H κομμουνιστική προέλευση της πολιτικής «ορθότητας» (woke)
Οι επίσημες σοβιετικές πηγές δείχνουν ότι ο όρος πολιτική ορθότητα χρησιμοποιείτο ήδη από το 1921, για να περιγράφει θετικά τη «ορθή» σκέψη. Ο εμπνευστής του δεν ήταν άλλος από τον Λένιν
Άρθρο του Michael Rectenwald, που δημοσιεύτηκε στον προσωπικό του ιστότοπο, στις 25/1/2018. Χρόνος ανάγνωσης 5'.
Ο όρος «πολιτικά ορθό» είναι μια από τις πιο εμπρηστικές φράσεις της σύγχρονης πολιτικής ορολογίας. Οι υποστηρικτές των αξιών που θεωρούνται πολιτικά ορθές - κατά του ρατσισμού, του μισογυνισμού, της τρανσφοβίας, και ούτω καθεξής - διατείνονται πως το να είσαι πολιτικά ορθός είναι απλώς αυτό: ορθό. Γιατί κάποιος να θέλει να είναι οτιδήποτε άλλο — εκτός αν, δηλαδή, υποκινείται από φανατισμό ή κάτι χειρότερο;
Αυτή η θέση φαίνεται αρκετά λογική, και θα μπορούσε να είναι ακόμη και αδιαμφισβήτητη, αν δεν επιδίωκε να κρύψει μια υποκείμενη παρόρμηση - να διορθώνει πολιτικά τους άλλους. Σε καθεστώτα πολιτικής ορθότητας, η πολιτική διόρθωση είναι η τυπική απάντηση σε όσους εκφράζουν «λανθασμένες» απόψεις. Πράγματι, η επιβολή των «σωστών» ιδεών με τα «απαραίτητα» μέσα είναι ακριβώς η ουσία του προβλήματος.
Μια συζήτηση για την πολιτική ορθότητα εξυπηρετείται καλά παρακολουθώντας αυτήν την πολιτική ετικέτα στην πρώτη της εμφάνιση. Οι επίσημες σοβιετικές πηγές δείχνουν ότι ο όρος politicheskaya korrektnost (πολιτική ορθότητα) χρησιμοποιείτο ήδη από το 1921, για να περιγράψει θετικά τη «σωστή» σκέψη. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο εμπνευστής του δεν ήταν άλλος από τον πρωταρχικό αρχιτέκτονα της επανάστασης των Μπολσεβίκων, Βλαντιμίρ Λένιν. Η προώθηση και η μετέπειτα επιβολή της πολιτικής ορθότητας από τον Λένιν ακολούθησαν την αντίληψή του για το partiĭnost, ή το κομματικό πνεύμα, το οποίο επίσης αντιπροσώπευε την «κομματική αλήθεια», ή τη σωστή ερμηνεία του κόσμου και των πάντων πάνω σ' αυτόν. Μετά την επανάσταση, η πολιτική ορθότητα επιβλήθηκε από την σοβιετική τρομοκρατία. Κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης, η Ερυθρή Φρουρά του Μάο υιοθέτησε αργότερα και προσάρμοσε την «αυτοκριτική», μια τεχνική για την επιβολή της πολιτικής ορθότητας.
Δείτε σχετικά ένα άλλο άρθρο του Michael Rectenwald: «Η μαοϊκή οργή της woke («αφυπνιστικής» δήθεν) ιδεολογίας»
Αναφέρω τις σοβιετικές και σινο-κομμουνιστικές πηγές πολιτικής ορθότητας όχι για να επικαλεστώ έναν Κόκκινο Φόβο, αλλά αντίθετα για να σημειώσω ότι το σύγχρονο κίνημα της «κοινωνικής δικαιοσύνης» χαρακτηρίζεται από τις ίδιες παρορμήσεις. Οι πρώην Σοβιετικοί και Μαοϊκοί Κινέζοι πολίτες ενθυμούνται ένα σύστημα σύμφωνα με το οποίο ο λεκτικός αυθορμητισμός και ο σκεπτικισμός θα μπορούσαν να αποβούν μοιραία. Κατά τη διάρκεια της ήπιας πολιτιστικής επανάστασης των ημερών μας, όσοι κατηγορούνται για ιδεολογική παρέκκλιση —όπως ο πρώην υπάλληλος της Google, ο Τζέιμς Ντάμορ—, ενώ ούτε βασανίζονται ούτε θα θανατώνονται, στέλνονται στα μεταφορικά «γκούλαγκ» της δημόσιας κατακραυγής και της ανεργίας.
Κατά την υιοθέτηση πολιτικών και μηχανισμών που βασίζονται στην κοινωνική δικαιοσύνη, τα κολέγια και τα πανεπιστήμια της Βόρειας Αμερικής αντλούν εν αγνοία τους (;) τις μεθόδους τους από ολοκληρωτικά πρότυπα επιβολής. Οι τάξεις των διοικητικών στελεχών διογκώνονται σε αριθμό, και τα δίδακτρα στα κολέγια αυξάνονται, κυρίως λόγω των υπερμεγέθων διοικήσεων που είναι αφιερωμένες στις ιδιαίτερες ανάγκες των φοιτητών. Οι περισσότερες διοικήσεις κολεγίων περιλαμβάνουν πλέον Ομάδες Αντιμετώπισης Μεροληψίας, δικαστήρια που εκδικάζουν κεκλεισμένων των θυρών αναφορές για «μικροεπιθετικές ενέργειες» και «παραβάσεις μεροληψίας» σε περισσότερα από 230 κολέγια και πανεπιστήμια σε όλη τη χώρα. Οι τηλεφωνικές γραμμές για την καταγγελία προκαταλήψεων, οι «ασφαλείς χώροι» (σ.σ. από τις τυχόν αντίθετες απόψεις), οι προειδοποιήσεις για το παραμικρό παράπτωμα, και η στέρηση δημόσιου βήματος ή η φίμωση των ομιλητών, δίνουν στους υποστηρικτές της κοινωνικής δικαιοσύνης και στους διοικητές κολεγίων, τα οποία κυριαρχούνται από την κοινωνική δικαιοσύνη, το δικαίωμα του περιορισμού της ελευθερίας έκφρασης και της ανοικτής διερεύνησης.
