Η βία της ταυτοτικής αριστεράς κι ο φιλελεύθερος ατομικισμός
Οι δολοφονίες, όπως αυτή του Charlie Kirk, δεν είναι απλώς οι ενέργειες μερικών νηπιοποιημένων ή ριζοσπαστικοποιημένων ατόμων, αλλά είναι ενσωματωμένες στη σύγχρονη αριστερή κοσμοθεωρία.
Ετικέτες: Πολιτισμικός μαρξισμός, Ιστορία, Φιλελευθερισμός
Άρθρο της Γουαντζίρου Ντζόγια, δημοσιευμένο στις 4/10/2025.
Μπορείτε να ακούσετε αυτό το κείμενο μέσω της εφαρμογής του Substack για κινητά.
Πολλοί άνθρωποι σοκαρίστηκαν βλέποντας την αριστερά των woke ταυτοτήτων να ξεσπά σε μακάβριους πανηγυρισμούς, όταν έγινε γνωστό ότι ο Τσάρλι Κερκ είχε δολοφονηθεί. Φοιτητές που περιφρονούσαν τις πολιτικές απόψεις του Κερκ εθεάθησαν να κραυγάζουν «πετύχαμε τον Τσάρλι στον λαιμό!». Ο Βρετανός κοινωνιολόγος Φρανκ Φουρέντι υποστηρίζει ότι αυτοί οι φοιτητές δεν περιορίζονται σε ένα ριζοσπαστικό, ασυνάρτητο περιθώριο, ούτε αντιπροσωπεύουν απλώς «τις πράξεις μερικών ηλιθίων», όπως υποθέτουν πολλοί άνθρωποι.
(σ.σ. αξίζει να παρατηρήσει κανείς το παραλήρημα στο σημείο 10’.58’’ του παρακάτω βίντεο, καθώς και τον επίλογο που ξεκινά στο σημείο 24’.37’’.)
Αντίθετα, οι πανηγυρισμοί αντανακλούν ένα ευρύτερο «φετίχ βαναυσότητας» στην αριστερά, που καθοδηγείται από πανεπιστημιακές θεωρίες, οι οποίες αντιμετωπίζουν τη βία σαν «πράξη αυτοφροντίδας» για τα μέλη των ταυτοτικών ομάδων που απαιτούν τον κοινωνικό σεβασμό. Ο Φουρέντι προειδοποιεί ότι «αντιδράσεις όπως αυτές δεν είναι απλώς οι ενέργειες μερικών νηπιοποιημένων ή ριζοσπαστικοποιημένων ατόμων, αλλά είναι ενσωματωμένες στη σύγχρονη αριστερή κοσμοθεωρία». Η αριστερά έχει απορροφηθεί τόσο πολύ από την ίδια της την αίσθηση ηθικού ζήλου, που σήμερα «ο αριστερισμός - ειδικά στην ταυτοτική, μετα-αποικιακή του μορφή - είναι μια σαφώς βίαιη ιδεολογία». Θεωρεί τη βία ως μια «δύναμη εξαγνισμού» που θα τη βοηθήσει να εξαλείψει τα λάθη της αποικιοκρατίας, του καπιταλισμού και όλων των μορφών ιστορικής αδικίας, τις οποίες κατακεραυνώνουν οι σύγχρονοι πανεπιστημιακοί. Ο Φουρέντι εξηγεί:
Έχουν εσωτερικεύσει την ευαισθησία της θυματοποίησης και, από αυτή την ταυτοτική οπτική γωνία, τα λεγόμενα θύματα του συστήματος θεωρούνται απολύτως δικαιολογημένα να ασπάζονται την πολιτική της βίας. Απλώς κοιτάξτε την αντίδρασή τους στην ανάλγητη σκληρότητα της δολοφονίας του Κερκ και παρατηρήστε το πώς ο συντηρητικός ακτιβιστής έχει μετατραπεί σε μη-πρόσωπο και το πώς οι υπόλοιποι στοχοποιούνται σαν δίκαιη λεία.
