Πώς ο κόσμος ενστερνίστηκε τον εθνικισμό, και γιατί αυτός δεν θα εκλείψει σύντομα
Άρθρο του Ryan McMaken, δημοσιευμένο στις 16/7/2022 από το Mises Institute.
Η έννοια των εθνών και των εθνικών κρατών όπως τα αντιλαμβανόμαστε σήμερα είναι μια σχετικά σύγχρονη ιδέα, που θα φαινόταν παράξενη και ξένη στους περισσότερους ανθρώπους πριν από 400 χρόνια
Ίσως ένας από τους πιο οξυδερκείς παρατηρητές της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες να είναι ο John Mearsheimer, στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Για χρόνια προειδοποιούσε ενάντια στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, ως τακτική που θα προκαλούσε σύγκρουση με το ρωσικό καθεστώς. Επιπλέον, ο Mearsheimer προσπάθησε να εξηγήσει γιατί υπάρχει αυτή η σύγκρουση. Γιατί, για παράδειγμα, το ρωσικό καθεστώς δεν δέχεται απλώς τον επεκτατισμό υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στην περιοχή; Ή ίσως, πιο συγκεκριμένα, γιατί τόσοι πολλοί Ρώσοι συνέχισαν να υποστηρίζουν τον Βλαντιμίρ Πούτιν στις προσπάθειές του να αντιμετωπίσει την επιρροή των ΗΠΑ στην περιοχή; Σε τελική ανάλυση, πολλές χώρες - η Πολωνία και η Εσθονία, για παράδειγμα - έχουν ωφεληθεί σε υλικό επίπεδο από το να ενστερνιστούν την «Δύση». Για τον Mearsheimer η απάντηση σε αυτό το ερώτημα σχετίζεται με το ερώτημα του γιατί οι Ιρακινοί δεν αποδέχτηκαν απλώς την κατοχή της χώρας τους από τις ΗΠΑ. Γιατί τόσοι πολλοί Ιρακινοί αρνήθηκαν να ασπαστούν την υποσχεμένη «ελευθερία» και «δημοκρατία», που το καθεστώς των ΗΠΑ ισχυριζόταν ότι θα προέκυπτε από την αμερικανική κατάκτηση;
Η απάντηση για τον Mearsheimer —όπως περιγράφει στο βιβλίο του για τη «φιλελεύθερη ηγεμονία» — μπορεί να ερμηνευθεί ευρύτερα από τον εθνικισμό. Όπως το θέτει ο Mearsheimer:
«Πιστεύω ότι ο εθνικισμός είναι η πιο ισχυρή πολιτική ιδεολογία στον κόσμο. Πιστεύω ότι δεν είναι τυχαίο ότι ο κόσμος είναι γεμάτος με έθνη-κράτη. Νομίζω ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια εντελώς εθνικιστική χώρα. […] όταν ακούς Αμερικανούς να μιλούν για τον αμερικανικό εξαιρετισμό, ο αμερικανικός εξαιρετισμός είναι ουσιαστικά ο αμερικανικός εθνικισμός σε λειτουργία.»
Όταν ο Mearsheimer λέει ότι ο εθνικισμός είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από τις συγκρούσεις των ΗΠΑ με χώρες όπως η Ρωσία ή το Ιράκ, δεν μιλά μόνο για τον ρωσικό εθνικισμό ή τον ιρακινό εθνικισμό. Μιλάει και για τον αμερικανικό εθνικισμό. Η αμερικανική πολυμέρεια και ο διεθνισμός είναι στην πραγματικότητα απλώς ο αμερικανικός εθνικισμός.
Έχει δίκιο, και αυτή η πραγματικότητα εκτείνεται πολύ πέρα από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και το Ιράκ. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων στη γη σήμερα είναι εθνικιστές στον έναν ή τον άλλο βαθμό. Ο εθνικισμός κάποιου μπορεί να εκδηλώνεται με διαφορετικούς βαθμούς ενθουσιασμού, φυσικά, αλλά το γεγονός είναι ότι η έννοια παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής. Η δημοτικότητά του εξηγεί εν μέρει γιατί τα εθνικά κράτη εξακολουθούν να είναι ο κυρίαρχος τρόπος οργάνωσης των πολιτειών στη γη σήμερα.
