επιτρέπει η πλατφόρμα του Substack:
5 ευρώ/μήνα, που δεν είναι δεσμευτικό για τον επόμενο μήνα, ή 30 ευρώ/έτος, που επίσης δεν είναι δεσμευτικό για το επόμενο έτος.
Οι συνδρομητές αποκτούν πρόσβαση σε όλα τα κλειδωμένα άρθρα, στο παρόν βιβλίο, καθώς και στο βιβλίο του Murray Rothbard «Ανατομία του Κράτους».
Προστασία και κράτος
Όμως κάτι μπορεί να συμβεί, και προφανώς έχει συμβεί, που διαταράσσει και στρεβλώνει, ή ακόμη και εκτροχιάζει, αυτήν την φυσιολογική εξέλιξη που βασίζεται στο ιδιοτελές συμφέρον. Και φυσικά αυτό είναι το Κράτος, το οποίο θα ορίσω αρχικά, μάλλον αφαιρετικά, ως ένα εξαναγκαστικά χρηματοδοτούμενο εδαφικό μονοπώλιο προστασίας. Δηλαδή, ένα μονοπώλιο της άμυνας και της παροχής και επιβολής του νόμου και της τάξης.
Τώρα, πώς δημιουργείται ένα κράτος; Ενώ αυτό είναι κάτι γενικά, και νομίζω σκόπιμα, συγκεχυμένο, θα πρέπει να γίνει σαφές εξαρχής ότι ο νόμος και η τάξη, ή η προστασία της περιουσίας από την μία, κι από την άλλη το κρατικό δίκαιο, η κρατική τάξη, και η κρατική προστασία, δεν είναι το ένα και το αυτό, δεν είναι πανομοιότυπα πράγματα. Ακριβώς όπως η ιδιοκτησία και η κοινωνική συνεργασία που βασίζονται στον καταμερισμό της εργασίας είναι φυσικά πράγματα, έτσι και η ανθρώπινη επιθυμία να προστατεύεται η περιουσία μας από φυσικές και κοινωνικές καταστροφές, όπως το έγκλημα, είναι μια εντελώς φυσική επιθυμία. Και για να ικανοποιηθεί αυτή η επιθυμία, υπάρχει πρωτίστως η αυτοπροστασία. Προφυλάξεις, ασφάλιση (ατομική ή συνεταιριστική), επαγρύπνηση, αυτοάμυνα και τιμωρία.
Και ας μην υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς την αποτελεσματικότητα ενός συστήματος προστασίας που βασίζεται στην προθυμία των ανθρώπων να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Έτσι διατηρήθηκε ο νόμος και η τάξη κατά το μεγαλύτερο διάστημα της Ιστορίας για το μεγαλύτερο ποσοστό της ανθρωπότητας. Σε κάθε χωριό, ακόμη και μέχρι σήμερα, ο νόμος και η τάξη διατηρούνται βασικά με αυτόν τον τρόπο. Η Αμερικανική Άγρια Δύση, η οποία δεν ήταν ακριβώς «άγρια» σε σύγκριση με την τωρινή κατάσταση, είναι ο τρόπος με τον οποίο διατηρήθηκε ο νόμος και η τάξη, από τους ανθρώπους που ήταν πρόθυμοι να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.
Επιπλέον, ο καταμερισμός της εργασίας μετά θα επηρεάσει βεβαίως την παραγωγή υπηρεσιών ασφάλειας και προστασίας. Όσο υψηλότερο είναι το βιοτικό επίπεδο, τόσο περισσότεροι άνθρωποι -πέρα από τα μέτρα αυτοάμυνας- θα θέλουν επίσης να συμμετάσχουν στα πλεονεκτήματα του καταμερισμού της εργασίας και να βασιστούν για την προστασία τους σε έναν εξειδικευμένο πάροχο προστασίας, σε παρόχους νόμου αλλά και τάξης, δικαιοσύνης, και προστασίας. Και φυσικά, κάθε άτομο θα αναζητήσει για αυτόν τον συγκεκριμένο σκοπό, άτομα ή θεσμούς που έχουν κάτι για να προστατευθούν οι ίδιοι - που έχουν τα μέσα να διασφαλίσουν μια αποτελεσματική προστασία, και που έχουν φήμη ως δίκαιοι και αμερόληπτοι δικαστές. Σε κάθε κοινωνία που υπερβαίνει τον ελάχιστο βαθμό πολυπλοκότητας, θα εμφανιστούν γρήγορα συγκεκριμένα άτομα, τα οποία λόγω του ότι έχουν περιουσία προς υπεράσπιση, ότι έχουν καλή φήμη και ούτω καθεξής, θα αναλάβουν το ρόλο του δικαστή, των ειρηνευτή και του προστάτη. Και πάλι, κάθε χωριό μέχρι και σήμερα, κάθε μικρή κοινότητα, ακόμη και η άγρια Δύση βεβαίως, απεικονίζουν την αλήθεια αυτού του συμπεράσματος.
Η προστασία επίσης είναι δυνατή χωρίς το Κράτος (*). Αυτό θα έπρεπε να είναι απολύτως προφανές, αλλά σε μια εποχή κρατικιστικού συγκεντρωτισμού και σύγχυσης, είναι όλο και πιο απαραίτητο να τονίζεται αυτή η στοιχειώδης και ωστόσο, όπως θα δούμε, πολύ επικίνδυνη ιδέα. Το αποφασιστικό βήμα για την εκτροπή της ανθρώπινης ιστορίας από τη φυσική της πορεία – το προπατορικό αμάρτημα της ανθρωπότητας, τρόπος του λέγειν - συνέβη με τη μονοπώληση της παροχής προστασίας, άμυνας, ασφάλειας και τάξης: Η μονοπώληση αυτών των καθηκόντων από έναν μόνο από τους αρχικά πολυάριθμους προστάτες, αποκλείοντας όλους τους άλλους. Μονοπώλιο προστασίας υπάρχει όταν ένας μεμονωμένος οργανισμός ή ένα άτομο μπορεί αποτελεσματικά να επιμείνει ότι όλοι σε μια δεδομένη περιοχή πρέπει να απευθύνονται αποκλειστικά σε αυτόν για θέματα δικαιοσύνης και προστασίας. Δηλαδή, κανείς δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στην αυτοάμυνα, ή να βασιστεί για την ασφάλειά του σε κάποιον άλλο. Μόλις επιτευχθεί αυτό το μονοπώλιο, τότε η χρηματοδότηση αυτού του προστάτη δεν είναι πλέον εντελώς εθελοντική, αλλά εν μέρει καθίσταται υποχρεωτική.
Και, όπως προβλέπει η καθιερωμένη Αυστριακή οικονομική σχολή, όταν δεν υπάρχει πλέον ελεύθερη είσοδος στον τομέα της προστασίας της ιδιοκτησίας, όπως και σε οποιονδήποτε άλλο τομέα, η τιμή της προστασίας θα αυξηθεί και η ποιότητα της προστασίας θα μειωθεί. Ο μονοπωλητής θα γίνεται όλο και λιγότερο ένας προστάτης της περιουσίας μας, και όλο και περισσότερο μια συμμορία προστασίας, ή ακόμη και ένας συστηματικός εκμεταλλευτής των ιδιοκτητών ιδιοκτησίας. Θα γίνει ο θύτης και ο καταστροφέας των πολιτών και της περιουσίας τους, που αρχικά υποτέθηκε ότι προστατεύει.
Τώρα αυτό που περιγράφεται εύκολα με αφηρημένους όρους (μονοπώλιο) είναι στην πράξη ένα επίπονο και χρονοβόρο έργο. Πώς μπορεί κανείς να ξεφύγει χωρίς συνέπειες έχοντας αποκλείσει όλους τους άλλους προστάτες από τον ανταγωνισμό; Και γιατί οι άνθρωποι, και ειδικά οι αποκλεισμένοι υπόλοιποι δυνητικοί ειρηνοποιοί και δικαστές, θα επέτρεπαν να συμβεί κάτι τέτοιο, ώστε ένα άτομο να μονοπωλήσει αυτήν την υπηρεσία; Τώρα, η απάντηση σχετικά με την καταγωγή του κράτους είναι στις λεπτομέρειές της πολύ περίπλοκη, αλλά στη γενική δομή της είναι πολύ εύκολο να αναγνωριστεί.
Πρώτον, κάθε κράτος, δηλαδή κάθε μονοπωλιακή υπηρεσία προστασίας, πρέπει να ξεκινήσει ή μπορεί να προέλθει, μόνο σε ένα εξαιρετικά μικρό γεωγραφικό επίπεδο, όπως ένα χωριό. Είναι πρακτικά αδιανόητο ότι ένα παγκόσμιο Κράτος, ή ένα μονοπώλιο προστασίας που περιλαμβάνει ολόκληρο τον παγκόσμιο πληθυσμό, θα μπορούσε να υπάρξει από το μηδέν.
Το δεύτερο πράγμα που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι δεν μπορεί να γίνει ο καθένας τοπικό μονοπώλιο προστασίας. Αντίθετα, τα τοπικά μονοπώλια προστασίας αρχικά είναι τα μέλη της φυσικής κοινωνικής ελίτ. Δηλαδή, αρχικά είναι τα επιτυχημένα και αναγνωρισμένα μέλη της κοινωνίας. Ήταν επίσης, πριν φτάσουν στη θέση ενός μονοπωλητή, άνθρωποι που προηγουμένως επιλέγονταν εθελοντικά ως προστάτες. Μόνο ως εδραιωμένες και αναγνωρισμένες ελίτ, των οποίων η εξουσία είναι ουσιαστικά εθελούσια, είναι δυνατόν να κάνουν αυτό το αποφασιστικό βήμα προς τη μονοπώληση, και να ξεφύγουν χωρίς συνέπειες.
Δηλαδή, κάθε αρχική τοπική διοίκηση ή πολιτεία, προέρχεται από μια μορφή προσωπικών ή ιδιωτικών φεουδαρχιών ή πριγκηπάτων. Κανείς δεν θα εμπιστευόταν σε οποιονδήποτε τη διατήρηση του νόμου, της τάξης και της δικαιοσύνης, και ιδίως εάν αυτό το πρόσωπο ή η υπηρεσία είχε μονοπώλιο για το συγκεκριμένο έργο. Αντίθετα, οι άνθρωποι θα αναζητούσαν προφανώς προστασία από κάποιον γνώριμο, και φημισμένο για τις γνώσεις του, και μόνο ένα τέτοιο άτομο, ένας ευγενής ή ένας αριστοκράτης, μπορεί ενδεχομένως να αποκτήσει αρχικά μια μονοπωλιακή θέση.