Καθώς οι ιδεολογικοί σημαιοφόροι της αριστεράς καταλήγουν να υποστηρίζουν ανοιχτά τον θάνατο των αντιπάλων τους και την καταστροφή αυτού που θεωρούν καταπιεστικό πολιτισμό, γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο για τους φιλελεύθερους να υπερασπιστούν το δόγμα της ατομικής ελευθερίας χωρίς να ενταχθούν στο ίδιο ιδεολογικό στρατόπεδο με τους οπαδούς της ταυτοτικής/woke αριστεράς. Ο ατομισμός της αριστεράς του «εγώ, εγώ, εγώ» έχει συμβάλει στην προώθηση της δηλητηριώδους φιλοσοφίας του ταυτοτισμού, στην οποία «η λανθασμένη αναγνώριση φύλου είναι βία», «ο ρατσισμός είναι βία» και «η σιωπή είναι βία».
Ο όρος «ατομικισμός» σε κάθε περίπτωση αντιμετωπίζεται πάντα με επιφύλαξη από τους συντηρητικούς, λόγω των αποχρώσεών του, που υπονοούν εγωισμό και αλαζονεία, και της φαινομενικής περιφρόνησης των κοινωνικών κανόνων και των παραδοσιακών αξιών, και αυτό απλά επιδεινώνεται όταν η εγωκεντρική αριστερά υποστηρίζει τη βία εναντίον οποιουδήποτε θεωρεί συντηρητικό. Σε αυτό το πλαίσιο, η υπεράσπιση της ατομικής ελευθερίας φαίνεται σε πολλούς συντηρητικούς παρατηρητές σαν αυτοκτονική, καθώς φαίνεται να απαιτεί από αυτούς να «ανεχτούν» τις αξίες και τον τρόπο ζωής των κομμουνιστών, των οποίων ο στόχος είναι να καταστρέψουν τον δυτικό πολιτισμό. Ορισμένοι συντηρητικοί εκφράζουν ήδη αμφιβολίες ως προς την αξία της προστασίας της ελευθερίας του λόγου, όταν αυτή επεκτείνεται στην ελευθερία του λόγου των ζόμπι που χαίρονται με τη δολοφονία του Κερκ.
Το γεγονός ότι η έννοια του ατομικισμού αμαυρώνεται πλέον από την συσχέτισή της με εγωιστικές και βίαιες ομάδες που υποστηρίζουν τις woke πολιτισμικές ταυτότητες, αποτελεί πρόκληση για τον σύγχρονο φιλελευθερισμό, ειδικά επειδή η ατομική ελευθερία, με τα δόγματα της ελευθερίας του λόγου και της ελευθερίας από τον κρατικό έλεγχο, βρίσκεται στην καρδιά του φιλελεύθερου δόγματος. Στο άρθρο γνώμης του στους New York Times το 1971 με τίτλο «Το Νέο Φιλελεύθερο Δόγμα», ο Murray Rothbard χαρακτήρισε τον φιλελευθερισμό ως «την παράδοση που κάποτε καθιέρωσε την Αμερική ως τον περήφανο φάρο της ελευθερίας, την παράδοση των Jefferson, Paine, Jackson και Garrison». Ο υπότιτλος έγραφε: «Μια ανανεωμένη πίστη στο άτομο είναι η βάση του νέου δόγματος».
Περιέγραφε αυτή την εστίαση στην ατομική ελευθερία ως «ένα αυξανόμενο σχίσμα στη δεξιά πτέρυγα», καθώς οι νεοσυντηρητικοί ασχολούνταν ολοένα και περισσότερο με τον «μιλιταρισμό και τον ιμπεριαλισμό». Σήμερα, το σχίσμα στη δεξιά πτέρυγα γίνεται ακόμη βαθύτερο, καθώς οι εθνικιστές συντηρητικοί ξεκινούν μια εκστρατεία για να επιβάλουν «συνέπειες» στους μακάβριους αντιπάλους τους, απολύοντάς τους από τις δουλειές τους. Σε αυτό το πλαίσιο, έχουν ελάχιστη υπομονή για τα δόγματα της ατομικής ελευθερίας.