Δεν είναι απαραίτητο να είναι έτσι. Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι οργάνωσης της κοινωνίας και άλλοι τρόποι να συλλογιζόμαστε τους εαυτούς μας και το πώς σχετιζόμαστε με τον κόσμο. Η ιδέα των εθνών και των εθνικών κρατών όπως τα αντιλαμβανόμαστε σήμερα είναι μια σχετικά σύγχρονη ιδέα, που θα φαινόταν παράξενη και ξένη στους περισσότερους ανθρώπους πριν από 400 χρόνια. Προς το παρόν, ωστόσο, ο εθνικισμός συνεχίζει να είναι μια από τις καθοριστικές ιδεολογίες της εποχής μας και μπορεί να είναι χρήσιμο να εξετάσουμε την ιστορία του και το πώς ο εθνικισμός έγινε τόσο σημαντικός.
Από πού προέρχεται ο εθνικισμός;
Ο εθνικισμός έχει αποδειχθεί ότι είναι μια έννοια που είναι δύσκολο να οριστεί, αν και είναι ξεκάθαρα κάτι που υπάρχει και επηρεάζει τον κόσμο γύρω μας. Ωστόσο, μπορούμε να κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις για τον εθνικισμό, οι οποίες θα μας προσφέρουν μια καλύτερη κατανόηση του όρου.
Η πρώτη είναι ότι ο εθνικισμός είναι μια ιδεολογία. Δηλαδή, είναι ένα σύνολο ιδεών που διαμορφώνουν τις αντιλήψεις μας σχετικά με τη συμμετοχή μας σε μια κοινότητα την οποία μοιραζόμαστε από κοινού με άλλους ανθρώπους. Σύμφωνα με την ιδεολογία που είναι γνωστή ως εθνικισμός, μοιραζόμαστε κοινά ενδιαφέροντα και τρόπους ζωής με άλλα άτομα στο εθνικό μας σύνολο. Πολύ συχνά, αυτό το εθνικό σύνολο συμπίπτει πολύ στενά με ένα συγκεκριμένο κράτος. Αυτό το ονομάζουμε συχνά «έθνος-κράτος».
Αυτή η αίσθηση του εθνικού ανήκειν δεν πρέπει να συγχέεται με μια απλή αίσθηση κοινότητας. Οι άνθρωποι σε κοινωνίες τύπου πρόσωπο με πρόσωπο απολαμβάνουν φυσικά μια αίσθηση κοινότητας με τους άλλους ανθρώπους στις πόλεις ή τα χωριά τους. Οι άνθρωποι στις πόλεις-κράτη και στις φυλετικές κοινωνίες, για παράδειγμα, έρχονται σε επαφή με αυτήν την αίσθηση σε καθημερινή βάση. Οι φυλετικές κοινότητες μπορεί να αριθμούν μόνο εκατοντάδες ή λίγες χιλιάδες άτομα, και πολύ συχνά οι πόλεις-κράτη —η Δημοκρατία της Φλωρεντίας, για παράδειγμα— είχαν μόνο λίγες δεκάδες χιλιάδες κατοίκων. Οι δεσμοί μέσω της συγγένειας, της εγγύτητας, των καθημερινών συναντήσεων και του οικονομικού συμφέροντος, είναι συνηθισμένοι σε κοινωνίες αυτού του είδους. Τα αισθήματα εθνικισμού, ωστόσο, υποδηλώνουν κάτι σε μεγαλύτερη κλίμακα και με λιγότερους οργανικούς δεσμούς.