Ιστορικά, παρεμπιπτόντως, αν κοιτάξει κανείς τη σύγχρονη ή την αρχαία ιστορία, τα Κράτη παντού είναι βασικά πρώτα πριγκηπάτα, και μόνο αργότερα γίνονται δημοκρατικά Κράτη. Και παρ’ όλο που είναι αλήθεια ότι τα Κράτη αναγκαστικά πρέπει να ξεκινούν μόνο ως τοπικά και συνήθως ως πριγκηπικά Κράτη, και πάλι, χρειάστηκαν εκατοντάδες χρόνια για να υπάρξει κάτι που να μοιάζει με το σύγχρονο κράτος.
Το ανέφικτο του περιορισμού του Κράτους
Τώρα, μόλις τεθεί σε εφαρμογή η μονοπώληση της προστασίας, μπαίνει σε λειτουργία μια δική της λογική. Κάθε μονοπωλητής εκμεταλλεύεται τη θέση του. Η τιμή της προστασίας θα αυξηθεί, και το πιο σημαντικό, το περιεχόμενο του δικαίου, δηλαδή η ποιότητα του προϊόντος, θα αλλάξει προς όφελος του μονοπωλητή και εις βάρος των άλλων. Η δικαιοσύνη θα διαστραφεί και ο προστάτης θα γίνεται όλο και περισσότερο ένας εκμεταλλευτής και απαλλοτριωτής. Πιο συγκεκριμένα, ως αποτέλεσμα της εδαφικής μονοπώλησης της προστασίας, δημιουργούνται δύο τάσεις. Πρώτον, μια τάση προς την επέκταση της εκμετάλλευσης, και δεύτερον, μια τάση προς την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης.
Όντας αρχικά τοπικοί θεσμοί, τα Κράτη έχουν μια εγγενή τάση, που καθοδηγείται από το ίδιον συμφέρον, να επιθυμούν περισσότερο εισόδημα και όχι λιγότερο – δηλαδή προς την εδαφική επέκταση. Όσο περισσότερους υπηκόους προστατεύει - ή μάλλον εκμεταλλεύεται - ένα Κράτος, τόσο το καλύτερο για εκείνο. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των Κρατών - δηλαδή των εδαφικών μονοπωλητών - είναι ένας ανταγωνισμός αλληλοεξόντωσης: είτε είμαι εγώ, είτε είστε εσείς ο μονοπωλητής της εκμετάλλευσης των ανθρώπων.
Επιπλέον, όταν υπάρχουν ευάριθμα Κράτη, οι άνθρωποι μπορούν εύκολα να μετακινηθούν με τα πόδια τους. Ωστόσο, η απώλεια πληθυσμού από την άποψη του κράτους, είναι ένα ενοχλητικό πρόβλημα. Ως εκ τούτου, τα Κράτη σχεδόν αυτομάτως έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, και ένας τρόπος επίλυσης αυτής της σύγκρουσης, από κρατικιστική άποψη, είναι η εδαφική επέκταση: είτε μέσω πολέμου είτε μέσω συνασπισμού, και μερικές φορές με ανοιχτή εξαγορά. Τελικά, αυτή η τάση θα σταματήσει μόνο με τη δημιουργία ενός οικουμενικού Κράτους.
Η δεύτερη τάση είναι η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης. Η επέκταση της εκμετάλλευσης - το να κλέβεις τους ανθρώπους - εκ μέρους του Κρατικού μονοπωλίου, συνεπάγεται και από μόνη της μια εντατικοποίηση, επειδή όσο μικρότερος είναι ο αριθμός των ανταγωνιζόμενων Κρατών - δηλαδή όσο μεγαλύτερες γίνονται οι Κρατικές περιοχές - τόσο λιγότερες είναι οι ευκαιρίες να «ψηφίσει» κανείς μεταναστεύοντας. Και υπό το σενάριο ενός παγκόσμιου Κράτους, οπουδήποτε κι αν πάει κανείς, η φορολογική και κανονιστική δομή θα είναι η ίδια. Δηλαδή, με την απειλή της μετανάστευσης να έχει εξουδετερωθεί, η μονοπωλιακή εκμετάλλευση φυσικά θα αυξηθεί - δηλαδή, το κόστος της προστασίας θα αυξηθεί και η ποιότητα θα μειωθεί.
Μοναρχία vs δημοκρατίας
Ωστόσο, ακόμη και πέρα από αυτό, μόλις υπάρξει ένα μονοπώλιο προστασίας, για οποιαδήποτε δεδομένη επικράτεια, ο μονοπωλητής θα προσπαθήσει να εντείνει την εκμετάλλευσή του και να αυξήσει το εισόδημα και τον πλούτο του εις βάρος των προστατευόμενων υπηκόων στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Εφόσον το μονοπώλιο ανήκει σε ένα μόνο άτομο, όπως ένας πρίγκιπας ή ένας βασιλιάς, και ειδικά όταν είναι ένα κληρονομικό μονοπώλιο, τότε είναι προς το συμφέρον του μονοπωλητή, καθώς κατέχει το μονοπώλιο και την κεφαλαιακή του αξία, να διατηρήσει την αξία της περιουσίας του. Θα εκμεταλλευτεί λίγο σήμερα για να μπορεί να εκμεταλλευτεί περισσότερο αύριο.
Η λαϊκή αντίσταση ενάντια στην επέκταση της Κρατικής εξουσίας θα είναι πολύ έντονη, εάν υπάρχει ένα μόνο άτομο που είναι υπεύθυνο, διότι προφανώς δεν υπάρχει ελεύθερη είσοδος στον κρατικό μηχανισμό, και τα οφέλη του μονοπωλίου συσσωρεύονται υπέρ ενός ανθρώπου και της εκτεταμένης οικογένειάς του - δηλαδή, της κληρονομικής αριστοκρατίας. Κατά συνέπεια, η δημόσια δυσαρέσκεια και επαγρύπνηση εντείνεται, και οι προσπάθειες εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης βρίσκουν σύντομα σοβαρούς περιορισμούς. Οι άνθρωποι μισούσαν τον βασιλιά επειδή συνειδητοποιούσαν ότι «αυτός είναι ο εξουσιαστής και εμείς οι εξουσιαζόμενοι».
Προβλέψιμα, μια μεγάλη ώθηση προς τα εμπρός στην επιθυμία του Κράτους για εντατική εκμετάλλευση εμφανίστηκε μόνο σε συνδυασμό με τη μεταρρύθμιση του Κράτους - που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια αιώνων - από ένα πριγκιπικό σε ένα δημοκρατικό Κράτος. Υπό τη σύγχρονη πλειοψηφιοκρατική δημοκρατία - δηλαδή, υπό τη μορφή του Κράτους που άνθησε πλήρως μετά τον Α 'Παγκόσμιο Πόλεμο σε παγκόσμια κλίμακα - το μονοπώλιο και η εκμετάλλευση δεν εξαφανίζονται. Η πλειοψηφιοκρατική δημοκρατία δεν είναι ένα σύστημα αυτό-διοίκησης και αυτό-προστασίας. Το κράτος και ο λαός δεν είναι ένα και το αυτό. Με την αντικατάσταση ενός μη εκλεγμένου πρίγκιπα ή βασιλιά από ένα εκλεγμένο κοινοβούλιο κι έναν πρωθυπουργό, η προστασία παραμένει τόσο μονοπωλιακή όσο ήταν και πριν. Αυτό που συμβαίνει είναι μόνο το εξής: το μονοπώλιο στην εδαφική προστασία γίνεται πλέον δημόσιο και όχι ιδιωτικό. Αντί για έναν πρίγκιπα που το θεωρεί ως ιδιοκτησία του, ένας προσωρινός και εναλλάξιμος φροντιστής είναι υπεύθυνος για τη συμμορία της προστασίας. Ο φροντιστής δεν κατέχει το κύκλωμα της προστασίας. Αντίθετα, του επιτρέπεται να χρησιμοποιεί τους τρέχοντες πόρους προς όφελός του. Έχει την χρησικτησία αλλά δεν κατέχει την κεφαλαιακή αξία. Αυτό δεν εξαλείφει την τάση που οδηγείται από το ίδιον συμφέρον προς την αύξηση της εκμετάλλευσης. Αντιθέτως, κάνει την εκμετάλλευση λιγότερο ορθολογική, λιγότερο μετρημένη, και περισσότερο κοντόφθαλμη και σπάταλη.
Επιπλέον, επειδή η είσοδος σε μια δημοκρατική διακυβέρνηση είναι ανοιχτή - ο καθένας μπορεί να γίνει πρόεδρος - η αντίσταση στις επιδρομές του Κράτους κατά της ιδιοκτησίας μειώνεται. Αυτό οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα: ολοένα και περισσότερο υπό δημοκρατικές συνθήκες, οι χειρότεροι θα ανέρχονται στην κορυφή του Κράτους με έναν τέτοιο ελεύθερο ανταγωνισμό. Ο ανταγωνισμός δεν είναι πάντα κάτι καλό. Ο ανταγωνισμός στο πεδίο του ποιος θα γίνει ο πιο πανούργος άρπαγας της ιδιωτικής ιδιοκτησίας δεν είναι κάτι το αξιέπαινο. Και αυτό ακριβώς είναι η δημοκρατία.
Οι πρίγκιπες και οι βασιλιάδες ήταν ντιλετάντες ως άρχοντες, και είχαν συνήθως ένα καλό επίπεδο ανατροφής από τη φυσική ελίτ, και ένα σύστημα αξιών, ώστε να ενεργούν αρκετά συχνά, όπως θα έκανε απλά ένας καλός πατέρας. Οι δημοκρατικοί πολιτικοί από την άλλη πλευρά, είναι, και πρέπει να είναι, επαγγελματίες δημαγωγοί, και απευθύνονται συνεχώς ακόμη και στα πιο χαμηλά ένστικτα - και αυτό σημαίνει συνήθως στα εξισωτικά ένστικτα - καθώς κάθε ψήφος είναι προφανώς το ίδιο καλή όσο οποιαδήποτε άλλη. Και επειδή οι λαϊκά εκλεγμένοι πολιτικοί δεν θεωρούνται ποτέ προσωπικά υπόλογοι για την επίσημη θητεία τους στα κοινά, είναι πολύ πιο επικίνδυνοι, από την άποψη εκείνων που θέλουν η περιουσία τους να προστατεύεται και θέλουν ασφάλεια, από όσο έχει υπάρξει ποτέ οποιοσδήποτε βασιλιάς.
