Τα όρια της κρατικής δραστηριότητας από τον Wilhelm von Humboldt
Άρθρο του Antony P. Mueller, δημοσιευμένο στις 10/7/2023 από το Mises Institute
Όσο περισσότερο εξαπλώνεται η δραστηριότητα του κράτους, τόσο πιο ψυχρές γίνονται οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στην κοινωνία. Ακόμη και στις ιδιωτικές κοινωνικές σχέσεις, οι άνθρωποι θα βασίζονται όλο και περισσότερο στο κράτος. Όταν όλοι εξαρτώνται από τη βοήθεια του κράτους, η εθελοντική αλληλοβοήθεια σταδιακά θα αποδυναμωθεί.
Δεν γνωρίζουν πολλοί ότι ένα από τα σπουδαιότερα έργα ενάντια στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το κράτος προέρχεται από έναν Γερμανό στοχαστή. Ήδη από τα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα, ο Wilhelm von Humboldt (1767-1835) έθεσε το ζήτημα των γενικών ορίων της κρατικής δραστηριότητας. Ο Humboldt έγραψε το 1792 το έργο του «Ιδέες για μια προσπάθεια προσδιορισμού των ορίων της αποτελεσματικότητας του κράτους». Ενώ μεμονωμένα τμήματά του δημοσιεύτηκαν στην Berlinische Monatsschrift, το πλήρες κείμενο δημοσιεύτηκε το 1851 μέσω του κληροδοτήματός του.
Η βασική Αρχή
Σύμφωνα με τον Wilhelm von Humboldt, η βασική αρχή των ορίων της κρατικής δραστηριότητας έγκειται στην απόλυτη αναγκαιότητά της. Οι θεωρητικές εκτιμήσεις του Humboldt οδηγούν στο γενικό συμπέρασμα ότι η κρατική δραστηριότητα δεν πρέπει να υπόκειται στη χρησιμότητα αλλά στην αναγκαιότητα. Αυτή η «αρχή της αναγκαιότητας» απορρέει από την ιδιαιτερότητα του ανθρώπινου όντος ως προς την ατομικότητά του. Η χρησιμότητα, σε αντίθεση με την αναγκαιότητα, υπάρχει μόνο σε βαθμούς και όχι ως θεμελιώδης αρχή. Αν ξεκινούσε κανείς από την αρχή της χρησιμότητας, θα ήταν δυνατό να δικαιολογεί συνεχώς όλο και περισσότερες κρατικές παρεμβάσεις.
Ο καθορισμός των ορίων της κρατικής δραστηριότητας δεν αφορά μόνο την ελευθερία αυτή καθαυτή, αλλά και την αξιοποίηση της ποικιλομορφίας που ενυπάρχει στα ανθρώπινα όντα. Η ελευθερία συνδέεται στενά με την ατομικότητα -η οποία είναι αδιανόητη χωρίς ελευθερία- καθώς η ανάπτυξη της ατομικότητας προϋποθέτει την ελευθερία. Από την άλλη πλευρά, η ιδιωτικότητα αυξάνεται όσο μειώνεται το πεδίο δράσης του κράτους. Και τα δύο είναι αλληλένδετα. Η συναίνεση στην επέκταση της κρατικής δραστηριότητας σημαίνει τον περιορισμό του πεδίου της ιδιωτικής ζωής.
Το κράτος μπορεί να εστιάζει μόνο στα αποτελέσματα και να καθορίζει τους κανόνες που πρέπει να ακολουθούνται. Αυτό οδηγεί στο πρόβλημα ότι, όταν το κράτος επιδιώκει να φροντίσει για το θετικό ισοζύγιο της ευημερίας των πολιτών του, τα μέτρα που λαμβάνονται πρέπει αναγκαστικά να στοχεύουν ομοιόμορφα σε ένα μικτό πλήθος. Από αυτές τις σκέψεις, ο Humboldt συμπεραίνει την αρχή: «Το κράτος πρέπει να απέχει από κάθε μέριμνα για τη θετικό ισοζύγιο της ευημερίας των πολιτών και να μην προχωράει περισσότερο από όσο είναι απαραίτητο για να εξασφαλίσει την ασφάλειά τους έναντι των ιδίων και των εξωτερικών εχθρών- δεν πρέπει να περιορίζει την ελευθερία τους για κανέναν άλλο σκοπό».