Ο σημαντικός ιστορικός του εθνικισμού Benedict Anderson περιγράφει, κατά συνέπεια, τις εθνικές ομάδες ως «φαντασιακές κοινότητες», επειδή βασίζονται σε «επινοημένους» δεσμούς, που είναι πολύ λιγότερο προφανείς από τους δεσμούς των προσωπικών κοινών δραστηριοτήτων και των εκτεταμένων οικογενειακών δεσμών. Ή, όπως σημειώσει προσεκτικά ο Anderson, ο εθνικισμός δεν εμφανίζεται με φυσικό τρόπο και «ο εθνικισμός δεν είναι η αφύπνιση των εθνών στην αυτοσυνειδησία τους: ο εθνικισμός επινοεί έθνη» (η έμφαση στο πρωτότυπο). [1]
Ο Anderson συνεχίζει:
«Κατά συνέπεια, τα μέλη ακόμη και του πιο μικρού έθνους δεν θα γνωρίσουν ποτέ τους περισσότερους από τους ομοεθνείς τους, δεν θα τους συναντήσουν, ούτε θα ακούσουν για αυτούς, ωστόσο στο μυαλό του καθενός ζει η εικόνα της κοινωνίας τους.» [2]
Μια άλλη σημαντική πτυχή του εθνικισμού είναι ότι είναι περιορισμένος και ποτέ οικουμενικός. Εξ ορισμού, ο εθνικισμός περιορίζει το ποιος περιλαμβάνεται στη φαντασιακή κοινότητα και ορίζει ρητά τα περισσότερα ανθρώπινα όντα ως «εκτός». Δηλαδή, όπως το θέτει ο Άντερσον, «κανένα έθνος δεν φαντάζεται τον εαυτό του ως όμορο με την (σ.σ. υπόλοιπη) ανθρωπότητα». [3]
Αυτό μπορεί να αντιπαραβληθεί με άλλες έννοιες που ορίζουν μια πολιτική ή μια κοινότητα. Για παράδειγμα, η ιδεολογία που θεμελιώνει τις αυτοκρατορίες -όπως η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία- υποστηρίζει ότι οι ανθρώπινες κοινότητες εκτός της αυτοκρατορίας είναι απλώς άνθρωποι που δεν έχουν κατακτηθεί ακόμη και δεν έχουν ενσωματωθεί στην Αυτοκρατορία. Η ένταξή τους σε αυτή δεν εξαρτάται από το να μιλάει ο κατακτημένος λαός κάποια συγκεκριμένη γλώσσα ή να ασκεί συγκεκριμένες πολιτιστικές πρακτικές. Δεν χρειάζεται να ενταχθούν σε ένα ρωμαϊκό «έθνος». Δεν χρειάζεται να «αφομοιωθούν». Χρειάζονται μόνο να πληρώνουν φόρο υποτέλειας και να υποταχθούν στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Αντιστρόφως, αυτοί οι άνθρωποι εκτός της αυτοκρατορίας δεν θεωρούνται ότι ανήκουν σε άλλο έθνος. Είναι απλώς δυνάμει υπήκοοι, που δεν απολαμβάνουν ακόμη τα οφέλη της υποταγής στον Αυτοκράτορα.
Ο εθνικισμός είναι επίσης αρκετά διαφορετικός από τις δύο κύριες οργανωτικές αρχές που υπήρχαν πριν από τον εθνικισμό: το δυναστικό βασίλειο και την θρησκευτική κοινότητα.