Ο Ρόθμπαρντ ολοκλήρωσε το «Νέο Φιλελεύθερο Δόγμα» του με ένα σημαντικό σημείο, που μπορεί να βοηθήσει στο να εξηγηθεί το γιατί η έννοια της ατομικής ελευθερίας έχει ξεφύγει τόσο καταστροφικά: Εξήγησε ότι ο στόχος του φιλελευθερισμού ήταν «η ανύψωση των προτύπων της ελευθερίας και της λογικής επί των οποίων ιδρύθηκε αυτή η χώρα». Η έμφαση που έδωσε στο δικαίωμα του ατόμου στην αυτοκτησία συνδέθηκε ρητά με αυτά τα θεμελιώδη πρότυπα. Όταν η ατομική ελευθερία απομακρύνεται από τη λογική, γίνεται γκροτέσκ, μια δυσοίωνη παρωδία του εαυτού της, και τροφοδοτεί τη θανατηφόρα ιδέα ότι η βία δικαιολογείται αν κάποιος αισθάνεται ότι η ατομικότητά του «δεν γίνεται σεβαστή» από τους ιδεολογικούς του αντιπάλους. Αυτό είναι πλέον το σήμα κατατεθέν της ταυτοτικής αριστεράς: ότι το να μην σέβεται κάποιος τις αντωνυμίες που προτιμούν για τον εαυτό τους (σ.σ. αυτός, αυτή, αυτό) ή το να μην σέβεται την κληρονομιά της καταπίεσής τους και να μην τους καταβάλλει τις «αποζημιώσεις» που απαιτούν ισοδυναμεί με τη «διαγραφή» τους και, ως εκ τούτου, δικαιολογεί τη βία τους.
Η ιστορία αποκαλύπτει ότι αυτό το πρόβλημα έχει βαθιές ρίζες. Ο William Lloyd Garrison - τον οποίο θαύμαζε ο Rothbard για την αφοσίωσή του στην κατάργηση της δουλείας - είχε δεχτεί κι εκείνος βίαιες επιθέσεις από όχλους που εξοργίστηκαν με τη δήλωσή του ότι το Σύνταγμα ήταν «η πιο αιματηρή και ανίερη ρύθμιση που έγινε ποτέ από ανθρώπους, για τη συνέχιση και την προστασία ενός συστήματος με την πιο φρικτή κακοήθεια που έχει επιδειχθεί ποτέ στη γη», δηλαδή τη δουλεία. Η καταγγελία του Συντάγματος από τον Garrison θεωρήθηκε εξωφρενική, καθώς αμφισβήτησε την πεποίθηση ότι η Αμερική είναι ένα έθνος που βασίζεται στο ιδανικό της ελευθερίας. Ως εκ τούτου, οι υπέρμαχοι της κατάργησης της δουλείας συχνά υφίσταντο βίαιες επιθέσεις. Ωστόσο, πολλοί υπέρμαχοι της κατάργησης της δουλείας, από την πλευρά τους, υιοθέτησαν επίσης την επιθετική βία σαν δικαιολογημένο μέσο για την προώθηση του σκοπού τους. Ο John Brown - ο οποίος διέπραξε εν ψυχρώ δολοφονία για τον σκοπό της κατάργησης της δουλείας - χρηματοδοτήθηκε από προοδευτικούς διανοούμενους της Νέας Αγγλίας, ένας από τους οποίους ήταν φίλος του Henry David Thoreau και του Ralph Waldo Emerson. Πίστευαν ότι η βία κατά των νότιων πολιτειών ήταν απαραίτητη για την προώθηση του σκοπού της δικαιοσύνης.