Εάν συνδυάσετε αυτές τις δύο τάσεις που ανέφερα, που είναι εγγενείς σε ένα Κράτος: την εντατικοποίηση - την εκμετάλλευση του εγχώριου πληθυσμού - και την τάση για επέκταση, τότε έχετε μια παγκόσμια δημοκρατία, με ένα παγκόσμιο νόμισμα, που θα εκδίδεται από μια παγκόσμια κεντρική τράπεζα.
Οι τρέχουσες συνθήκες
Σε αυτό το σημείο, επιτρέψτε μου μια ανάπαυλα. Να’ μαστε εδώ, στο τέλος του 20ού αιώνα, πιο κοντά από ποτέ στην τελική κατάσταση ενός παγκόσμιου Κράτους, τουλάχιστον πιο κοντά από ποτέ στην ιστορία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η μοναδική υπερδύναμη και ο επικεφαλής αστυνομικός του πλανήτη. Ταυτόχρονα, η δημοκρατία έχει γίνει σχεδόν οικουμενική, και η κορυφαία δύναμη στον κόσμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες, είναι ο κορυφαίος υπέρμαχος της δημοκρατίας στον κόσμο.
Κάποιοι νεοσυντηρητικοί όπως ο Francis Fukuyama επεσήμαναν ότι αυτό πρέπει να είναι το τέλος της ιστορίας. Μια παγκόσμια δημοκρατία, την έχουμε σχεδόν προσεγγίσει. Τώρα, από αυστριακή-φιλελεύθερη άποψη, τα πράγματα φαίνονται κάπως διαφορετικά. Υπό την εξαιρετικά συγκεντρωτική δημοκρατία, ή επιτρέψτε μου να την ονομάσω εξαιρετικά συγκεντρωτική οχλοκρατία, η διασφάλιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας έχει σχεδόν εντελώς εκλείψει. Το κόστος της προστασίας είναι τεράστιο και η ποιότητα της δικαιοσύνης που παρέχεται συνεχώς υποβαθμίζεται. Έχει επιδεινωθεί σε τέτοιο σημείο, που η έννοια των αμετάβλητων νόμων της δικαιοσύνης, του φυσικού δικαίου, έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τη συνείδηση του κόσμου. Δίκαιο δεν θεωρείται τίποτα άλλο παρά το κρατικό δίκαιο – ο θετικιστικός νόμος. Ο νόμος και η δικαιοσύνη είναι ό,τι λέει το Κράτος ότι είναι. Υπάρχει ακόμη ιδιωτική ιδιοκτησία κατ’ όνομα, αλλά στην πράξη οι κάτοχοι ιδιοκτησίας είναι τα θύματα μιας σχεδόν πλήρους απαλλοτρίωσης.
Επιπλέον, οι κάτοχοι ιδιοκτησίας δεν είναι πλέον ελεύθεροι να συμπεριλάβουν ή να αποκλείσουν άλλα άτομα από την ιδιοκτησία τους, κατά την κρίση τους. Αυτό το δικαίωμα να συμπεριλάβετε εάν το θέλετε, ή να αποκλείσετε εάν το θέλετε, είναι ένα βασικό συστατικό της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Και αυτό συνεπάγεται έναν αμυντικό μηχανισμό. Είναι μια μέθοδος κατά της εισβολής, το να μπορείτε να διώξετε κάποιους ανθρώπους από την ιδιοκτησία σας. Όμως αυτό το δικαίωμα να διώχνετε ανθρώπους από την ιδιοκτησία σας, ειδικά από την εμπορική σας ιδιοκτησία, σας έχει αφαιρεθεί εντελώς. Και με αυτό το δικαίωμα να αποτελεί παρελθόν – μιας και κανείς δεν μπορεί σήμερα να προσλάβει ή να απολύσει, να αγοράσει ή να πουλήσει, να συμπεριλάβει ή να αποκλείσει από την περιουσία του κατά βούληση - παρελθόν αποτελεί επίσης και μια ακόμα μέθοδος αυτοάμυνας εναντίον της εισβολής.
Το Κράτος, που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να μας προστατεύει, στην πραγματικότητα μας έχει καταστήσει εντελώς ανήμπορους. Κλέβει από τους υπηκόους του πάνω από το μισό εισόδημά τους, ώστε αυτό να διανεμηθεί σύμφωνα με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, και όχι σύμφωνα με τις αρχές της δικαιοσύνης. Υποβάλλει την περιουσία μας σε χιλιάδες αυθαίρετους και παρεμβατικούς κανονισμούς. Δεν μπορούμε πλέον να προσλαμβάνουμε και να απολύουμε ελεύθερα όποιον θέλουμε, για οποιονδήποτε λόγο θεωρούμε σωστό και απαραίτητο. Δεν μπορούμε να πωλούμε ή να αγοράζουμε ό,τι θέλουμε, σε όποιον θέλουμε και όπου θέλουμε. Δεν μπορούμε να χρεώνουμε τιμές ελεύθερα όπως θέλουμε, δεν μπορούμε να συσχετιζόμαστε και να αποσυνδεόμαστε -να διαχωριζόμαστε- με όποιον θέλουμε ή από όποιον δεν θέλουμε αντίστοιχα.
Αντί να μας προστατεύει, λοιπόν, το Κράτος έχει παραδώσει εμάς και την περιουσία μας στον όχλο και τα ένστικτά του. Αντί να μας προστατεύει, μας φτωχοποιεί, καταστρέφει τις οικογένειές μας, τις τοπικές μας οργανώσεις, τους ιδιωτικούς μας θεσμούς, τις λέσχες και τους συλλόγους μας, έλκοντας όλα αυτά ολοένα και περισσότερο προς τη δική του τροχιά. Και ως αποτέλεσμα όλων αυτών, το Κράτος έχει διαστρέψει το κοινό περί δικαίου αίσθημα και περί προσωπικής ευθύνης, και έχει αναπαραγάγει και προσελκύσει έναν αυξανόμενο αριθμό ηθικών και οικονομικών τερατωδιών και φρικαλεοτήτων.
Στρατηγική: Ο τερματισμός της νόσου του κρατισμού
Πώς μπορεί να σταματήσει το κράτος και η αρρώστια του κρατισμού; Θα αναφερθώ τώρα στις στρατηγικές μου σκέψεις. Πρώτα απ' όλα, πρέπει να αναγνωριστούν τρεις θεμελιώδεις αλήθειες, ή κατευθυντήριες αρχές. Πρώτον: ότι η προστασία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και του δικαίου, της δικαιοσύνης και της επιβολής του νόμου, είναι απαραίτητη για κάθε ανθρώπινη κοινωνία. Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο αυτό το καθήκον πρέπει να αναληφθεί από έναν μόνο οργανισμό, από ένα μονοπώλιο. Στην πραγματικότητα, ακριβώς στην περίπτωση που ένα μονοπώλιο θα αναλάβει αυτό το καθήκον, θα καταστρέψει αναγκαστικά τη δικαιοσύνη και θα μας καταστήσει ανυπεράσπιστους ενάντια σε ξένους και εγχώριους εισβολείς και επιτιθέμενους.
Ο απώτερος στόχος που πρέπει να έχουμε κατά νου λοιπόν, είναι η από-κοινωνικοποίηση της προστασίας και της δικαιοσύνης. Η προστασία, η ασφάλεια, η άμυνα, ο νόμος, η τάξη και η επιδιαιτησία σε συγκρούσεις μπορούν και πρέπει να παρέχονται με ανταγωνιστικό τρόπο - δηλαδή, η είσοδος στον κλάδο της δικαιοσύνης πρέπει να είναι ελεύθερη.
Δεύτερον, επειδή ένα μονοπώλιο προστασίας είναι η ρίζα όλων των δεινών, κάθε εδαφική επέκταση ενός τέτοιου μονοπωλίου είναι από μόνη της κακή. Κάθε πολιτικός συγκεντρωτισμός πρέπει να απορρίπτεται βάσει αρχών. Με τη σειρά της, κάθε προσπάθεια πολιτικής αποκέντρωσης - διαχωρισμός, απόσπαση, απόσχιση και ούτω καθεξής - πρέπει να υποστηρίζεται.
Η τρίτη βασική αντίληψη είναι ότι ένα μονοπώλιο δημοκρατικής προστασίας πρέπει να απορριφθεί ως μια ηθική και οικονομική διαστροφή. Ο κανόνας της πλειοψηφίας και η προστασία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας είναι πράγματα ασύμβατα. Η έννοια της δημοκρατίας πρέπει να γελοιοποιηθεί: δεν είναι τίποτα άλλο παρά οχλοκρατία που παριστάνει τη δικαιοσύνη. Το να χαρακτηρίζεται κανείς ως δημοκράτης θα πρέπει να θεωρείται η χειρότερη από όλες τις πιθανές προσβολές! Αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος δεν θα μπορεί να συμμετέχει σε δημοκρατικές πολιτικές. Θα επανέλθω σε αυτό λίγο αργότερα.
Πρέπει όμως κανείς να χρησιμοποιήσει τα δημοκρατικά μέσα μόνο για αμυντικούς σκοπούς. Δηλαδή, μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει μια αντιδημοκρατική πλατφόρμα για να εκλεγεί από μια αντιδημοκρατική εκλογική περιφέρεια για την εφαρμογή αντιδημοκρατικών πολιτικών, δηλαδή κατά της ισότητας και υπέρ της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Ή, για να το θέσω διαφορετικά, ένα άτομο δεν είναι έντιμο επειδή εκλέγεται δημοκρατικά. Αν μη τι άλλο, αυτό τον καθιστά ύποπτο. Βέβαια, παρά το γεγονός ότι ένα άτομο έχει εκλεγεί δημοκρατικά, μπορεί να εξακολουθεί να είναι ένας αξιοπρεπής και έντιμος άνθρωπος, έχουν υπάρξει ελάχιστες τέτοιες περιπτώσεις.
Εκκινώντας από αυτές τις τρεις αρχές ερχόμαστε τώρα στο πρόβλημα της εφαρμογής. Οι βασικές παραδοχές - δηλαδή: α) η μονοπωλιακή προστασία, δηλαδή ένα κράτος, αναπόφευκτα θα μετατραπεί σε επιτιθέμενο, και θα καταστήσει τους πολίτες ανυπεράσπιστους και β) ο πολιτικός συγκεντρωτισμός και η δημοκρατία είναι μέσα επέκτασης και εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης και της επιθετικότητας. Αν και αυτές οι βασικές παραδοχές μας δίνουν μια γενική κατεύθυνση προς τον στόχο, προφανώς δεν επαρκούν ακόμη για να καθορίσουμε τις ενέργειές μας και να μας πουν το πώς θα φτάσουμε εκεί.