Στη σύγχρονη εποχή πιστεύεται ότι η συμμετοχή σε ένα εθνικό σύνολο υπερτερεί των θρησκευτικών δεσμών, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Το 2022, ένας καθολικός Γάλλος και ένας καθολικός Ιταλός μπορεί να βιώσουν κάποια αλληλεγγύη μεταξύ τους, αλλά σπάνια στον βαθμό που οι δύο τους νιώθουν αλληλεγγύη με άλλους Γάλλους και Ιταλούς, αντίστοιχα. Από την άλλη πλευρά, οι κοινωνίες μπορούν να οργανωθούν -και σίγουρα έχουν οργανωθεί- σύμφωνα με τις γραμμές των θρησκευτικών πρακτικών, έτσι ώστε η συμμετοχή σε μια θρησκεία να είναι αυτό που πρωτίστως καθορίζει τα συναισθήματα της κοινότητας με τους άλλους. [4] Κατά συνέπεια, τον 14ο αιώνα, η ιδέα ότι ένας Ιταλός ιερέας και ένας Καθολικός στην Αγγλία χωρίζονταν από «εθνικές» διαφορές δεν θα είχε νόημα για τους περισσότερους ανθρώπους. [5] Σίγουρα, ένας Άγγλος έμπορος ή πρίγκιπας εκείνη την εποχή θα μπορούσαν να είχαν βρει πολλούς λόγους για να αντιταχθούν σε έναν συγκεκριμένο Ιταλό επίσκοπο —ίσως τον Πάπα— αλλά η εθνική ταυτότητα δεν θα ήταν μεταξύ αυτών. Επιπλέον, οι χριστιανικοί θεσμοί ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του Hendrik Spruyt, «διατοπικοί» καθώς η εξουσία τους υπερέβαινε τα συναισθήματα της τοπικής ταυτότητας. [6]
Μια δεύτερη κυρίαρχη μέθοδος οργάνωσης της κοινωνίας, πριν από τον εθνικισμό, ήταν σύμφωνα με το δυναστικό βασίλειο. [7] Για τους σύγχρονους ανθρώπους που είναι τόσο εξοικειωμένοι με την ιδέα των εθνικών συνόλων, αυτή είναι μια ιδέα που είναι δύσκολο να την φανταστεί κανείς. Ένα κλειδί εδώ είναι η κατανόηση ότι η δυναστική εξουσία δεν ήταν στενά συνδεδεμένη με κάποια συγκεκριμένη περιοχή ή πληθυσμό. Μάλιστα, όπως σημειώνει η Bishai, μέσα σε ένα ιδεολογικό πλαίσιο δυναστικής εξουσίας, οι πολιτείες «δεν είχαν νόημα ανεξάρτητα από τους διάφορους πρίγκιπες που τις χρησιμοποιούσαν για να επεκτείνουν την εξουσία τους». [8] Ο Van Creveld το τονίζει αυτό επίσης στη συζήτησή του για τις προ-κρατικές πολιτείες όπως οι αυτοκρατορίες και οι φυλές με επικεφαλής ισχυρούς αρχηγούς. Τα καθεστώτα αυτά ταυτίζονταν με τους συγκεκριμένους άρχοντες και τα στενά μέλη της οικογένειάς τους. Δεν υπήρχε «λαός» ή «έθνος» με το οποίο έπρεπε να ταυτιστούν αυτοί οι πρίγκιπες. [9] Για παράδειγμα, ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής, ένας βασιλιάς της Αγγλίας, δεν ήταν Άγγλος. Ούτε έθεσε σε κίνδυνο αυτό το γεγονός τη διεκδίκησή του θρόνου εκ μέρους του. Ήταν σύνηθες για τους αρχηγούς, τους μονάρχες και τους αυτοκράτορες να μην γνωρίζουν καν τη γλώσσα των υπηκόων τους. Η δημιουργία γλωσσικού δεσμού αυτού του είδους απλώς δεν θεωρείτο απαραίτητη ή σημαντική. Η νομιμότητα του καθεστώτος βασιζόταν στην αποτελεσματική άσκηση της εξουσίας και στις αξιώσεις του θεϊκού δικαιώματος να κυβερνούν - αν και οι κυνικοί πάντα εντυπωσιάζονταν πολύ περισσότερο από την ωμή εξουσία, παρά από τις υποτιθέμενες εντολές από τον ουρανό.