Κρατική παρέμβαση
Ο στόχος κάθε εκπαίδευσης είναι η προώθηση της ανάπτυξης της προσωπικής ατομικότητας. Η ατομική ελευθερία και η ποικιλομορφία της εμπειρίας της ζωής είναι οι προϋποθέσεις για την ατομική ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, για τον καθορισμό των ορίων της κρατικής δραστηριότητας, προκύπτει ότι «κάθε προσπάθεια του κράτους να παρέμβει στις ιδιωτικές υποθέσεις των πολιτών είναι καταδικαστέα, εκτός εάν έχει άμεση σχέση με την παραβίαση των δικαιωμάτων ενός προσώπου από ένα άλλο πρόσωπο». Η κρατική παρέμβαση πέραν της επίλυσης αστικών διαφορών είναι παράνομη. Το ορθολογικό σκεπτικό περιορίζει την κρατική δραστηριότητα σε εκείνες τις ενέργειες που αποτρέπουν τη βλάβη όταν δεν μπορεί να επιτευχθεί εθελοντική συμφωνία στο πλαίσιο της ίδιας της κοινωνίας των πολιτών. Ακόμη και αν η κρατική παρέμβαση φαίνεται να δικαιολογείται από την άποψη της λειτουργίας της, δεν μπορεί να επιτραπεί η αυθαίρετη χρήση των μέσων της κρατικής παρέμβασης.
Για τον Wilhelm von Humboldt, είναι επιζήμιο το γεγονός ότι το κράτος προσπαθεί να αυξήσει το θετικό ισοζύγιο της ευημερίας του έθνους, είτε μέσω της δημόσιας πρόνοιας, είτε μέσω της προώθησης του εξωτερικού εμπορίου, είτε μέσω της προώθησης των οικονομικών, νομισματικών και χρηματοπιστωτικών υποθέσεων. Όλοι αυτοί οι θεσμοί και τα μέτρα πολιτικής είναι ακατάλληλα για μια κοινωνία που βασισμένη στην ανθρώπινη προοπτική, η οποία διεκδικεί την ατομική ανάπτυξη ως κεντρική της αξία.
Η χρήση των πόρων από το κράτος συγκρούεται με την ανθρώπινη επιδίωξη της ατομικής ποικιλομορφίας. Η κρατική παρέμβαση επιφέρει αναγκαστικά την ομοιομορφία και συνεπώς είναι μια ενέργεια που είναι ξένη προς την ιδιωτική (σ.σ. ελεύθερη, μη κρατικά ελεγχόμενη) κοινωνία. Οι ομοιόμορφες κρατικές παρεμβάσεις οδηγούν σε μια κατάσταση όπου, αντί τα άτομα να οξύνουν τις δικές τους ικανότητες, τα άτομα που επηρεάζονται απ’ αυτές τις παρεμβάσεις αποκτούν αγαθά από το κράτος εις βάρος των δικών τους δυνάμεων. Η ομοιομορφία και η αδυναμία είναι τα αποτελέσματα αυτών των παρεμβάσεων, αντί της ποικιλομορφίας και της δύναμης που προκύπτουν από την ελεύθερη αλληλεπίδραση των ανθρώπων. Τα άτομα που επηρεάζονται από την κρατική παρέμβαση, ακόμη και όταν οι παρεμβάσεις αυτές αποσκοπούν στην «υποστήριξή» τους, υποβιβάζονται στο ρόλο των αντικειμένων. Η ανώτερη δύναμη του κράτους παρεμποδίζει το αυθόρμητο παιχνίδι των δυνάμεων που ευδοκιμούν μέσα στα μέλη μιας ελεύθερης κοινότητας: «Οι ομοιόμορφες αιτίες έχουν ομοιόμορφα αποτελέσματα. Επομένως, όσο περισσότερο συμμετέχει το κράτος, τόσο πιο όμοιες γίνονται όχι μόνο οι ενέργειες, αλλά και τα αποτελέσματα που παράγονται».
Το κράτος επιθυμεί την ηρεμία και την υπακοή και γι' αυτό ευνοεί την ομοιομορφία. Αντίθετα, τα άτομα επιθυμούν την ποικιλομορφία και τον προσωπικό έλεγχο στις δραστηριότητές τους. Μόνο όσοι δεν μπορούν ν’ αναγνωρίζουν την ουσία της ανθρώπινης ζωής θα υπέθεταν ότι τα άτομα ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τη συσσώρευση πλούτου και απολαύσεων. Μια τέτοια άποψη υποτιμά τα ανθρώπινα όντα ως μηχανές.
