Γιατί είναι πλέον δυσκολότερο να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία
Φαίνεται ότι η Ρωσία μπορεί να πετύχει περισσότερα αν συνεχίσει να πολεμά, παρά μέσω διαπραγματεύσεων.
Ετικέτες: Κράτος, Πόλεμος
Άρθρο του Κόνορ Ο'Κίφ, δημοσιευμένο στις 28/05/2025 από το Mises Institute.
Καθώς ο Πρόεδρος Τραμπ πασχίζει να τηρήσει την προεκλογική του υπόσχεση να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία βοηθώντας στην επίτευξη μιας ειρηνευτικής συμφωνίας κατόπιν διαπραγματεύσεων, η προσπάθεια έχει -εν μέρει- υπονομευτεί από την κλιμάκωση της εκατέρωθεν αποστολής μη επανδρωμένων αεροσκαφών καμικάζι.
Την τελευταία εβδομάδα, η ένταση σημείωσε μια απότομη κλιμάκωση, με την Ουκρανία να εκτοξεύει χιλιάδες drones βαθιά στη Ρωσία -τα περισσότερα από τα οποία οι Ρώσοι ισχυρίζονται ότι έχουν αναχαιτίσει- και τη Ρωσία, με τη σειρά της, να εντείνει τις επιθέσεις με drones στην Ουκρανία. Οι ρωσικές επιθέσεις το Σαββατοκύριακο έτυχαν μεγάλης κάλυψης από τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, ειδικά μια αεροπορική επίθεση το βράδυ του Σαββάτου, όπου τμήματα μερικών από τα μεγαλύτερα σμήνη drones που έχουν εκτοξευθεί μέχρι στιγμής στον πόλεμο έπληξαν οικιστικά κτίρια γύρω από τα ουκρανικά εργοστάσια όπλων που η Ρωσία ισχυρίστηκε ότι στοχεύει.
Αυτή η σειρά επιθέσεων οδήγησε τον Τραμπ να εκδώσει την πιο έντονη επίπληξή του προς τον Βλαντιμίρ Πούτιν μέχρι σήμερα. Αποκάλεσε τον Ρώσο πρόεδρο τρελό και εξέφρασε την απογοήτευσή του για το πώς έχει αλλάξει ο Πούτιν από την τηλεφωνική τους επικοινωνία — μετά την οποία ο Τραμπ είχε χαρακτηρίσει τον Πούτιν ως λογικό άνθρωπο που ενδιαφέρεται για μια εκεχειρία.
Ο κατεστημένος Τύπος άρπαξε με χαρά τα σχόλια του Τραμπ για να υποστηρίξει ότι ακόμη και αυτός τώρα συνειδητοποιεί τι του έλεγαν όλο αυτό το διάστημα: ότι ο Πούτιν είναι ένας ανεξέλεγκτος μανιακός που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, επειδή παρακινείται αποκλειστικά από την δίψα του για αίμα και τις αυταπάτες του για κατάκτησης της Ευρώπης. Στη συνέχεια, όπως ήταν αναμενόμενο, το επαναφέρουν στο ευρύτερο επιχείρημά τους ότι η «αφελής» προσπάθεια του Τραμπ να «κατευνάσει» τον Πούτιν με μια ειρηνευτική συμφωνία και στη συνέχεια να «αποσυρθεί από την Ευρώπη» για να εγκαινιάσει μια νέα εποχή αμερικανικού απομονωτισμού είναι μάταιη και επικίνδυνη και ότι θα έπρεπε αντ' αυτού να δεσμευτεί εκ νέου στην προτιμώμενη στρατηγική του κατεστημένου για αδίστακτο παρεμβατισμό.
Είναι αλήθεια ότι η προσπάθεια της κυβέρνησης Τραμπ να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία έχει αντιμετωπίσει δυσκολίες που καθιστούν απίθανη την επίτευξη εκεχειρίας σύντομα. Αλλά αυτό δεν αποτελεί επιχείρημα υπέρ του παρεμβατισμού του πολιτικού κατεστημένου, καθώς αυτό ακριβώς είναι που προκάλεσε εξαρχής αυτή τη δύσκολη κατάσταση.
Πολλά έχουν γραφτεί για τις δεκαετίες που μεσολάβησαν μεταξύ της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ και της ανόδου της -φιλικά προσκείμενης προς τη Δύση- Ρωσικής Ομοσπονδίας και της τελικής επιστροφής της στις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου, όπως αυτές επισφραγίστηκαν με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Υπάρχει πολλή συζήτηση σχετικά με τις λεπτομέρειες και τις συνέπειες των αποφάσεων που ελήφθησαν στην πορεία. Αλλά κανείς με πραγματική αξιοπιστία δεν προσπαθεί καν να υποστηρίξει ότι αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε από την έλλειψη αμερικανικής ανάμειξης στην Ανατολική Ευρώπη.
