Καταργείται μια Κεντρική Τράπεζα; Από τον Οικονόμο ως τον Milei, μια σύντομη ιστορική αναδρομή
Κείμενο του Τηλέμαχου Χορμοβίτη, που δημοσιεύτηκε στο facebook στις 17/12/2023
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα οι περισσότερες χώρες του κόσμου δεν είχαν Κεντρική Τράπεζα και ακολουθούσαν το «ελεύθερο τραπεζικό σύστημα». Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, επικρατούσε ελεύθερος ανταγωνισμός στην έκδοση χρήματος και το κράτος δεν παραχωρούσε το σχετικό μονοπώλιο σε ένα και μόνο τραπεζικό ίδρυμα
Μια από τις προεκλογικές εξαγγελίες του νέου (αναρχο-φιλελεύθερου) πρόεδρου της Αργεντινής, Javier Milei, που δέχτηκε τις περισσότερες επικρίσεις, ήταν αυτή για την κατάργηση της Κεντρικής Τράπεζας. Οι διεθνείς ελίτ θεώρησαν την πρόταση αυτή τουλάχιστον παλαβή και αναρωτήθηκαν πώς είναι δυνατόν να λειτουργήσει μια χώρα χωρίς να έχει Κεντρική Τράπεζα. Και όμως είναι!
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα οι περισσότερες χώρες του κόσμου δεν είχαν Κεντρική Τράπεζα και ακολουθούσαν το «ελεύθερο τραπεζικό σύστημα» (free banking). Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, επικρατούσε ελεύθερος ανταγωνισμός στην έκδοση χρήματος και το κράτος δεν παραχωρούσε το σχετικό μονοπώλιο σε ένα και μόνο τραπεζικό ίδρυμα. Όπως, μάλιστα, μας δείχνει μια μελέτη του κορυφαίου βρετανικού think tank "Institute of Economic Affairs", το ελεύθερο τραπεζικό σύστημα λειτουργούσε μια χαρά : οι τράπεζες ήταν ιδιαίτερα καινοτόμες λόγω του έντονου ανταγωνισμού και ήταν πιο σταθερές από ό,τι σήμερα, με υψηλή κεφαλαιοποίηση —ενώ οι τραπεζικές κρίσεις ήταν κάτι σπάνιο. Και το πιο σημαντικό, σε όλη την περίοδο του ελεύθερου τραπεζικού συστήματος επικρατούσε μια εντυπωσιακή σταθερότητα τιμών, αφού το χρήμα που τυπωνόταν έπρεπε να έχει πάντοτε αντίκρυσμα σε κάποιο μέταλλο (χρυσό ή ασήμι), γεγονός που εμπόδιζε την ανεξέλεγκτη έκδοση χρήματος και τον επακόλουθο πληθωρισμό. Το «ελεύθερο τραπεζικό σύστημα» δεν καταργήθηκε επειδή απέτυχε, αλλά επειδή οι αδηφάγες κυβερνήσεις ήθελαν μια ελεγχόμενη τράπεζα που θα τους παρέχει φτηνά δάνεια ( https://thecritic.co.uk/a-radical-alternative-to-central.../ ).
Όσο για την Ελλάδα, μπορεί να αποκτήσαμε Κεντρική Τράπεζα μόλις το 1927, αλλά και πιο πριν επικρατούσε μονοπωλιακό καθεστώς, αφού το κράτος είχε παραχωρήσει το προνόμιο της έκδοσης χρήματος στην Εθνική Τράπεζα. Οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι της εποχής είχαν ταχθεί εναντίον αυτής της πρακτικής και υποστήριζαν την υιοθέτηση του ελεύθερου τραπεζικού συστήματος. Από τους πιο επιφανείς επικριτές του μονοπωλιακού συστήματος ήταν ο Αριστείδης Οικονόμος (φωτογραφία).
Ο Αριστείδης Οικονόμος γεννήθηκε το 1835 στα Καλάβρυτα. Σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου και ανέπτυξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μάθημα της Πολιτικής Οικονομίας, που δίδασκε τότε ο θεμελιωτής της οικονομικής επιστήμης στην Ελλάδα, ο φιλελεύθερος Ι.Α. Σούτσος. Μπήκε στο δικαστικό σώμα όπου και παρέμεινε μέχρι το 1878. Ταυτόχρονα εξέδιδε το έγκυρο οικονομικό περιοδικό «Οικονομική Επιθεώρηση» και δίδασκε πολιτική οικονομία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών . Εμμένοντας στο φιλελεύθερο ιδανικό της ανεξαρτησίας του βουλευτή, που δεν θυσιάζει την αυτονομία του για να ενταχθεί σε απρόσωπους και πειθαρχημένους κομματικούς σχηματισμούς, δεν δέχτηκε να κατέβει στις εκλογές με το σχηματισμό κάποιου από τα μεγάλα κόμματα, αλλά κατέβηκε ως ανεξάρτητος και εξελέγη τις περιόδους 1879-1881 και 1885-1886. Πέθανε σε ηλικία 55 ετών, το 1890.