Πώς μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος της από-πολιτικοποιημένης προστασίας και δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπ' όψη τις σημερινές συνθήκες της συγκεντρωτικής - σχεδόν παγκόσμιας δημοκρατίας - ως τουλάχιστον την προσωρινή μας αφετηρία, από την οποία πρέπει να ξεκινήσουμε. Επιτρέψτε μου να προσπαθήσω να αναπτύξω μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα, αναπτύσσοντας πρώτα σε ποιο σημείο, τόσο το πρόβλημα, όσο και η λύση του, μετασχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 150 ετών - δηλαδή, από περίπου τα μέσα του 19ου αιώνα.
Μεταρρύθμιση άνωθεν: ο προσηλυτισμός του βασιλιά
Το πρόβλημα έως το 1914 ήταν συγκριτικά μικρό και η πιθανή λύση ήταν συγκριτικά εύκολη τότε. Σήμερα, όπως θα δούμε, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα και η λύση είναι πολύ πιο περίπλοκη. Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όχι μόνο ο βαθμός πολιτικού συγκεντρωτισμού ήταν πολύ λιγότερο έντονος από ό, τι τώρα, αλλά κι ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας του Νότου δεν είχε ακόμη πραγματοποιηθεί, και επίσης, ούτε η Γερμανία ούτε η Ιταλία υπήρχαν ως ενοποιημένα κράτη.
Συγκεκριμένα, η εποχή της μαζικής δημοκρατίας δεν είχε ξεκινήσει εκείνη την εποχή. Στην Ευρώπη, μετά την ήττα του Ναπολέοντα, οι χώρες κυριαρχούνταν ακόμη από βασιλιάδες και πρίγκιπες, και οι εκλογές και τα κοινοβούλια έπαιζαν μικρό ρόλο, και επιπλέον περιορίζονταν σε εξαιρετικά μικρό αριθμό κατόχων μεγάλης ιδιοκτησίας. Ομοίως, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κυβέρνηση διευθυνόταν από μικρές αριστοκρατικές ελίτ και η ψηφοφορία περιοριζόταν από αυστηρές απαιτήσεις κατοχής ιδιοκτησίας. Σε τελική ανάλυση, μόνο εκείνοι οι άνθρωποι που κατέχουν κάτι που πρέπει να προστατευτούν, θα πρέπει να διευθύνουν εκείνες τις υπηρεσίες που ασκούν την προστασία.
Εκατό πενήντα ή ακόμα και εκατό χρόνια πριν, μόνο το ακόλουθο πράγμα ήταν ουσιαστικά απαραίτητο για την επίλυση του προβλήματος. Θα αρκούσε μόνο να αναγκάσει κανείς τον βασιλιά να δηλώσει ότι από τούδε και στο εξής, κάθε πολίτης θα ήταν ελεύθερος να επιλέξει τον δικό του προστάτη, και να δεσμευτεί με οποιαδήποτε κυβέρνηση θα επιθυμούσε. Δηλαδή, ο βασιλιάς δεν θα προϋπέθετε πλέον ότι είναι ο προστάτης κάποιου, εκτός εάν αυτός ο κάποιος του το είχε ζητήσει, και ανταποκρινόταν στην αμοιβή που ο βασιλιάς θα είχε ζητήσει για μια τέτοια υπηρεσία.
Τι θα συνέβαινε λοιπόν σε αυτήν την περίπτωση; Τι θα συνέβαινε, ας πούμε, εάν ο Αυστριακός αυτοκράτορας είχε κάνει μια τέτοια δήλωση το 1900; Επιτρέψτε μου να προσπαθήσω να δώσω ένα σύντομο σκιαγράφημα, ή σενάριο, για το τι πιστεύω ότι θα συνέβαινε σε αυτήν την περίπτωση.
Πρώτον, όλοι, βάσει αυτής της δήλωσης, θα είχαν ανακτήσει το απαρεμπόδιστο δικαίωμά τους στην αυτοάμυνα, και θα ήταν ελεύθεροι να αποφασίσουν εάν ήθελαν περισσότερη ή καλύτερη προστασία από αυτήν που τους παρέχει η αυτοάμυνα, και εάν ναι, πού και από ποιον να εξασφαλίσουν αυτήν την προστασία. Οι περισσότεροι άνθρωποι σε αυτήν την περίπτωση αναμφίβολα θα είχαν επιλέξει να επωφεληθούν από τον καταμερισμό της εργασίας και θα βασίζονταν, εκτός από την αυτοάμυνα, και σε εξειδικευμένους προστάτες.
Δεύτερον, κατά την αναζήτηση προστατών, σχεδόν όλοι θα κοίταζαν προς άτομα ή οργανισμούς που κατέχουν ή είναι σε θέση να αποκτήσουν τα μέσα για να διασφαλίσουν το καθήκον της προστασίας - δηλαδή, οι οποίοι έχουν οι ίδιοι μερίδιο στην προστατευόμενη περιοχή, με την μορφή επαρκούς ιδιοκτησίας - και οι οποίοι κατέχουν μια καθιερωμένη φήμη ως αξιόπιστοι, συνετοί, έντιμοι και δίκαιοι.
Είναι ασφαλές να πούμε ότι, για αυτόν τον σκοπό, κανείς δεν θα λάμβανε υπ' όψη του ένα εκλεγμένο κοινοβούλιο. Αντίθετα, σχεδόν όλοι θα είχαν στραφεί για βοήθεια σε ένα ή περισσότερα από τα εξής τρία μέρη: ή στον ίδιο το βασιλιά, ο οποίος δεν θα ήταν πλέον μονοπωλητής, ή σε έναν περιφερειακό ή τοπικό ευγενή, μεγαλοσχήμονα ή αριστοκράτη · ή σε μια περιφερειακή, εθνική ή ακόμη και διεθνή ασφαλιστική εταιρεία.
Προφανώς, ο ίδιος ο βασιλιάς θα πληρούσε αυτές τις προϋποθέσεις που μόλις ανέφερα, και πολλοί άνθρωποι θα τον είχαν επιλέξει οικειοθελώς ως προστάτη τους. Ταυτόχρονα, ωστόσο, πολλοί άνθρωποι θα είχαν αποχωριστεί από τον βασιλιά. Από εκείνους, ένα μεγάλο ποσοστό πιθανότατα θα είχε στραφεί σε διάφορους ευγενείς ή μεγαλοσχήμονες, οι οποίοι τώρα θα ήταν η φυσική, κι όχι πλέον η κληρονομική, αριστοκρατία. Και σε μικρότερη γεωγραφική κλίμακα, αυτοί οι τοπικοί ευγενείς θα μπορούσαν να προσφέρουν τα ίδια πλεονεκτήματα ως προστάτες, όπως κι ένας βασιλιάς. Και αυτή η αλλαγή στους περιφερειακούς προστάτες θα επέφερε σημαντική αποκέντρωση στην οργάνωση και τη δομή του τομέα της ασφάλειας. Και αυτή η αποκέντρωση θα αντικατόπτριζε μόνο - και θα ήταν σύμφωνη με - τα ιδιωτικά ή υποκειμενικά συμφέροντα προστασίας - δηλαδή, η τάση συγκεντρωτισμού που ανέφερε νωρίτερα έχει οδηγήσει επίσης σε έναν υπερβολικό συγκεντρωτισμό του κλάδου της παροχής ασφάλειας.
Τέλος, σχεδόν όλοι οι άλλοι, ειδικά στις πόλεις, θα είχαν στραφεί για προστασία σε εμπορικές ασφαλιστικές εταιρείες, όπως ασφαλίζεται κανείς για το ενδεχόμενο πυρκαγιάς. Η ασφάλιση και η προστασία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας είναι προφανώς πολύ στενά σχετιζόμενα θέματα. Η βελτίωση της προστασίας οδηγεί σε χαμηλότερες χρεώσεις για ασφάλιση. Και με τους ασφαλιστές να εισέρχονται στην αγορά της παροχής ασφάλειας, τα γρήγορα συμβόλαια προστασίας, αντί για τις απροσδιόριστες υποσχέσεις, θα είχαν γίνει η τυπική μορφή προϊόντος μέσω του οποίου θα προσφερόταν η προστασία.
Επιπλέον, λόγω της φύσης της ασφάλισης, ο ανταγωνισμός και η συνεργασία μεταξύ διαφόρων ασφαλιστών προστασίας θα προωθούσαν την ανάπτυξη καθολικών διαδικαστικών κανόνων, αποδεικτικών στοιχείων, επίλυσης διαφορών και επιδιαιτησίας. Επίσης, θα προωθούσαν την ταυτόχρονη ομογενοποίηση και από-oμογενοποίηση του πληθυσμού σε διάφορες κατηγορίες ατόμων με διαφορετικούς ομαδικούς κινδύνους σχετικά με την προστασία ιδιοκτησίας τους και, κατά συνέπεια, διαφορετικά ασφάλιστρα προστασίας. Όλη η συστηματική και προβλέψιμη αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου μεταξύ των διαφορετικών ομάδων εντός του πληθυσμού, όπως υπήρχε υπό μονοπωλιακές συνθήκες, θα εξαλειφόταν αμέσως. Και αυτό φυσικά θα συνέβαλλε στην κοινωνική ειρήνη.
Το πιο σημαντικό, ο χαρακτήρας της προστασίας και της άμυνας θα είχε αλλάξει ριζικά. Υπό μονοπωλιακές συνθήκες, υπάρχει μόνο ένας προστάτης. Είτε είναι μοναρχικό είτε δημοκρατικό - δεν έχει καμία διαφορά από αυτή την άποψη - ένα κράτος θεωρείται πάντα ότι υπερασπίζεται και προστατεύει μια σταθερή και ενιαία περιοχή. Ωστόσο, αυτό το χαρακτηριστικό είναι το αποτέλεσμα ενός υποχρεωτικού μονοπωλίου προστασίας. Με την κατάργηση ενός μονοπωλίου, αυτό το χαρακτηριστικό θα εξαφανιστεί αμέσως ως εξαιρετικά αφύσικο ή ακόμη και τεχνητό. Ίσως να προέκυπταν μερικοί τοπικοί προστάτες που θα υπερασπίζονταν μόνο μία ενοποιημένη επικράτεια. Αλλά θα υπήρχαν και άλλοι προστάτες, όπως ο βασιλιάς ή οι ασφαλιστικοί οργανισμοί, των οποίων η επικράτεια προστασίας αποτελείτο από ένα εκτεταμένο συνονθύλευμα ασυνεχών θυλάκων και τμημάτων. Και τα «σύνορα» κάθε κράτους θα ήταν συνεχώς ρευστά. Ειδικά στις πόλεις, δεν θα ήταν πιο ασυνήθιστο για δύο γείτονες να έχουν διαφορετικούς οργανισμούς προστασίας, από το να έχουν διαφορετικούς ασφαλιστές.