Υπό τη δυναστική εξουσία, τα σύνορα μεταξύ των εδαφών κάθε δυναστείας μετακινούνταν τακτικά και οι άνθρωποι κοντά στα σύνορα θα μπορούσαν συχνά να βρεθούν ως υποτελείς διάφορων βασιλιάδων και πριγκήπων, κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Αυτή η έλλειψη οποιουδήποτε σταθερού εδάφους έθετε φυσικά εμπόδια στην ανάπτυξη οποιασδήποτε συγκεκριμένης εθνικής ομάδας που να συνδέεται με έναν συγκεκριμένο τόπο ή πολιτισμό. Επιπλέον, όπως συμπεραίνει ο Bishai, «η απόκτηση εδαφών, πριν από αυτήν την εποχή, δεν ήταν μια πράξη που δημιουργούσε ή κατέστρεφε εθνικές ταυτότητες. Η νομιμοποίηση κληρονομείτο ή χορηγείτο. Οι λαοί ήταν σε μεγάλο βαθμό άνευ σημασίας.» [10] Η σχέση μεταξύ ηγεμόνα και υπηκόου στην αυτοκρατορική Ρώμη σίγουρα δεν ήταν σχέση εθνικής αλληλεγγύης. Ούτε αναμενόταν κάτι τέτοιο. Στην περίπτωση της φεουδαρχίας στην Ευρώπη, η σχέση μεταξύ άρχοντα και υποτελούς ήταν μια σχέση προσωπικών αμοιβαίων όρκων και οιονεί συμβατικών συμφωνιών. Δεν υπήρχε υπηκοότητα, δεν υπήρχε εθνική βούληση.
Οι ελίτ, φυσικά, είχαν σημασία, αλλά ήταν πιο στενά συνδεδεμένες με ένα δίκτυο που ήταν «διεθνές» σε εμβέλεια—ελλείψει καλύτερου όρου. Ασχολούνταν με τους ομότιμούς τους και όχι με τους τοπικούς πληθυσμούς. Αυτή η πρακτική ενθαρρυνόταν για αιώνες από το γεγονός ότι οι επικοινωνίες μεταξύ των ελίτ γίνονταν σε μη δημώδεις γλώσσες. Αυτή ήταν η ελληνική γλώσσα στην ανατολή, ή όποιες ιερές και αυτοκρατορικές γλώσσες παρείχαν το κυρίαρχο μέσο επικοινωνίας μεταξύ των ελίτ σε άλλα μέρη του κόσμου. Στη δυτική Ευρώπη, φυσικά, αυτή η γλώσσα ήταν τα λατινικά, και όσοι επικοινωνούσαν στα λατινικά σχημάτιζαν «μια ενιαία κοινότητα εγγραμματισμού σε όλα τα ευρωπαϊκά κέντρα μάθησης. Αν και η δημώδης γλώσσα συνέχισε να ευδοκιμεί, μεταξύ της διανόησης υπήρχε ένας διαπολιτισμικός, διαχρονικός διάλογος.» Πριν από τον εκτεταμένο εγγραμματισμό, «δεν υπήρχε μέσο για την ανάπτυξη περιφερειακών ταυτοτήτων» και αυτό κατέστειλλε περαιτέρω την ανάπτυξη του εθνικισμού. [11]
Πότε εμφανίστηκε η άνοδος του εθνικισμού;
Τελικά, οι ιδεολογίες πίσω από τις θρησκευτικές κοινότητες και τη δυναστική εξουσία ως οργανωτικές αρχές ξεθώριασαν. Ίσως τα πρώτα σημάδια του εθνικισμού ως ιδεολογίας αντικατάστασης να εμφανίστηκαν στην Αγγλία, όπου η αίσθηση της «εθνικής ταυτότητας» -προάγγελος του πλήρους εθνικισμού- αναπτύχθηκε ασυνήθιστα καλά. Όπως σημειώνει ο ιστορικός John Merriman:
«Η βρετανική εθνική ταυτότητα […] διαμορφώθηκε πολύ νωρίς στην ευρωπαϊκή ιστορία, αναμφισβήτητα τον δέκατο έβδομο αιώνα, και για τις ελίτ ίσως και πριν.» [12]
Εν μέρει αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τον δέκατο έβδομο αιώνα, η ιδέα της «Αγγλίας» διαχωρίστηκε από τις δυναστείες που την κυβερνούσαν. Πρώτος ήρθε ο Αγγλικός Εμφύλιος Πόλεμος στον οποίο «ο λαός» εκτέλεσε τον βασιλιά του και τον αντικατέστησε με έναν κοινό πολίτη. Στη συνέχεια, ακόμη και μετά την αποκατάσταση της μοναρχίας, το Κοινοβούλιο —ένα σώμα που υποτίθεται ότι αντιπροσώπευε μια σημαντική μερίδα του «λαού»— έκρινε σκόπιμο να αντικαταστήσει έναν βασιλιά με έναν άλλο, στην λεγόμενη Ένδοξη Επανάσταση του 1688. Η ιδέα της «Αγγλίας» γινόταν κάτι που δεν ήταν συνώνυμο με τον ίδιο τον μονάρχη.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης ήταν πολύ πίσω από την Αγγλία, όσον αφορά την ανάπτυξη των ιδεολογιών της εθνικότητας.