Ακόμη και ο ειρηνιστής φιλελεύθερος Lysander Spooner, το 1858 στο φυλλάδιό του με τίτλο «Ένα Σχέδιο για την Κατάργηση της Δουλείας και Προς τους Μη Δουλοκτήτες του Νότου», υπερασπίστηκε το δικαίωμα των σκλάβων να κατασχέσουν την περιουσία των κυρίων τους «με στρατηγική ή με τη βία». Οι σημερινοί πολεμιστές της κοινωνικής δικαιοσύνης -που έχουν εκπαιδευτεί στις κριτικές θεωρίες περί φυλής και που αντιμετωπίζουν τη «δουλεία» ως συνώνυμη με τον «ρατσισμό»- πιστεύουν ότι η βία του σκοπού της κατάργησης της δουλείας εφαρμόζεται εξίσου δικαιολογημένα στην επιβολή των δικών τους αντιρατσιστικών ιδανικών.
Από αυτά τα ιστορικά παραδείγματα είναι σαφές ότι η βία που διαπερνά την υπόθεση της ελευθερίας δεν είναι κάτι καινούργιο. Αλλά, όπως εξηγεί ο Rothbard στην Ηθική της Ελευθερίας, η βία δικαιολογείται μόνο στην αυτοάμυνα. Έχει προκύψει σύγχυση επειδή τα όρια μεταξύ επιθετικότητας και άμυνας έχουν θολώσει από περίπλοκες θεωρίες ταυτοτήτων, στις οποίες τα βίαια πλήθη πιστεύουν ότι πολεμούν «αμυντικά» εναντίον των επιτιθέμενων. Όπως το βλέπουν, εάν η βία δικαιολογείται μόνο στην αυτοάμυνα, τότε αυτό είναι το σύνθημά για να φορέσουν τον μανδύα των πολεμιστών της κοινωνικής δικαιοσύνης, που αγωνίζονται για την άμυνα ενάντια στην τυραννία, αγνοώντας το γεγονός ότι οι ίδιοι είναι που διαπράττουν επιθετικές πράξεις εναντίον των άλλων. Αυτό το πρόβλημα της βίας ισχύει για όλες τις ταυτοτικές ομάδες που πιστεύουν ότι αγωνίζονται για το δικαίωμα να «ζουν όπως είναι» και το δικαίωμα να φέρουν «τον πραγματικό τους εαυτό» όπου κι αν πάνε. Θέλουν να τους βλέπουν, να τους ακούν, να τους επιβεβαιώνουν, να τους επευφημούν, ακόμη και να τους λατρεύουν όλοι όσοι έχουν την ατυχία να τους συναντήσουν το δρόμο τους - αλλιώς...
Οι φιλελεύθεροι θα συμφωνούσαν ότι κάθε άτομο έχει το δικαίωμα στην αυτοκυριότητα, να ζει τη ζωή του όπως επιθυμεί χωρίς παρέμβαση από το κράτος ή οποιονδήποτε άλλον. Όπως το έθεσε ο Ρόθμπαρντ, «Κάθε άτομο ως ανεξάρτητη οντότητα που ενεργεί κατέχει το απόλυτο δικαίωμα της «αυτοκυριότητας», δηλαδή, να κατέχει το άτομό του χωρίς παρενόχληση από άλλους».
Όμως τα προβλήματα ξεκινούν όταν οι ταυτοτικοί, πολλοί από τους οποίους αυτοπροσδιορίζονται σαν προοδευτικοί ή αριστεροί-φιλελεύθεροι και ισχυρίζονται ότι υπερασπίζονται την ατομική ελευθερία, λησμονούν ότι το δικαίωμα να μην παρενοχλούνται από τους άλλους συνεπάγεται επίσης το καθήκον να μην παρενοχλούν τους άλλους. Απαιτούν επιθετικά «να γίνει σεβαστή» η ατομικότητά τους και εκδίδουν διατάγματα και τελεσίγραφα ως προς το τι απαιτούν από τους άλλους ως ένδειξη σεβασμού, επί ποινή βίαιων συνεπειών για την μη συμμόρφωση. Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς μια πιο διεστραμμένη απόκλιση από «τα πρότυπα ελευθερίας και λογικής στα οποία ιδρύθηκε αυτή η χώρα», από μια κουλτούρα ατομισμού, που βασίζεται στη βία εναντίον των ιδεολογικών αντιπάλων κάποιου.