Αυτή η δομή ενός κολλάζ προστασίας και άμυνας βελτιώνει την παροχή προστασίας. Η μονοπωλιακή, αδιάπτωτη άμυνα προϋποθέτει ότι τα συμφέροντα ασφάλειας ολόκληρου του πληθυσμού που ζει σε μια δεδομένη περιοχή είναι κάπως ομοιογενή. Δηλαδή, ότι όλοι οι άνθρωποι σε μια δεδομένη περιοχή έχουν το ίδιο είδος συμφερόντων ασφάλειας. Αλλά αυτή είναι μια εξαιρετικά μη ρεαλιστική και αναληθής υπόθεση. Στην πραγματικότητα, οι ανάγκες ασφάλειας των ανθρώπων είναι εξαιρετικά ετερογενείς. Οι άνθρωποι μπορεί να κατέχουν μόνο ακίνητα σε μία τοποθεσία, ή σε πολλές εδαφικά ευρέως διασκορπισμένες τοποθεσίες, ή μπορεί να είναι σε μεγάλο βαθμό αυτάρκεις, ή να εξαρτώνται μόνο από πολύ λίγα άτομα στις οικονομικές τους συναλλαγές. Ή από την άλλη πλευρά, μπορεί να είναι βαθιά ενσωματωμένοι στην αγορά και να εξαρτώνται οικονομικά από χιλιάδες ανθρώπων, διασκορπισμένων σε μεγάλες περιοχές.
Η δομή-κολλάζ του κλάδου της ασφαλείας απλά θα αντικατόπτριζε αυτήν την πραγματικότητα των πολύ διαφοροποιημένων αναγκών ασφάλειας που υπάρχουν για διάφορους ανθρώπους. Επίσης, αυτή η δομή θα ενθάρρυνε με τη σειρά της την ανάπτυξη ενός αντίστοιχου προστατευτικού εξοπλισμού. Αντί να παράγουν και να αναπτύσσουν όπλα και μέσα βομβαρδισμού μεγάλης κλίμακας, θα αναπτύσσονταν μέσα για την προστασία περιοχών μικρής κλίμακας χωρίς παράπλευρες ζημιές.
Επιπλέον, επειδή όλη η εσωτερική ανακατανομή του εισοδήματος και του πλούτου θα εξαλειφόταν σε ένα ανταγωνιστικό σύστημα, η δομή του κολλάζ θα πρόσφερε επίσης την καλύτερη διασφάλιση της εσωτερικής ειρήνης. Η πιθανότητα και η έκταση των εσωτερικών συγκρούσεων θα μειωνόταν με αυτή την δομή. Και επειδή κάθε ξένος εισβολέας, τρόπος του λέγειν, σχεδόν αμέσως, ακόμα κι αν εισέβαλε σε ένα μικρό κομμάτι γης, θα έπεφτε πάνω σε αντίσταση και σε στρατιωτικές και οικονομικές αντεπιθέσεις από αρκετούς ανεξάρτητους οργανισμούς προστασίας, θα μειωνόταν έτσι και ο κίνδυνος των εισβολών από ξένους.
Έμμεσα είναι ήδη σαφές, τουλάχιστον εν μέρει, πώς και γιατί έγινε πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί αυτή η λύση κατά τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια. Επιτρέψτε μου να επισημάνω ορισμένες από τις θεμελιώδεις αλλαγές που έχουν συμβεί, οι οποίες καθιστούν όλα αυτά τα προβλήματα πολύ μεγαλύτερα. Πρώτον, δεν είναι πλέον δυνατή η πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων από την κορυφή προς τα κάτω. Οι κλασικοί φιλελεύθεροι, κατά τη διάρκεια των παλαιών εποχών της μοναρχίας, θα μπορούσαν πραγματικά να πιστεύουν ρεαλιστικά στο να προσηλυτίσουν απλά τον βασιλιά στην άποψή τους, και να του ζητήσουν να παραιτηθεί της εξουσίας του, και όλα τα άλλα θα είχαν σχεδόν αυτομάτως μπει στη θέση τους.
Σήμερα, το μονοπώλιο της προστασίας του Κράτους θεωρείται δημόσια κι όχι πλέον ιδιωτική ιδιοκτησία, και η κρατική εξουσία δεν συνδέεται πλέον με κανένα συγκεκριμένο άτομο, αλλά με συγκεκριμένες λειτουργίες που ασκούνται από άγνωστα ή ανώνυμα άτομα ως μέλη μιας δημοκρατικής κυβέρνησης. Ως εκ τούτου, η στρατηγική προσηλυτισμού ενός ή λίγων ατόμων δεν λειτουργεί πλέον. Δεν έχει σημασία αν κάποιος προσηλυτίσει μερικούς κορυφαίους κρατικούς αξιωματούχους - τον πρόεδρο και μια χούφτα βουλευτών - γιατί, σύμφωνα με τους κανόνες της δημοκρατικής διακυβέρνησης, κανένα άτομο δεν έχει την προσωπική εξουσία να καταργήσει το μονοπώλιο της προστασίας από το Κράτος. Οι βασιλιάδες είχαν αυτή τη δύναμη, οι πρόεδροι κρατών δεν την έχουν.
Ο πρόεδρος μπορεί μόνο να παραιτηθεί από τη θέση του, απλά για να τον διαδεχτεί κάποιος άλλος. Αλλά δεν μπορεί να διαλύσει το κρατικό μονοπώλιο προστασίας, επειδή υποτίθεται ότι ο λαός είναι ο κάτοχος τους κράτους, και όχι ο ίδιος ο πρόεδρος. Σύμφωνα με τον κανόνα της δημοκρατίας επομένως, η κατάργηση του μονοπωλίου της δικαιοσύνης και της προστασίας του Κράτους απαιτεί είτε ότι η πλειοψηφία του κοινού και των εκλεγμένων εκπροσώπων τους θα αποκηρύξουν το μονοπώλιο προστασίας της κυβέρνησης και, κατά συνέπεια, όλοι οι υποχρεωτικοί φόροι θα καταργηθούν, είτε κάτι ακόμη πιο περιοριστικό, ότι κυριολεκτικά κανείς δεν θα ψηφίσει και η προσέλευση των ψηφοφόρων στις κάλπες θα είναι μηδενική. Μόνο σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε να λεχθεί ότι το μονοπώλιο της δημοκρατικής προστασίας καταργήθηκε αποτελεσματικά. Αλλά αυτό ουσιαστικά θα σήμαινε ότι θα ήταν αδύνατον να απαλλαγούμε από μια οικονομική και ηθική διαστροφή. Διότι στις μέρες μας είναι δεδομένο ότι όλοι, συμπεριλαμβανομένου του όχλου, συμμετέχουν στην πολιτική και είναι αδιανόητο ότι ο όχλος θα αποφάσιζε ποτέ, στην πλειοψηφία του ή στο σύνολό του, να αποκηρύξει ή να απόσχει από το δικαίωμα της ψήφου, που δεν είναι τίποτα άλλο από την άσκηση της ευκαιρίας να λεηλατήσει τις περιουσίες των άλλων.
Επιπλέον, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι αυτό επιτεύχθηκε κόντρα σε όλες τις πιθανότητες, τα προβλήματα δεν τελειώνουν εκεί. Επειδή μια άλλη θεμελιώδης κοινωνιολογική αλήθεια στην εποχή της σύγχρονης, ισότιμης, μαζικής δημοκρατίας είναι η σχεδόν πλήρης καταστροφή των φυσικών ελίτ. Ο βασιλιάς θα μπορούσε να παραιτηθεί από το μονοπώλιό του και οι ανάγκες ασφάλειας του πληθυσμού θα ήταν σχεδόν αυτομάτως φροντισμένες, επειδή υπήρχε κυρίως για τον ίδιο τον βασιλιά, καθώς και για τους τοπικούς ευγενείς και τις μεγάλες επιχειρηματικές προσωπικότητες, μια σαφώς ορατή και καθιερωμένη φυσική, εθελούσια αναγνωρισμένη ελίτ, και μια πολυεπίπεδη δομή ιεραρχιών, και μια ιεράρχηση των τάξεων στις οποίες οι άνθρωποι θα μπορούσαν να στραφούν λόγω της επιθυμίας τους να προστατευτούν.
Η εξαφάνιση των φυσικών ελίτ
Σήμερα, μετά από λιγότερο από έναν αιώνα μαζικής δημοκρατίας, δεν υπάρχουν τέτοιες φυσικές ελίτ και κοινωνικές ιεραρχίες στις οποίες θα μπορούσε κανείς να στραφεί άμεσα για προστασία. Οι φυσικές ελίτ και οι ιεραρχικές κοινωνικές τάξεις και οργανώσεις, δηλαδή οι άνθρωποι και οι θεσμοί που διαθέτουν μια αυθεντία και ένα κύρος ανεξάρτητα από το κράτος, είναι ακόμη πιο απαράδεκτες και λιγότερο υποφερτές για έναν δημοκράτη και πιο ασυμβίβαστες με το δημοκρατικό πνεύμα της ισότητας, σε σύγκριση με την απειλή που αποτελούσαν για οποιονδήποτε βασιλιά ή οποιονδήποτε πρίγκιπα. Και εξαιτίας αυτού, σύμφωνα με τους δημοκρατικούς κανόνες του παιχνιδιού, όλες οι ανεξάρτητες αρχές, όλοι οι ανεξάρτητοι θεσμοί εξαφανίστηκαν συστηματικά ή συρρικνώθηκαν μέσω οικονομικών μέτρων σε ένα επίπεδο ασημαντότητας. Σήμερα, κανένα άτομο ή θεσμός εκτός του ίδιου του κράτους δεν διαθέτει μια πραγματική εθνική ή έστω και περιφερειακή εξουσία. Αντί για ανθρώπους ανεξάρτητης αυθεντίας, τώρα έχουμε απλώς μια αφθονία ατόμων που απλά ξεχωρίζουν: αθλητικά και κινηματογραφικά αστέρια, ποπ σταρ, και φυσικά πολιτικοί. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι, ενώ μπορεί να είναι σε θέση να καθορίζουν τις τάσεις και να διαμορφώνουν τη μόδα, δεν διαθέτουν μια ποιότητα όπως είναι η φυσική, προσωπική κοινωνική αυθεντία.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους πολιτικούς: μπορεί να είναι μεγάλοι αστέρες τώρα, κάθε μέρα που βρίσκονται στην τηλεόραση και αποτελούν αντικείμενο δημόσιου διαλόγου, αλλά αυτό οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στο γεγονός ότι αποτελούν μέρος του σημερινού κρατικού μηχανισμού με τις μονοπωλιακές του εξουσίες. Μόλις διαλυθεί αυτό το μονοπώλιο, αυτοί οι «αστέρες» της πολιτικής θα γίνουν μη οντότητες, γιατί στην πραγματική ζωή είναι κατά κύριο λόγο ανύπαρκτοι, απατεώνες, και μισο-έξυπνοι. Και μόνο η δημοκρατία τους επιτρέπει να ανέλθουν σε αυτές τις εξέχουσες θέσεις. Αν τους δει κανείς χωρίς τα αξιώματά τους, αν εστιάσει μόνο στα δικά τους προσωπικά επιτεύγματα, είναι, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, πλήρως ανυπόστατοι. Με λίγα λόγια, από τη στιγμή που το δημοκρατικό κράτος - το Κογκρέσο - θα είχε δηλώσει ότι από τούδε και στο εξής όλοι θα είναι ελεύθεροι να επιλέξουν τον δικό του δικαστή και προστάτη, έτσι ώστε να μπορούσε μεν κάποιος, αλλά μην ήταν πλέον υποχρεωμένος να επιλέξει το κράτος για την προστασία του, ποιος άνθρωπος με σώας τα φρένας θα τους επέλεγε ποτέ ;! Δηλαδή, τα σημερινά μέλη του Κογκρέσου και της κεντρικής κυβέρνησης: ποιος θα τα επέλεγε εθελοντικά ως δικαστές και προστάτες τους ;! Το ερώτημα είναι βεβαίως ρητορικό. Οι βασιλιάδες και οι πρίγκιπες είχαν πραγματική αυθεντία. Υπήρχε εξαναγκασμός, χωρίς αμφιβολία, αλλά ήταν αποδέκτες ενός σημαντικού βαθμού εθελοντικής υποστήριξης.