Η ζωτικότητα του ατόμου καρποφορεί όταν μπορεί να ενεργεί για λογαριασμό του. Οι ανθρώπινες επιδιώξεις συνδέονται στενά με την ιδιοκτησία και την ελευθερία δράσης. Αντίθετα, οι κρατικές παρεμβάσεις αποδυναμώνουν πάντα τις ικανότητες του ατόμου και συνεπώς αποδυναμώνουν το έθνος. Κάθε δύναμη προϋποθέτει ενθουσιασμό, και λίγα πράγματα τρέφουν τον ενθουσιασμό τόσο πολύ όσο η ατομική ιδιοκτησία και η προσδοκία απόκτησης ιδιοκτησίας στο μέλλον. Η ανθρώπινη διάνοια και οι υπόλοιπες ικανότητες των ανθρώπων αναπτύσσονται μόνο μέσω της δικής τους δραστηριότητας, της προσωπικής ανακάλυψης και της ανεξάρτητης αξιοποίησης του δικού τους μυαλού και των δικών τους μέσων: «Οι κρατικές ρυθμίσεις, ωστόσο, συνεπάγονται πάντα περισσότερο ή λιγότερο εξαναγκασμό, και, ακόμη και όταν δεν συμβαίνει αυτό, εθίζουν τους ανθρώπους πάρα πολύ στο να περιμένουν περισσότερη εξωτερική μαθητεία, καθοδήγηση και βοήθεια, από το να βρίσκουν οι ίδιοι τις λύσεις».
Δεν υποφέρει μόνο η φυσιολογική ανθρώπινη δραστηριότητα από την κρατική παρέμβαση, αλλά και η ηθική. Όσοι καθοδηγούνται από την εξουσία πέφτουν εύκολα στη γοητεία της οικειοθελούς θυσίας του υπολοίπου της προσωπικής τους δραστηριότητας. Το υποβοηθούμενο άτομο πιστεύει ότι απαλλάσσεται από τις δικές του ανησυχίες μέσω της εξωτερικής βοήθειας, και έτσι η έννοιες της αξιοκρατίας και της ενοχής μετατοπίζονται (σ.σ. στο κράτος). Λόγω της εκτεταμένης εξωτερικής βοήθειας, τα άτομα αυτά τείνουν να πιστεύουν ότι όχι μόνο απαλλάσσονται από κάθε άλλο καθήκον πέραν εκείνων που το κράτος επιβάλλει ρητά, αλλά και από κάθε ανάγκη να βελτιώσουν τις συνθήκες της δικής τους ζωής. Υπό την κρατική δραστηριότητα, δεν πάσχει μόνο η δύναμη του ατόμου, αλλά και η «καλοσύνη της ηθικής βούλησης».
Όσο πιο εκτεταμένη είναι η δραστηριότητα του κράτους, τόσο περισσότεροι άνθρωποι θα προσπαθούν να παρακάμψουν τους νόμους και τους κανονισμούς του, θεωρώντας κάθε διαφυγή ως κέρδος. Όσο περισσότερο εξαπλώνεται η δραστηριότητα του κράτους, τόσο πιο ψυχρές γίνονται οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στην κοινωνία. Ακόμη και στις ιδιωτικές κοινωνικές σχέσεις, οι άνθρωποι θα βασίζονται όλο και περισσότερο στο κράτος. Όταν όλοι εξαρτώνται από τη βοήθεια του κράτους, η εθελοντική αλληλοβοήθεια σταδιακά θα αποδυναμωθεί. Αυτό που δεν επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο, αλλά στο οποίο περιορίζεται και καθοδηγείται, δεν γίνεται μέρος της ανθρώπινης φύσης. Παραμένει για πάντα ξένο προς τα ανθρώπινα όντα, και οι άνθρωποι δεν ενεργούν με ανθρώπινα κίνητρα, αλλά συμπεριφέρονται με μηχανική επιδεξιότητα.
Αναγκαιότητα, όχι χρησιμότητα
Στόχος του Humboldt είναι να καθορίσει μια αρχή για τον καθορισμό των ορίων της κρατικής δραστηριότητας. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να εξεταστούν δύο πτυχές: πρώτον, σε τι θα πρέπει να βασίζεται η αξίωση του κράτους για εξουσία και, δεύτερον, ποιο θα πρέπει να είναι το πεδίο της κρατικής δραστηριότητας και πού βρίσκονται τα όριά της.