Η Ουάσινγκτον ενεπλάκη ενεργά στην περιοχή από την αρχή. Αρχικά, όλα αυτά γίνονταν υπό το πρόσχημα της φιλικής βοήθειας στη μετάβαση από τον κομμουνισμό στον καπιταλισμό. Αλλά καθώς αυτή η διαδικασία ακυρώθηκε από έναν συνδυασμό κρατιστών Δυτικών οικονομολόγων - οι οποίοι πίστευαν ότι οι ελεύθερες αγορές έπρεπε να οργανώνονται και να διαχειρίζονται άνωθεν - και από την άμεση διαφθορά αξιωματούχων από όλες τις πλευρές, ο σεβασμός, ο θαυμασμός και η εμπιστοσύνη που απολάμβανε η αμερικανική κυβέρνηση σε μεγάλο μέρος της περιοχής άρχισαν να εξασθενούν.
Αυτό επιταχύνθηκε όταν οι πρόεδροι των ΗΠΑ άρχισαν να εργάζονται για την επέκταση του ΝΑΤΟ, της αντισοβιετικής στρατιωτικής συμμαχίας, μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας. Σε όλη την ιστορία της Ρωσίας, η έλλειψη φυσικών φραγμών μεταξύ της Μόσχας και της υπόλοιπης Ευρώπης υπήρξε πηγή τεράστιας ανησυχίας για τους Ρώσους ηγέτες. Κανένα βουνό ή καμία σημαντική πλωτή οδός δεν εμπόδισε τους στρατούς του Ναπολέοντα και, αργότερα, του Χίτλερ να προελάσουν απευθείας στην ενδοχώρα της Ρωσίας. Ο μόνος παράγοντας που καταδίκασε και τις δύο αυτές εισβολές ήταν η απόσταση.
Ακόμα και στην εποχή των πυρηνικών όπλων, όπου οι μεγάλες αλυσίδες εφοδιασμού του πεζικού είναι λιγότερο σημαντικές, όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση που χρειάζεται να διανύσει ένας βαλλιστικός πύραυλος για να φτάσει στις ρωσικές πόλεις, τόσο περισσότερο χρόνο έχει το ρωσικό καθεστώς για να τον ανιχνεύσει, να τον αξιολογήσει και να ανταποκριθεί. Η απόσταση εξακολουθεί να αποτελεί παράγοντα στην αμυντική του στρατηγική.
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι το γνώριζαν αυτό και παρόλα αυτά επέλεξαν να βοηθήσουν το ΝΑΤΟ να επεκταθεί όλο και πιο κοντά στη Μόσχα. Ο πρέσβης των ΗΠΑ στη Ρωσία τους είπε μάλιστα ρητά ότι η προσπάθεια ένταξης της Ουκρανίας, συγκεκριμένα, στο ΝΑΤΟ σχεδόν σίγουρα θα προκαλούσε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Σχεδόν κάθε σημαντικός Αμερικανός στρατηγός του Ψυχρού Πολέμου ήταν σθεναρά αντίθετος με την επέκταση του ΝΑΤΟ, επειδή την έβλεπε ως έναν σίγουρο τρόπο για να επανεκκινήσει άσκοπα την σύγκρουση ΗΠΑ-Ρωσίας, η οποία είχε μόλις τελειώσει ως εκ θαύματος χωρίς πυρηνική καταστροφή. Αλλά ξεπεράστηκαν ως λόμπι από τις εταιρείες όπλων, που παράγουν όλο το στρατιωτικό υλικό που οι νέες χώρες του ΝΑΤΟ υποχρεούνται να αγοράσουν.
Έτσι, το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε, το αμερικανικό στρατιωτικό υλικό μετακινήθηκε ανατολικά και οι αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες σε χώρες που είναι ευθυγραμμισμένες με τη Ρωσία έλαβαν χρηματοδότηση και υποστήριξη από την αμερικανική κυβέρνηση.
Ακόμα κι αν δεχτούμε το επιχείρημα του κατεστημένου ότι ο Πούτιν δεν ενδιαφέρεται πραγματικά αν οι ΗΠΑ τροφοδοτούν με όπλα και κανονίζουν εγγυήσεις ασφαλείας με τις χώρες που βρίσκονται ακριβώς στα σύνορά του, και χρησιμοποιούν αυτές τις ενέργειες μόνο ως δικαιολογία για να προωθήσουν τις αυτοκρατορικές του φιλοδοξίες, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι παρείχαν στον Πούτιν έναν εύκολο τρόπο να πείσει το ρωσικό κοινό να συμμετάσχει σε μια εισβολή στην Ουκρανία χωρίς κανέναν πραγματικό λόγο.