Αντίθετα, οι δημοκρατικοί πολιτικοί εισπράττουν γενικά την περιφρόνηση, ακόμη και από τον όχλο των δικών τους ψηφοφόρων. Τώρα όμως δεν υπάρχει κανένας άλλος στον οποίο μπορεί να στραφεί κανείς για προστασία. Οι τοπικοί και οι περιφερειακοί πολιτικοί θέτουν βασικά το ίδιο πρόβλημα και με την κατάργηση των μονοπωλιακών τους εξουσιών, προφανώς δεν προσφέρουν καμία ελκυστική εναλλακτική λύση σε αυτό το πρόβλημα. Ούτε υπάρχουν μεγάλες επιχειρηματικές προσωπικότητες εν αναμονή, και ιδίως οι ασφαλιστικές εταιρείες, έχουν γίνει σχεδόν εξ ολοκλήρου εξαρτήματα του εξισωτικού δημοκρατικού κράτους, και ως εκ τούτου φαίνονται τόσο αξιόπιστες, όσο οποιοσδήποτε άλλος για να αναλάβουν αυτό το ιδιαίτερα σημαντικό έργο της προστασίας και της δικαιοσύνης.
Έτσι, αν κανείς έκανε σήμερα αυτό που θα μπορούσε να είχε κάνει ο βασιλιάς πριν από εκατό χρόνια, θα υπήρχε ο άμεσος κίνδυνος να υπάρξει στην πραγματικότητα κοινωνικό χάος, ή «αναρχία» με την κακή έννοια της λέξης. Οι άνθρωποι θα γίνονταν, τουλάχιστον προσωρινά, εξαιρετικά ευάλωτοι και ανυπεράσπιστοι. Έτσι λοιπόν προκύπτει το ερώτημα: δεν υπάρχει διέξοδος; Επιτρέψτε μου να συνοψίσω την απάντηση εκ των προτέρων: Υπάρχει, αλλά όχι μέσω της μεταρρύθμισης από πάνω προς τα κάτω. Η στρατηγική μας πρέπει τώρα να είναι αυτή μιας επανάστασης από κάτω προς τα πάνω. Και αντί για μια μάχη, σε ένα μόνο μέτωπο, μια φιλελεύθερη-λιμπερταριανή επανάσταση θα πρέπει τώρα να περιλαμβάνει πολλές μάχες σε πολλά μέτωπα. Δηλαδή, χρειαζόμαστε έναν ανταρτοπόλεμο, κι όχι έναν συμβατικό πόλεμο.
Ο ρόλος των διανοουμένων
Πριν αναλύσουμε αυτήν την απάντηση ως ένα ακόμα βήμα προς την κατεύθυνση αυτού του στόχου, πρέπει να αναγνωριστεί ένα δεύτερο κοινωνιολογικό γεγονός: η αλλαγή του ρόλου των διανοουμένων, της εκπαίδευσης και της ιδεολογίας. Μόλις ο οργανισμός προστασίας γίνει εδαφικό μονοπώλιο - δηλαδή Κράτος - μετατρέπεται από έναν πραγματικό προστάτη σε μια συμμορία προστασίας. Και υπό το φως της αντίστασης εκ μέρους των θυμάτων αυτής της συμμορίας προστασίας, ένα κράτος χρειάζεται νομιμοποίηση, πνευματική δικαιολόγηση για αυτά που κάνει. Όσο περισσότερο το κράτος μετατρέπεται από προστάτης σε μια συμμορία προστασίας - δηλαδή, με κάθε επιπρόσθετη αύξηση των φόρων και των ρυθμίσεών του - τόσο μεγαλύτερη γίνεται αυτή η ανάγκη για νομιμοποίηση.
Προκειμένου να διασφαλιστεί η σωστή κρατικιστική σκέψη, ένα μονοπώλιο προστασίας θα χρησιμοποιήσει την προνομιακή του θέση ως συμμορία προστασίας για να δημιουργήσει γρήγορα ένα εκπαιδευτικό μονοπώλιο. Ακόμα και κατά τον 19ο αιώνα υπό σαφώς μη δημοκρατικές μοναρχικές συνθήκες, η εκπαίδευση, τουλάχιστον στο επίπεδο της στοιχειώδους εκπαίδευσης και της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, ήταν ήδη σε μεγάλο βαθμό μονοπωλιακά οργανωμένη και εξαναγκαστικά χρηματοδοτούμενη. Και ήταν σε μεγάλο βαθμό από τις τάξεις των δασκάλων και των καθηγητών του βασιλικού κράτους, δηλαδή εκείνων που είχαν απασχοληθεί ως πνευματικοί σωματοφύλακες των βασιλέων και των πριγκίπων, από όπου υπονομεύθηκε ιδεολογικά η μοναρχική εξουσία και τα προνόμια των βασιλέων και των ευγενών και αντ' αυτών προωθήθηκαν οι ιδέες του εξισωτισμού, με τη μορφή της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού
Αυτό ήταν εύλογο από την άποψη των διανοουμένων. Επειδή η δημοκρατία και ο σοσιαλισμός πολλαπλασιάζουν στην πραγματικότητα τον αριθμό των εκπαιδευτικών και των διανοουμένων, και αυτή η επέκταση του συστήματος της δημόσιας εκπαίδευσης με τη σειρά της οδήγησε σε μια ολοένα μεγαλύτερη πλημμύρα πνευματικών αποβλήτων και ρύπανσης. Το κόστος της εκπαίδευσης, όπως το κόστος της προστασίας και της δικαιοσύνης, έχει αυξηθεί δραματικά υπό μονοπωλιακή διοίκηση, ενώ η ποιότητα της εκπαίδευσης, όπως και η ποιότητα της δικαιοσύνης, μειώνεται συνεχώς. Σήμερα, είμαστε τόσο απροστάτευτοι, όσο και ακαλλιέργητοι.
Χωρίς τη συνεχιζόμενη ύπαρξη του δημοκρατικού συστήματος και της δημόσιας χρηματοδότησης της εκπαίδευσης και της έρευνας, ωστόσο, οι περισσότεροι σημερινοί εκπαιδευτικοί και διανοούμενοι θα ήταν άνεργοι, ή το εισόδημά τους θα μειωνόταν σε ένα μικρό κλάσμα του σημερινού του επιπέδου. Αντί να μελετούν το συντακτικό της αργκό Ebonics (*), την ερωτική ζωή των κουνουπιών, ή τη σχέση μεταξύ της φτώχειας και του εγκλήματος για 100 χιλιάδες $ το χρόνο, θα ερευνούσαν την «επιστήμη» της καλλιέργειας της πατάτας ή την «τεχνολογία» της λειτουργίας της αντλίας βενζίνης για 20 χιλιάδες $.
Το μονοπωλιακό εκπαιδευτικό σύστημα είναι πλέον εξίσου μεγάλο πρόβλημα, όσο και το μονοπωλιακό σύστημα προστασίας και δικαιοσύνης. Στην πραγματικότητα, η κρατική εκπαίδευση και η κρατική έρευνα και ανάπτυξη είναι το βασικό μέσο με το οποίο το Κράτος προστατεύεται από την αντίσταση του κόσμου. Σήμερα, οι διανοούμενοι είναι εξίσου σημαντικοί ή ακόμη περισσότερο, από την άποψη του Κράτους, για τη διατήρηση του status quo, από τους δικαστές, τους αστυνομικούς και τους στρατιώτες.
Και όπως δεν μπορεί κανείς να μετατρέψει το δημοκρατικό σύστημα από τα κάτω προς τα πάνω πολιτικά, έτσι δεν μπορεί επίσης να προσμένει κανείς ότι αυτή η μετατροπή θα προκύψει μέσα από το καθιερωμένο σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης και δημόσιων πανεπιστημίων. Αυτό το σύστημα δεν μπορεί να αναμορφωθεί. Είναι αδύνατο για τους φιλελεύθερους-λιμπερταριανούς να διεισδύσουν και να καταλάβουν το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, όπως μπορούσαν οι δημοκράτες και οι σοσιαλιστές όταν αντικατέστησαν τους μοναρχικούς.
Από την άποψη του κλασικού φιλελευθερισμού, ολόκληρο το σύστημα της δημόσιας εκπαίδευσης, ή της χρηματοδοτούμενης από φόρους εκπαίδευσης, πρέπει να ξεριζωθεί. Και με αυτήν την πεποίθηση, είναι προφανώς αδύνατο για κάποιον να κάνει καριέρα υπό αυτές τις συνθήκες. Προσωπικά, δεν θα μπορέσω ποτέ να γίνω πρύτανης πανεπιστημίου. Οι απόψεις μου αποτελούν εμπόδιο στο να ακολουθήσω μια τέτοια καριέρα. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι η εκπαίδευση και οι διανοούμενοι δεν διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στην πραγματοποίηση μιας φιλελεύθερης επανάστασης. Αντιθέτως, όπως εξήγησα προηγουμένως, όλα εξαρτώνται τελικά από το κατά πόσον θα επιτύχουμε να απο-νομιμοποιήσουμε και να εκθέσουμε ως οικονομική και ηθική διαστρέβλωση, τη δημοκρατία και το δημοκρατικό μονοπώλιο της δικαιοσύνης και της προστασίας.