Σύμφωνα με τον Merriman, οι ελίτ στη Γαλλία αρχίζουν να σκέφτονται ξεκάθαρα με όρους γαλλικού λαού μόνο κατά τον Επταετή Πόλεμο το 1756. Επιπλέον, αρχίζουν να σκέφτονται έναν γαλλικό λαό που δύναται να προδοθεί από έναν μονάρχη. [13] Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί ιστορικοί χρονολογούν την πραγματική γέννηση του εθνικισμού στην εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Τότε ήταν που η ιδέα του «έθνους» απέκτησε ραγδαία απήχηση στην ευρωπαϊκή σκηνή.
Αλλά θα χρειάζονταν αρκετές δεκαετίες ακόμη για να εξαπλωθεί η ιδέα σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Από τη δεκαετία του 1840, οι Ούγγροι θα άρχισαν να πιέζουν σκληρά την Αυστρο-ουγγρική αυτοκρατορία για εθνική αυτοδιάθεση. Ακόμη και στη δεκαετία του 1840, ήταν σχετικά νωρίς για να διαχωριστούν οι Ούγγροι, όσον αφορά την κεντρική Ευρώπη. Σ’ ένα άλλο σημείο της αυτοκρατορίας, ο Merriman σημειώνει ότι η μαζική υιοθέτηση της ιδέας της εθνικής ταυτότητας δεν έφτασε σε ένα κρίσιμο σημείο, παρά μόνο μετά το 1880:
«Δεν υπήρχε η αίσθηση της εθνικής ταυτότητας, του να είσαι Σλοβένος, να είσαι Τσέχος, να είσαι Κροάτης, να είσαι Βούλγαρος, να είσαι Ουκρανός ή Ρουθήνιος -και τα δύο είναι ουσιαστικά το ίδιο- μέχρι τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα.» [14]
Μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα, ωστόσο, ο εθνικισμός είχε γίνει η κυρίαρχη ιδεολογία, όσον αφορά τον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι οργανώνονταν κοινωνικά και πολιτικά. Είχαν παρέλθει οι μέρες της προσωπικής πίστης σε έναν μονάρχη ή οι μέρες της υπέρτατης θρησκευτικής αλληλεγγύης. Το «είμαι Γάλλος» είχε αντικαταστήσει από καιρό το «είμαι Καθολικός». Η χρήση μιας τοπικής καθομιλούμενης γλώσσας, επικυρωμένης από το κράτος, είχε αντικαταστήσει από καιρό τις διεθνείς ιερές γλώσσες. Τα έθνη-κράτη είχαν αντικαταστήσει τις εθνικά ακαθόριστες αυτοκρατορίες. Ούτε ο μαρξισμός μπόρεσε να προσφέρει κάποια εναλλακτική. Η διάσπαση Κίνας-Σοβιετικής Ένωσης και ο πόλεμος Κίνας-Βιετνάμ το 1979 απεικόνισαν την αδυναμία του μαρξισμού να αντικαταστήσει τον «αστικό» εθνικισμό με τον διεθνιστικό κομμουνισμό.