Στη συνέχεια, δυστυχώς, μετά την εισβολή, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι και οι σύμμαχοί τους σε κυβερνήσεις της Δυτικής Ευρώπης, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, έπεισαν τους Ουκρανούς να εγκαταλείψουν μια πρώιμη ειρηνευτική συμφωνία που θα είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων στα προ της εισβολής όρια. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Ρωσία έχει διεκδικήσει μόνιμα μεγάλο μέρος των εδαφών της ανατολικής Ουκρανίας, τα οποία είχε συμφωνήσει νωρίτερα να παραδώσει. Και η ουκρανική κυβέρνηση χάνει συνεχώς την επίδρασή της στους Ρώσους κατακτητές της, καθώς προσπάθησε και απέτυχε να τους εκδιώξει με τη βία.
Το περασμένο καλοκαίρι, η Ουκρανία πήρε την απροσδόκητη απόφαση να αποσύρει στρατιώτες και πόρους μακριά από τις πρώτες γραμμές για να πραγματοποιήσει μια μικρή εισβολή στην περιοχή Κουρσκ της Ρωσίας, στα βόρεια σύνορα της Ουκρανίας. Αυτή η επιχείρηση μπορεί να ήταν μια προσπάθεια να ανακτήσει κάποια επιρροή σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Αλλά δεν πέτυχε πολλά, και έκτοτε η Ρωσία έχει ανακτήσει σχεδόν όλα τα εδάφη που έχασε. Η μεταφορά ουκρανικών στρατευμάτων και πόρων έχει πλέον δώσει στους Ρώσους ώθηση στο υπόλοιπο μέτωπο.
Γι' αυτό είναι απίθανο να επιτευχθεί ειρηνευτική συμφωνία στο εγγύς μέλλον: Επειδή φαίνεται ότι η Ρωσία μπορεί να πετύχει περισσότερα αν συνεχίσει να πολεμά, παρά μέσω διαπραγματεύσεων. Και, το σημαντικότερο, αυτό δεν συμβαίνει επειδή οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους διστάζουν και αποφεύγουν να δώσουν στους Ουκρανούς ό,τι χρειάζονται για να πολεμήσουν τους Ρώσους. Είναι επειδή οι αξιωματούχοι που αντιλαμβάνονται την επιρροή της Δύσης σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις απλά υστερούν πλέον αριθμητικά ακόμα περισσότερο από εκείνους που πιστεύουν ότι ο πόλεμος θα έπρεπε να παραταθεί ούτως ή άλλως, επειδή είναι ένας καλός τρόπος για να «αποδυναμωθεί η Ρωσία» χωρίς να διακινδυνεύσουν ζωές Αμερικανών.
Δεν υπάρχει κάποια εύκολη διέξοδος από αυτό το χάος. Δεν είναι ότι οι κυβερνήσεις του ΝΑΤΟ έχουν κάποιο ειδικό σύστημα όπλων που δεν έχουν στείλει ακόμα στην Ουκρανία και που θα μπορούσε να αρχίσει να αλλάζει την πορεία του πολέμου. Αν το είχαν, θα το είχαν ήδη στείλει. Εκτός από την αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων σε μάχη με τους Ρώσους, δεν υπάρχουν πολλά που μπορούν να γίνουν για να στηριχθούν οι ουκρανικές δυνάμεις. Και, όπως σημείωσε ο Σκοτ Χόρτον στην πρόσφατη ομιλία του εδώ στο Ινστιτούτο Mises, ακόμη και αν ο Τραμπ προσπαθούσε πραγματικά να αντιστρέψει την πορεία και να αποκαταστήσει τις σχέσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας, οι Ρώσοι πιθανότατα θα υπέθεταν, όπως είναι κατανοητό, ότι οποιαδήποτε πρόοδος που θα σημειωνόταν, θα ανατρεπόταν από τον επόμενο πρόεδρο των Democrats που θα κέρδιζε την προεδρία.
Γι' αυτό, αν πρόκειται ποτέ να δούμε ένα πραγματικό τέλος σε αυτόν τον περιττό δεύτερο Ψυχρό Πόλεμο με τη Ρωσία, απαιτείται περισσότεροι Αμερικανοί να κατανοήσουν το πώς πραγματικά προέκυψε εξαρχής. Πρέπει να γίνει ευρέως κατανοητό ότι αν η προτεραιότητα της κυβέρνησής μας ήταν πραγματικά να μας κρατήσει ασφαλείς, θα είχαν κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να αποφύγουν την έναρξη μιας νέας σύγκρουσης με την πιο βαριά εξοπλισμένη με πυρηνικά κυβέρνηση στον κόσμο. Κι όμως, φαίνεται να έκαναν ακριβώς το αντίθετο.
Αυτό που σίγουρα δεν περιλαμβάνει η διέξοδος είναι η επαύξηση των ίδιων πολιτικών αποφάσεων που δημιούργησαν αυτό το χάος εξαρχής και τις οποίες υποστηρίζουν όσοι θέλουν να δουν αυτόν τον πόλεμο να διαρκεί επ' αόριστον, σε μιαν άθλια προσπάθεια να χρησιμοποιήσουν τους Ουκρανούς για να αποδυναμώσουν λίγο περισσότερο τη Ρωσία.