Αυτό προφανώς δεν είναι παρά μια ιδεολογική μάχη. Αλλά θα ήταν λανθασμένο να υποθέσουμε ότι οι κατεστημένοι ακαδημαϊκοί θα βοηθήσουν σε αυτή την προσπάθεια. Όσον αφορά το Κράτος, οι εκπαιδευτικοί και οι διανοούμενοι θα τείνουν να είναι κρατιστές. Το διανοητικό οπλοστάσιο, η ιδεολογική κατεύθυνση και ο συντονισμός μπορούν να προέλθουν μόνο έξω από την κατεστημένη ακαδημαϊκή κοινότητα, από κέντρα διανοητικής αντίστασης - από μια πνευματική αντικουλτούρα εξωγενή και ανεξάρτητη, και σε θεμελιώδη αντίθεση με το κρατικό μονοπώλιο της προστασίας καθώς και της εκπαίδευσης, όπως είναι το Ινστιτούτο Mises.
Μια επανάσταση από τη βάση προς τα πάνω
Φτάσαμε επιτέλους στη λεπτομερή επεξήγηση της έννοιας αυτής της επαναστατικής στρατηγικής από τη βάση προς τα πάνω. Γι' αυτό, επιτρέψτε μου να στραφώ στις προηγούμενες παρατηρήσεις μου σχετικά με την αμυντική χρήση της δημοκρατίας, δηλαδή, τη χρήση δημοκρατικών μέσων για μη δημοκρατικούς, φιλελεύθερους, υπέρ της ιδιωτικής ιδιοκτησίας σκοπούς. Δύο προκαταρκτικές πληροφορίες στις οποίες έχω ήδη αναφερθεί:
Πρώτον, από την αδυναμία που ενυπάρχει σε μια στρατηγική από την κορυφή προς τη βάση, προκύπτει ότι πρέπει να ξοδεύει κανείς ελάχιστη ή καθόλου ενέργεια, χρόνο και χρήματα σε εθνικής εμβέλειας πολιτικούς αγώνες, όπως είναι οι εθνικές εκλογές. Και επίσης όχι σε αγώνες για την κεντρική κυβέρνηση, συγκεκριμένα λιγότερη προσπάθεια σε εκλογές για την βουλή από ό,τι σε τοπικές εκλογές, για παράδειγμα.
Δεύτερον, από την κατανόηση του ρόλου των διανοουμένων στη διατήρηση του τρέχοντος συστήματος, της τρέχουσας κλίκας προστασίας, προκύπτει ότι κάποιος πρέπει επίσης να ξοδεύει ελάχιστη ή καθόλου ενέργεια, χρόνο ή χρήματα προσπαθώντας να μεταρρυθμίσει την εκπαίδευση και τον ακαδημαϊκό χώρο από μέσα. Χρηματοδοτώντας, για παράδειγμα έδρες υπέρ της επιχειρηματικότητας ή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στο καθιερωμένο πανεπιστημιακό σύστημα, βοηθά κανείς μόνο στο να προσδώσει νομιμότητα ακριβώς στην ιδέα την οποία επιθυμεί να πολεμήσει. Τα επίσημα εκπαιδευτικά και ερευνητικά ιδρύματα πρέπει να αποψιλωθούν συστηματικά και να αποστραγγιστούν από πόρους. Και για να γίνει αυτό, όλη η υποστήριξη του πνευματικού έργου, ως βασικό καθήκον αυτού του συνολικού καθήκοντος μπροστά μας, πρέπει φυσικά να αφιερωθεί σε θεσμούς και κέντρα που είναι αποφασισμένα να κάνουν ακριβώς αυτό.
Οι λόγοι για τις δύο αυτές συμβουλές είναι απλοί: Ούτε ο κόσμος στο σύνολό του, ούτε όλοι οι εκπαιδευτικοί και οι διανοούμενοι ειδικότερα, είναι ιδεολογικά εντελώς ομοιογενείς. Και, ακόμη κι αν είναι αδύνατο να κερδίσουμε την πλειοψηφία για μια αποφασιστικά αντιδημοκρατική ιδεολογική πλατφόρμα σε πανεθνική κλίμακα, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια ανυπέρβλητη δυσκολία στο να κερδίσουμε μια τέτοια πλειοψηφία σε επαρκώς μικρές περιοχές και σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο στο πλαίσιο της συνολικής δημοκρατικής κρατικής δομής. Στην πραγματικότητα, δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτα το μη ρεαλιστικό στο να υποθέσουμε ότι τέτοιες πλειοψηφίες υπάρχουν σε χιλιάδες περιοχές. Δηλαδή, σε τοποθεσίες διασκορπισμένες σε όλη τη χώρα, αλλά όχι ομοιόμορφα διασκορπισμένες. Ομοίως, παρ' όλο που η τάξη των διανοούμενων πρέπει γενικά να θεωρείται ως φυσικός εχθρός της δικαιοσύνης και της προστασίας (σ.σ. της ιδιοκτησίας), υπάρχουν σε διάφορες τοποθεσίες απομονωμένοι «αντιδιανοούμενοι» διανοούμενοι, και όπως αποδεικνύει το Ινστιτούτο Mises, είναι απολύτως εφικτό να συγκεντρωθούν αυτές οι απομονωμένες προσωπικότητες γύρω από ένα πνευματικό κέντρο και να αποκτήσουν ενότητα και δύναμη, καθώς και ένα πανεθνικό, ή ακόμη και ένα διεθνές κοινό.
Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν; Όλα τα υπόλοιπα προκύπτουν σχεδόν αυτόματα από τον τελικό στόχο, τον οποίο πρέπει να έχουμε διαρκώς κατά νου, σε όλες μας τις δράσεις: την αποκατάσταση από τη βάση προς τα πάνω της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και το δικαίωμα προστασίας της ιδιοκτησίας, το δικαίωμα στην αυτοάμυνα, του αποκλεισμού ή συμπερίληψης και της ελευθερίας συμβάσεων. Και η απάντηση μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη.
Πρώτον, τι να κάνουμε σε αυτές τις πολύ μικρές περιοχές, όπου μπορεί να κερδίσει ένας υποψήφιος υπέρ της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και μια αντι-πλειοψηφική προσωπικότητα. Και δεύτερον, πώς να αντιμετωπίσουμε τα υψηλότερα επίπεδα διακυβέρνησης, και ειδικά την κεντρική κυβέρνηση Πρώτον, ως ένα αρχικό βήμα, και αναφέρομαι τώρα σε αυτό που πρέπει να γίνει σε τοπικό επίπεδο, το πρώτο κεντρικό πρόταγμα της πλατφόρμας πρέπει να είναι: πρέπει να προσπαθήσουμε να περιορίσουμε το δικαίωμα ψήφου σχετικά με τους τοπικούς φόρους, ιδίως με τους φόρους και την ρύθμιση των ακινήτων, στους κατόχους περιουσίας και ακινήτων. Μόνο οι κάτοχοι περιουσίας πρέπει να έχουν δικαίωμα ψήφου, και η ψήφος τους δεν πρέπει να είναι ισότιμη, αλλά σύμφωνη με την αξία των ιδίων κεφαλαίων και το ποσό των καταβληθέντων φόρων. Δηλαδή, κάτι παρόμοιο με αυτό που ήδη εξήγησε ο Lew Rockwell ότι συμβαίνει σε ορισμένα μέρη της Καλιφόρνια.
Επιπλέον, όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι - δάσκαλοι, δικαστές, αστυνομικοί - και όλοι οι αποδέκτες της κοινωνικής πρόνοιας, πρέπει να αποκλειστούν από την ψηφοφορία σχετικά με τους τοπικούς φόρους και τα ζητήματα της τοπικής νομοθεσίας. Αυτοί οι άνθρωποι πληρώνονται από φόρους και δεν θα πρέπει να έχουν κανέναν απολύτως λόγο για το πόσο υψηλοί θα είναι αυτοί οι φόροι. Με αυτήν την πλατφόρμα φυσικά δεν μπορεί κανείς να κερδίσει παντού. Δεν μπορείτε να κερδίσετε στην Ουάσιγκτον, με μια πλατφόρμα σαν κι αυτή. Αλλά τολμώ να πω ότι σε πολλές περιοχές αυτό μπορεί να γίνει εύκολα. Οι τοποθεσίες πρέπει να είναι αρκετά μικρές και να έχουν έναν επαρκή αριθμό αξιοπρεπών ανθρώπων.
Κατά συνέπεια, οι τοπικοί φόροι και συντελεστές καθώς και τα τοπικά φορολογικά έσοδα αναπόφευκτα θα μειωθούν. Οι αξίες των ακινήτων και τα περισσότερα εγχώρια εισοδήματα θα αυξηθούν, ενώ ο αριθμός και το κόστος των δημοσίων υπαλλήλων θα μειωθούν. Τώρα, και αυτό είναι το πιο αποφασιστικό βήμα, πρέπει να γίνει το ακόλουθο, και να θυμάστε πάντα ότι μιλώ για πολύ μικρές εδαφικές περιοχές, χωριά.
Σε αυτήν την κρίση χρηματοδότησης του κράτους που ξεσπά όταν αφαιρεθεί το δικαίωμα ψήφου από τον όχλο, ως διέξοδος από αυτήν την κρίση όλα τα περιουσιακά στοιχεία της τοπικής αυτοδιοίκησης πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν. Μια καταμέτρηση όλων των δημόσιων κτιρίων πρώτα, που σε τοπικό επίπεδο που δεν είναι τόσα πολλά - σχολεία, πυροσβεστικοί σταθμοί, αστυνομικά τμήματα, δικαστήρια, δρόμοι και ούτω καθεξής - και έπειτα οι μετοχές ή το σύνολο των ακινήτων πρέπει να διανεμηθούν στους τοπικούς κατόχους ιδιοκτησίας σύμφωνα με το συνολικό ποσό των φόρων - φόροι ιδιοκτησίας - που οι άνθρωποι αυτοί έχουν πληρώσει. Εξάλλου, είναι δικά τους, πλήρωσαν για αυτά τα πράγματα.