Σε αυτό το σημείο ο Anderson θα μας υπενθύμιζε ότι αυτές οι νέες ιδέες της εθνικής ταυτότητας και αλληλεγγύης δεν «αποκαλύφθηκαν» ούτε «ανακαλύφθηκαν». Δεν ήταν ιδέες με κάποιο τρόπο «γραμμένες στις καρδιές μας» όπως ο θεϊκός νόμος στη χριστιανική θεολογία. Όχι, η ιδέα των εθνικών δεσμών με αμέτρητους ξένους είναι μια επινοημένη ιδέα που έχει δημιουργήσει πολλές φαντασιακές κοινότητες. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ο εθνικισμός δεν είναι μια ισχυρή ιδεολογία που επηρεάζει έντονα τις ενέργειες δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Είναι, όπως υποστηρίζει ο Mearsheimer, μια εξαιρετικά ισχυρή ιδεολογία που μπορεί ακόμη και να ωθήσει ορισμένους ανθρώπους να σκοτώσουν και να πεθάνουν για λόγους «εθνικής τιμής» ή «εθνικού συμφέροντος».
Μόλις διασφαλιστεί αυτή η ιδέα, απομένει μόνο ένα μικρό βήμα προς την αποδοχή της ιδέας ενός έθνους-κράτους και των εθνικών «πατρώων» και «μητρώων» γαιών, συνδεδεμένων με μια συγκεκριμένη εθνική ομάδα.
Ναι, η ιδέα είναι σχετικά σύγχρονη και η ιστορία έχει καταστήσει σαφές ότι η εθνική ταυτότητα δεν είναι ο μόνος τρόπος οργάνωσης της ανθρώπινης κοινωνίας. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο της ιστορίας, είναι σαφές ότι ο εθνικισμός παραμένει δημοφιλής. Παρά τις αμέτρητες προσπάθειες των παγκόσμιων ελίτ τις τελευταίες δεκαετίες να υποκαταστήσουν το εθνικιστικό αίσθημα, λίγοι άνθρωποι έχουν δείξει μεγάλη προθυμία να εγκαταλείψουν τις ιδέες τους σχετικά με την εθνική ταυτότητα. Το γεγονός ότι η ιδέα αυτή φαίνεται τόσο φυσική στους περισσότερους από εμάς - παρά το γεγονός ότι είναι τόσο καινοφανής, πρόσφατη και σύγχρονη - δείχνει το πόσο πολύ έχει επηρεάσει την σκέψη μας.
Επιπλέον, όπως έδειξε η αργή άνοδος του εθνικισμού, οι τεκτονικές αλλαγές στην ιδεολογία και στον αυτο-προσδιορισμό των ατόμων μπορεί να χρειαστούν αιώνες για να συμβούν. Ακόμα κι αν μπορούμε να βρούμε στοιχεία ότι ο εθνικισμός βρίσκεται σε παρακμή -και υπάρχουν κάποια στοιχεία που το υποδηλώνουν αυτό- ο εθνικισμός φαίνεται, προς το παρόν, να έχει ακόμα πολύ μέλλον μπροστά του.
1 Benedict Anderson, Imagined Communities: Reflections on the Origin and Spread of Nationalism (Λονδίνο: Verso, 1983), σελ. 6.
2 Ibid.
3 Ό.π., σελ. 7.
4 Anderson, Imagined Communities , σελ. 12.
5 Martin Van Creveld, The Rise and Decline of the Sate (Cambridge: Cambridge University Press, 1999), σελ. 64.
6 Hendrik Spruyt, The Sovereign State and Its Competitors (Princeton, NJ: Princeton University Press, 1994), σελ. 44.
7 Ό.π., σελ. 19.
8 Linda S. Bishai, Forgetting Ourselves: Secession and the (Im)possibility of Territorial Identity (Lanham, MD: Rowman and Littlefield, 2004), σελ. 65.
9 Van Creveld, The Rise and Decline of the State , σελ. 14.
10 Bishai, Forgetting Ourselves , σελ. 63–64.
11 Ό.π., σελ. 65.
12 John Merriman, «Διάλεξη 13—Εθνικισμός» (διάλεξη, HIST 202: European Civilization, 1648–1945, Yale Online), https://oyc.yale.edu/history/hist-202/lecture-13
13 Ibid.
14 Ibid.