Οι εκτιμήσεις του Humboldt οδηγούν στο γενικό συμπέρασμα ότι η κρατική δραστηριότητα υπόκειται αυστηρά στην αρχή της αναγκαιότητας και όχι στο κριτήριο της χρησιμότητας. Η χρησιμότητα θα απαιτούσε πάντοτε ανανέωση της δράσης του κράτους, ενώ η αναγκαιότητα -ως αυστηρά αρνητική αρχή- οριοθετεί σαφώς τα όρια της κρατικής δραστηριότητας. Η δικαιολόγηση της κρατικής δραστηριότητας με βάση τη χρησιμότητα οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση. Η εφαρμογή του κριτηρίου της χρησιμότητας στην κρατική δραστηριότητα δεν επιτρέπει μια καθαρή και οριστική αξιολόγηση. Η εφαρμογή της έννοιας της χρησιμότητας απαιτεί υπολογισμούς πιθανοτήτων, οι οποίοι δεν μπορούν να είναι απαλλαγμένοι από σφάλματα και κινδυνεύουν να ανατραπούν από τις παραμικρές απρόβλεπτες περιστάσεις. Οι διαβαθμίσεις της χρησιμότητας είναι άπειρες. Απαιτούν πάντοτε περαιτέρω δράση. Από την άλλη πλευρά, η αναγκαιότητα παρουσιάζεται προφανώς, και αυτό που προστάζει μια τέτοια αναγκαιότητα είναι να είναι «πάντα όχι μόνο χρήσιμη, αλλά ακόμη και απαραίτητη».
Η ιδιαιτερότητα του φυσιολογικού ανθρώπου καθορίζει τα όρια του κράτους, και μόνο η αρχή της αναγκαιότητας είναι συμβατή με τον σεβασμό στην ατομικότητα των όντων που αυτενεργούν και στην φροντίδα για την ελευθερία που πηγάζει από αυτόν τον σεβασμό. Κατά συνέπεια, η αρχή της αναγκαιότητας είναι «το μόνο αλάνθαστο μέσο για να ενδυναμωθούν οι νόμοι και να τους δοθεί εξουσία- απορρέουν αποκλειστικά από αυτή την αρχή». Σε αντίθεση με την αναγκαιότητα, η χρησιμότητα δεν μας παρέχει κάποια σαφή οριοθέτηση. Η εφαρμογή της έννοιας της χρησιμότητας στην κρατική δραστηριότητα σημαίνει ότι θα υπάρχουν πάντα διαφορετικές απόψεις και γνώμες που θα πρέπει να εξεταστούν σχετικά με το τι είναι χρήσιμο και τι όχι τόσο χρήσιμο. Η δικαιολόγηση της κρατικής δραστηριότητας με βάση τη χρησιμότητα συνοδεύεται από όλο και περισσότερες δραστηριότητες που θεωρούνται ότι εμπίπτουν στη σφαίρα της κρατικής δραστηριότητας, γεγονός που από μόνο του καθιστά την δικαιολόγηση με όρους χρησιμότητας όλο και πιο αμφισβητήσιμη. Χρησιμοποιώντας τη χρησιμότητα ως οδηγό, η επεξεργασία μιας δεδομένης κατάστασης γίνεται περίπλοκη. Αυτό διαφέρει αρκετά από την αρχή της αναγκαιότητας. Ακολουθώντας την αρχή της αναγκαιότητας, η εξέταση της κατάστασης γίνεται απλούστερη και η εύρεση της σωστής διορατικότητας γίνεται ευκολότερη.
Συμπέρασμα
Μια δυναμική και ισχυρή κοινότητα απαιτεί το κράτος να είναι όσο το δυνατόν πιο αμέτοχο. Το φιλοσοφικό ιδεώδες της ανάπτυξης της ανθρώπινης ατομικότητας χρησιμεύει ως κατευθυντήρια αρχή για την απόρριψη του ενεργητικού κράτους. Υπάρχει ένα αντιστάθμισμα που λέει ότι όσο πιο ενεργητικό είναι το κράτος, τόσο πιο παθητική θα είναι η κοινωνία και τόσο λιγότερα περιθώρια θα υπάρχουν για την ανθρώπινη εξέλιξη. Ένα ενεργητικό κράτος αντιμετωπίζει την αντίφαση ότι οι κρατικές παρεμβάσεις πρέπει εγγενώς να είναι ομοιόμορφες, ενώ στην κοινωνία επικρατεί η ανάγκη για ποικιλομορφία.
Ως βασική αρχή, ο Humboldt απορρίπτει τη χρησιμότητα υπέρ της αναγκαιότητας. Η χρησιμότητα είναι ένα εύθραυστο και σαθρό κριτήριο, που θα επέτρεπε οποιαδήποτε κρατική επέκταση για αμφίβολους λόγους. Η αναγκαιότητα, αντίθετα, χρησιμεύει ως το κατάλληλο κριτήριο. Καμία κρατική δραστηριότητα που υπερβαίνει την αναγκαιότητα δεν είναι νόμιμη. Το όριο της κρατικής δραστηριότητας είναι αυστηρά η αναγκαιότητα.