Οι οικονομικές απόψεις του Οικονόμου κινούνταν σταθερά στο χώρο του κλασσικού φιλελευθερισμού. Υποστήριξε εναν ισοσκελισμενό προϋπολογισμό , τη μείωση των κρατικών δαπανών , τη μείωση των φορολογικών βαρών και την υιοθέτηση του «κανόνα του χρυσού». Ήταν σταθερά εναντίον του εμπορικού προστατευτισμού τον οποίο, μάλιστα, θεωρούσε «κακώς εννοούμενο πατριωτισμό». Συνεπής στις απόψεις του εναντίον των κρατικών προνομίων, ο Οικονόμος μίλησε με δριμύτητα ενάντια στο προνόμιο έκδοσης χρήματος που είχε η Εθνική Τραπεζα και υποστήριζε τον ελεύθερο ανταγωνισμό και σε αυτό τον τομέα. Διαφωτιστικό για τις απόψεις του, είναι το παρακάτω απόσπασμα από το άρθρο του καθηγητή της Ιστορίας Οικονομικών Θεωριών, Μιχάλη Ψαλιδόπουλου, «Ο Αριστείδης Οικονόμος και η 'Οικονομική Επιθεώρησις'», που δημοσιεύτηκε στο εξαιρετικό βιβλίο του «Πολιτική Οικονομία & Έλληνες Διανοούμενοι» (εκδόσεις Τυπωθήτω):
«Στόχος κριτικής για τον Οικονόμο ήταν το προνόμιο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος να εκδίδει τραπεζογραμμάτια, προνόμιο το οποίο κατείχε από την ίδρυση της το 1841. Το 1861, αυτό το προνόμιο παρατάθηκε, και το 1880 συζητιόταν στο Κοινοβούλιο η ανανέωση του. Ο διττός ρόλος της Εθνικής Τράπεζας, αφ' ενός ως κερδοσκοπικής ιδιωτικής επιχείρησης, αφ'ετέρου ως εκτελεστή των καθηκόντων μιας κεντρικής τράπεζας, προκάλεσε την έντονη κριτική του Οικονόμου...»
Οι στενοί δεσμοί ανάμεσα στην κυβέρνηση και στο διοικητικό συμβούλιο της Εθνικής Τράπεζας υπήρξαν αντικείμενο συνεχούς κριτικής από τον Οικονόμο. Κατ' αυτόν, το προνόμιο της έκδοσης τραπεζογραμματίων βασιζόταν «σε σεσαθρωμένας ιδέας από την εποχή του απολυτισμού». Απαιτούσε την εγκαθίδρυση ενός ελεύθερου τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα, όπως γινόταν στις Η.Π.Α. Ο ανταγωνισμός στον τραπεζικό τομέα, ήταν, στα μάτια του, απαραίτητος για την ελληνική οικονομική πολιτική, καθώς θα μείωνε τα επιτόκια […] Εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τη ρητορική του δεινότητα, ο Οικονόμος κατηγορούσε την Εθνική Τράπεζα ότι αποτελούσε μέρος της «κυβερνητικής τάξης», ότι παραμελούσε την αποστολή της, ότι αναλάμβανε λειτουργίες του κράτους και ότι έδινε στους μετόχους της παχυλά κέρδη. Δηλώνοντας ότι, στην Ιαπωνία, το δικαίωμα έκδοσης τραπεζογραμματίων είχε παραχωρηθεί σε 4 τράπεζες το 1875 και σε 103 το 1879, σχολιάζε ειρωνικά : «H τραπεζική ελευθερία ενεκλιματίσθη εν τη χώρα του δεσποτισμού! Τι να είπη τις δε περί των υπό το τραπεζικόν προνόμιον στεναζόντων τόπων της ελευθερίας;»
Καθώς οι δεσμοί ανάμεσα στην Εθνική Τράπεζα και στο κράτος παρέμειναν πολύ ισχυροί και ο Οικονόμος απέτυχε να επανεκλεγεί, παραδέχτηκε ανοιχτά ότι η αποτυχία του ήταν αποτέλεσμα μιας άνισης μάχης ανάμεσα σ' αυτόν και στα συμφέροντα της Εθνικής Τράπεζας, τα οποία πολέμησαν την επανεκλογή του.»