Αυτές οι μετοχές θα πρέπει να είναι ελεύθερα εμπορεύσιμες, να πωλούνται και να αγοράζονται και με αυτό το βήμα, η τοπική αυτοδιοίκηση ουσιαστικά θα καταργηθεί. Αν δεν υπήρχε η συνεχιζόμενη ύπαρξη ανώτερων επιπέδων διακυβέρνησης, αυτό το χωριό ή η πόλη θα ήταν τώρα μια ελεύθερη ή απελευθερωμένη περιοχή. Τι θα συνέβαινε λοιπόν στο πεδίο της εκπαίδευσης, και το πιο σημαντικό, τι θα συνέβαινε στο πεδίο της προστασίας της ιδιοκτησίας και της δικαιοσύνης;
Σε μικρό, τοπικό επίπεδο, μπορούμε να είμαστε σίγουροι (ή ακόμα περισσότερο από ό,τι θα μπορούσαμε να ήμασταν πριν από εκατό χρόνια για το τι θα συνέβαινε αν ο βασιλιάς παραιτούνταν) ότι αυτό που θα συμβεί είναι περίπου το εξής: όλοι οι υλικοί πόροι που είχαν προηγουμένως αφιερωθεί σε αυτές τις υπηρεσίες - σχολεία, αστυνομικά τμήματα, δικαστήρια - εξακολουθούν να υπάρχουν, και το ανθρώπινο δυναμικό ομοίως. Η μόνη διαφορά είναι ότι (σ.σ. το ανθρώπινο δυναμικό) είναι πλέον ιδιώτες, ή προσωρινά άνεργοι στην περίπτωση των δημοσίων υπαλλήλων. Σύμφωνα με τη ρεαλιστική υπόθεση ότι θα εξακολουθεί να υπάρχει η τοπική ζήτηση για εκπαίδευση και προστασία και δικαιοσύνη, τα σχολεία, τα αστυνομικά τμήματα και τα δικαστήρια θα εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούνται για τους ίδιους σκοπούς. Και πολλοί πρώην δάσκαλοι, αστυνομικοί και δικαστές θα επαναπροσληφθούν, ή θα επανακαταλάβουν την προηγούμενη θέση τους με την αξία τους ως αυτοαπασχολούμενοι, με τη διαφορά το ότι θα λειτουργούν ή θα απασχολούνται από τοπικούς «πετυχημένους» ή μέλη της φυσικής ελίτ, που θα κατέχουν αυτά τα πράγματα, όλοι εκ των οποίων θα είναι γνωστές προσωπικότητες. Είτε ως κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, είτε ως -και αυτό φαίνεται πιο πιθανό- κάποιο μείγμα φιλανθρωπικής και κερδοσκοπικής οργάνωσης. Οι εγχώριοι «πετυχημένοι» συχνά παρέχουν δημόσια αγαθά από τη δική τους ιδιωτική τσέπη. Και προφανώς έχουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη διατήρηση της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον τόπου τους.
Και όλα αυτά είναι αρκετά εύκολο να λειτουργήσουν για τα σχολεία και τους αστυνομικούς, αλλά τι γίνεται με τους δικαστές και τη δικαιοσύνη; Θυμηθείτε ότι η ρίζα κάθε κακού είναι το υποχρεωτικό μονοπώλιο της δικαιοσύνης, δηλαδή το να αποφασίζει ένα άτομο τι είναι σωστό και τι όχι. Κατά συνέπεια, οι δικαστές πρέπει να χρηματοδοτούνται ελεύθερα και πρέπει να διασφαλίζεται η ελεύθερη είσοδος σε θέσεις δικαστικών διαμεσολαβητών. Οι δικαστές δεν θα εκλέγονται με ψηφοφορία, αλλά θα επιλέγονται από τις πραγματικές ανάγκες των αιτούμενων δικαιοσύνη. Επίσης, μην ξεχνάτε ότι στο υπό εξέταση μικρό τοπικό επίπεδο, στην πραγματικότητα μιλάμε για μια ανάγκη για έναν μόνο, ή για πολύ λίγους δικαστές. Είτε αυτό, είτε οι δικαστές αυτοί θα προσληφθούν στη συνέχεια από την ιδιωτική ένωση δικαστηρίων ή την μετοχική εταιρεία, ή θα είναι αυτοαπασχολούμενοι που θα ενοικιάζουν αυτές τις εγκαταστάσεις ή τα γραφεία, θα πρέπει να είναι σαφές ότι μόνο μια χούφτα ντόπιων, και μόνο ευρέως γνωστές και σεβαστές τοπικές προσωπικότητες - δηλαδή, μέλη της φυσικής ελίτ - θα είχαν οποιαδήποτε πιθανότητα να επιλεγούν ως δικαστές που θα διασφάλιζαν την εγχώρια ειρήνη.
Μόνο ως μέλη της φυσικής ελίτ, η απόφασή τους θα διαθέτει οποιαδήποτε αυθεντία και θα είναι εκτελεστέα. Και αν καταλήγουν σε ετυμηγορίες που θεωρούνται γελοίες, θα εκτοπιστούν αμέσως από άλλες τοπικές αρχές που θα είναι πιο αξιοσέβαστες. Εάν προχωρήσετε σε αυτή την τροχιά σε τοπικό επίπεδο, φυσικά δεν μπορεί να αποφευχθεί ότι κάποιος θα έρθει σε άμεση σύγκρουση με το αμέσως ανώτερο, και ειδικά με το ανώτατο επίπεδο της κρατικής εξουσίας. Πώς θα αντιμετωπίσετε αυτό το πρόβλημα; Δεν θα συντρίψουν απλώς οι κυβερνητικοί τέτοιες προσπάθειες;
Σίγουρα θα το ήθελαν, αλλά το εάν μπορούν πραγματικά να το κάνουν ή όχι, είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα, και για να το κατανοήσουμε αυτό, απαιτείται μόνο να κατανοήσουμε ότι τα μέλη του κρατικού μηχανισμού αντιπροσωπεύουν πάντα, ακόμη και υπό συνθήκες δημοκρατίας, απλώς ένα ελάχιστο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού. Και ακόμη μικρότερο είναι το ποσοστό των υπαλλήλων της κεντρικής κυβέρνησης.
Αυτό συνεπάγεται ότι μια κεντρική κυβέρνηση δεν μπορεί πιθανώς να επιβάλει τη νομοθετική βούλησή της, ή το στρεβλό της δίκαιο, σε ολόκληρο τον πληθυσμό, εκτός εάν βρει μια ευρεία τοπική υποστήριξη και συνεργασία για να το πράξει. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές εάν φανταστεί κανείς έναν μεγάλο αριθμό ελεύθερων πόλεων ή χωριών, όπως τα περιέγραψα προηγουμένως. Είναι πρακτικά αδύνατο, από άποψη ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και από τη σκοπιά των δημοσίων σχέσεων, να επανακαταλάβουν χιλιάδες κι γεωγραφικά ευρέως διασκορπισμένες περιοχές, και να τους επιβάλουν την άμεση κυριαρχία του κεντρικού κράτους.
Χωρίς τοπική επιβολή από συμμορφούμενες τοπικές αρχές, η βούληση του κεντρικού κράτους δεν είναι τίποτε περισσότερο από ζεστός, κοπανιστός αέρας. Ωστόσο, αυτή η τοπική υποστήριξη και συνεργασία είναι ακριβώς αυτά που πρέπει να απουσιάζουν. Σίγουρα, όσο ο αριθμός των απελευθερωμένων κοινοτήτων είναι ακόμα μικρός, τα πράγματα φαίνεται να είναι κάπως επικίνδυνα. Ωστόσο, ακόμη και κατά τη διάρκεια αυτής της αρχικής φάσης του απελευθερωτικού αγώνα, μπορεί κανείς να είναι αρκετά σίγουρος.
Μοιάζει συνετό κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης να αποφεύγεται η άμεση αντιπαράθεση με την κεντρική κυβέρνηση και να μην καταγγέλλεται ανοιχτά η εξουσία της, ή ακόμη και να μην αποκηρύσσεται η κυριαρχία της. Αντίθετα, φαίνεται σκόπιμο να ακολουθήσουμε μια πολιτική παθητικής αντίστασης και μη συνεργασίας. Απλά σταματάμε να βοηθάμε στην επιβολή κάθε κρατικού νόμου. Υιοθετούμε την ακόλουθη στάση: «Αυτοί είναι οι κανόνες σας και τους εφαρμόζετε. Δεν μπορώ να σας εμποδίσω, αλλά ούτε και θα σας βοηθήσω, καθώς η μόνη υποχρέωσή μου είναι οι τοπικοί μου εκλογείς.»
Εφαρμόζοντας με συνέπεια το δόγμα της μη συνεργασίας, και της άρνησης παροχής βοήθειας σε οποιοδήποτε κυβερνητικό επίπεδο, η εξουσία του κεντρικού κράτους θα μειωνόταν σοβαρά ή θα εξαϋλωνόταν. Και υπό το φως της κοινής γνώμης, φαίνεται πολύ απίθανο το κεντρικό κράτος να τολμήσει να καταλάβει μια περιοχή, της οποίας οι φιλήσυχοι κάτοικοι δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να κοιτάζουν τη δουλειά τους. Κάποιοι απροσάρμοστοι, κάποια ομάδα έφηβων περιθωριακών, είναι ένα πράγμα. Αλλά το να καταλάβεις ή να εξαλείψεις μια πολύ μεγάλη ομάδα φυσιολογικών, καταξιωμένων, αξιοπρεπών πολιτών είναι κάτι άλλο, και πολύ πιο δύσκολο.
Μόλις ο αριθμός των αθόρυβα αποσπασμένων περιοχών φθάσει σε μια κρίσιμη μάζα - και κάθε επιτυχία σε μια μικρή τοποθεσία προωθεί και τροφοδοτεί την επόμενη - αναπόφευκτα θα ριζοσπαστικοποιηθούν περαιτέρω σε ένα εθνικό κίνημα τοπικής ανεξαρτητοποίησης, με ρητά αποσχιστικές τοπικές πολιτικές και με ανοιχτή και περιφρονητική άρνηση συμμόρφωσης με τις κρατικές αρχές.
Και σε αυτήν τη συνθήκη τότε, όταν το κεντρικό κράτος θα αναγκαστεί να παραιτηθεί από το μονοπώλιό του στην παροχή προστασίας, οι σχέσεις μεταξύ των τοπικών αρχών που θα αναδύονται, και των κεντρικών αρχών που πρόκειται να χάσουν την εξουσία τους, μπορούν να τεθούν σε καθαρά συμβολαιακό επίπεδο, και θα μπορεί πλέον κανείς να ανακτήσει τη ισχύ να υπερασπίζεται την ιδιοκτησία του ξανά.