Στον ακαδημαϊκό χώρο, η απλή αμφισβήτηση της ιδεολογίας της κοινωνικής δικαιοσύνης και των μηχανισμών της μπορεί να κάψει την γούνα οποιουδήποτε, όπως συνέβη στην περίπτωσή μου. Ξεκίνησα κάνοντας ανώνυμα επικριτικά tweet για τις τάσεις της κοινωνικής δικαιοσύνης και σύντομα έγινα αντιληπτός από έναν δημοσιογράφο της φοιτητικής εφημερίδας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Συμφώνησα για μια συνέντευξη και επέτρεψα στην εφημερίδα να αποκαλύψει την ταυτότητά μου ως χειριστή πίσω από το προφίλ @antipcnyuprof στο Twitter .
Η αντίδραση ήταν αστραπιαία και δριμεία. Αντιμετώπισα μια έντονη επίπληξη από την οργουελικής ονομασίας «Ομάδα Εργασίας για τις Ανθρωπιστικές Σπουδές για τη Διαφορετικότητα, την Ισότητα και την Συμπεριληπτικότητα», η οποία κυριολεκτικά με κήρυξε «ένοχο» για τη «δομή της σκέψης μου». Την ίδια ημέρα, με κάλεσαν ενώπιον του κοσμήτορά μου και του προϊσταμένου του Τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού, και αμφότεροι μου σύστησαν σθεναρά να πάρω αναρρωτική άδεια μετ' αποδοχών. Τα tweets και η συνέντευξή μου θεωρήθηκαν από ένα μέλος του προσωπικού που δεν κατονομάστηκε σαν μια «κραυγή για βοήθεια». Με άλλα λόγια, όπως και στη Σοβιετική Ένωση, η προβολή απόψεων σε αντίθεση με την εμφανώς επίσημη ιδεολογία αντιμετωπίζονταν σαν ψυχική ασθένεια.
Αφού επέστρεψα από την αναρρωτική άδεια, με υποδέχτηκαν με μια τρομακτική σειρά από email από μια χούφτα συναδέλφους της σχολής. Καθώς με λιθοβολούσαν με ρατσιστικές και σεξιστικές προσβολές, αποκαλούσαν εμένα, κατά τραγική ειρωνεία, «ρατσιστή», «σεξιστή», «μισογύνη» και «σατανά» αυτοπροσώπως. Παρεμπιπτόντως, δεν είχα αναφέρει ποτέ κάποιο άτομο ή κάποια ταυτοτική ομάδα σε καμία από τις συζητήσεις μου για τα διάφορα ζητήματα.
Οι συνέπειες από τα «παραπτώματά» μου στο Twitter και οι αντιδράσεις στην επακόλουθη έκθεσή μου στα μέσα ενημέρωσης απέδειξαν το νόημα της όλης άσκησης. Καθώς απαντούσαν στις επικρίσεις μου, οι ιδεολόγοι της κοινωνικής δικαιοσύνης επεδείκνυαν τον αυταρχικό τους χαρακτήρα. Με τη διαβόητα ονειδιστική νοοτροπία τους, συμπεριφέρονταν ωσάν να μπορούσαν να με τιμωρήσουν και να με δυσφημήσουν ατιμώρητα.
Τέλος, παραχωρώντας ουσιαστικά τον έλεγχο στους ιδεολόγους της κοινωνικής δικαιοσύνης ανάμεσά τους - όπως θα έκαναν αργότερα οι διαχειριστές του Evergreen State College στην περίπτωση του Bret Weinstein - η διοίκηση του NYU αποκάλυψε ότι η ιδεολογία της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι πλέον το επίσημο δόγμα στο πανεπιστήμιο.
Η πολιτική ορθότητα είναι εσφαλμένη, όχι πρώτιστα λόγω των αξιών που ασπάζεται, αλλά επειδή ισοδυναμεί με εξαναγκασμό ή «κοινωνική τυραννία», όπως υποστήριξε ο John Stuart Mill στο βιβλίο «On Liberty». Η επιβολή μιας ορθοδοξίας όπως η «κοινωνική δικαιοσύνη» παραβιάζει τα ατομικά δικαιώματα, ενώ δημιουργεί ένα ανατριχιαστικό αποτέλεσμα. Η ειδική προστασία του δόγματος και εκείνων που το υποστηρίζουν είναι αντίθετη με την ανοιχτή έρευνα και την ελεύθερη έκφραση, τα χαρακτηριστικά του πανεπιστημίου. Πρέπει να δράσουμε τώρα για να διατηρήσουμε αυτόν τον θεσμό — όχι μόνο για χάρη του ίδιου, αλλά και για την ευρύτερη κοινωνία που εξαρτάται από αυτόν για την ύπαρξη αξιόπιστης γνώσης και ενημερωμένων πολιτών.
Ο Michael Rectenwald είναι συγγραφέας έντεκα βιβλίων, συμπεριλαμβανομένων των Thought Criminal, Beyond Woke, Google Archipelago και Springtime for Snowflakes