Η ατζέντα πίσω από την καταστροφολογία περί κλιματικής αλλαγής
Άρθρο του καθηγητή Michael Rectenwald, που δημοσιεύτηκε στις 8/8/2022 από το Mises Institute. Χρόνος ανάγνωσης 5'
Το αναπόδραστο αποτέλεσμα της καταστροφολογίας γύρω από την κλιματική αλλαγή είναι ο περιορισμός της οικονομικής ανάπτυξης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας. Ωστόσο, ο συναγερμός για το κλίμα δεν βασίζεται στην πραγματικότητα
Οι Δημοκρατικοί στο Καπιτώλιο πιέζουν την κυβέρνηση Μπάιντεν να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης για το κλίμα, εκφράζοντας τις προβλέψεις τους ότι χωρίς άμεση δράση για τον περιορισμό και τελικά τον τερματισμό της εξάρτησής μας από τα ορυκτά καύσιμα, «ο πλανήτης» και, κατά συνέπεια, κάθε ζωντανό πλάσμα που τον κατοικεί, θα πεθάνει. «Εάν δεν αρχίσουμε πραγματικά να μειώνουμε τις εκπομπές, αυτός ο πλανήτης δεν έχει καμία πιθανότητα επιβίωσης», δήλωσε ο Άλαν Λόουενταλ, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Δημοκρατικός της Καλιφόρνια. «Έχουμε λίγα χρόνια και τέλος. Ο πλανήτης πεθαίνει». Αυτή η ζοφερή εκτίμηση και εξ Αποκαλύψεως προειδοποίηση απηχεί το βιβλίο και το ντοκιμαντέρ του Al Gore του 2006, An Inconvenient Truth, (Μια Άβολη Αλήθεια) και τις επακόλουθες δηλώσεις του ότι η αδράνεια σε σχέση με το κλίμα θα προκαλούσε την πλήρη τήξη των πάγων του Βόρειου Πόλου κατά τις θερινές περιόδους, μέχρι το 2013.
Παρ’ όλο που τέτοιες γελοίες προβλέψεις όπως αυτή του Gore έχουν κατατεθεί στο τραπέζι και έχουν αποδειχθεί ψευδείς, φαίνεται ότι, χάρη στην ανάδυση του «καπιταλισμού των κοινωνικών εταίρων» και του Περιβαλλοντικού, Κοινωνικού και Διακυβέρνητικού δείκτη (ESG), (σ.σ. και οι δύο έννοιες δημιουργήματα του Κλάους Σβαμπ, ιδρυτή του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ) το απόγειο της καταστροφολογίας γύρω από την κλιματική αλλαγή κατέφτασε τελικά. Καθίσταται λοιπόν απαραίτητο να αντιμετωπιστεί άμεσα. Αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως μια επανεξέταση της επιστήμης της κλιματικής αλλαγής, καθώς υπήρξαν διάφοροι άλλοι που υπέβαλαν το αφήγημα αυτό σε συντριπτική και απομυθοποιητική κριτική. Οι επικριτές έχουν εγείρει τα ακόλουθα ζητήματα σχετικά με την καταστροφολογία περί κλιματικής αλλαγής: [1]
Τις προηγούμενες «κρίσεις» της παγκόσμιας ψύξης, της όξινης βροχής, και της καταστροφής του στρώματος του όζοντος, οι οποίες αποδείχθηκαν αβάσιμες.
Την πλήρη απόρριψη των πλεονεκτημάτων της χρήσης ορυκτών καυσίμων.
Την αποτυχία να αναγνωριστεί ότι οι τεχνολογίες που τροφοδοτούνται από τα ορυκτά καύσιμα μετριάζουν σημαντικά τις επιπτώσεις των κλιματικών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.
Το γεγονός ότι οι θάνατοι από ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν μειωθεί κατά τη λεγόμενη κλιματική έκτακτη ανάγκη.
Το γεγονός ότι οι τεχνολογίες ηλιακής και αιολικής ενέργειας, μετά από πενήντα και πλέον χρόνια ανάπτυξης, απέχουν πολύ από το να αντικαταστήσουν τα ορυκτά καύσιμα.
Την ανέντιμη χρήση της ψυχρότερης περιόδου, της Ολόκαινου, ως αφετηρίας για τη μέτρηση των αυξανόμενων θερμοκρασιών.
Την χειραγώγηση των μετρήσεων της θερμοκρασίας στην επιφάνεια της Γης, για να αντισταθμιστούν οι δορυφορικές μετρήσεις, οι οποίες δεν δείχνουν κάποια ουσιαστική πρόσφατη θέρμανση.
Τις υπερβολές στην σύνθεση των επιστημονικών μελετών από τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) και την περαιτέρω υπερβολή στη διάδοση των συνδυαστικών ευρημάτων στο κοινό από ορισμένους «ειδικούς» και τα μέσα ενημέρωσης.
Την απόκρυψη εκ μέρους της IPCC των ακατέργαστων δεδομένων και της μεθοδολογίας της, την παρεμπόδιση των εξωτερικών ερευνών που προσπαθούν να αναπαραγάγουν τα αποτελέσματά της, και την παρεμπόδιση των δύσπιστων επιστημόνων ως προς την κλιματική αλλαγή από το να δημοσιεύουν τα ευρήματά τους σε peer-reviewed περιοδικά (“Climategate”).
Την τροποποίηση των εκθέσεων της IPCC - αφού οι επιστήμονες είχαν γράψει και εγκρίνει τα τελικά κείμενα - για να αρθεί ο σκεπτικισμός σχετικά με τους ισχυρισμούς ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν σημαντικό αντίκτυπο στο κλίμα και την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Τη δεκαπενταετή περίοδο (1998–2013) χωρίς σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας, παρά την αύξηση κατά 7% των επιπέδων CO 2 της ατμόσφαιρας.
Το ότι ο ρυθμός της υπερθέρμανσης του πλανήτη έχει επιβραδυνθεί από το 1951, παρά την αύξηση των επιπέδων CO 2 κατά 26%.
Το γεγονός ότι οι αναπαραστάσεις της θερμοκρασίας του παρελθόντος δείχνουν θερμοκρασίες τόσο υψηλές όσο και οι πρόσφατες θερμοκρασίες σε ορισμένες περιοχές (η Μεσαιωνική Κλιματική Ανωμαλία).
Το ότι οι πρόσφατες εκτιμήσεις της IPCC για την παροδική απόκριση του κλίματος (TCR, ή η εκτίμηση του κλίματος για το υπόλοιπο του εικοστού πρώτου αιώνα) εμπίπτουν στο εύρος της φυσικής μεταβολής του κλίματος τα τελευταία έξι εκατομμύρια χρόνια.
Το ότι η επιστημονική έρευνα δεν δείχνει αύξηση της ξηρασίας ή της δραστηριότητας των τροπικών κυκλώνων τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Το ότι η έκταση του πάγου της Ανταρκτικής Θάλασσας αυξήθηκε μεταξύ 1979 και 2012, σε αντίθεση με τα μοντέλα παγκόσμιας κυκλικότητας (GCM).
Το ότι τα κλιματικά μοντέλα αποτυγχάνουν να προβλέψουν με ακρίβεια τις κλιματικές τάσεις.
Την ισχυρή πιθανότητα ότι η (σ.σ. ενδεχόμενη) θέρμανση της Γης δεν είναι απαραίτητα αρνητική, αλλά μπορεί στην πραγματικότητα να είναι θετική.
Το ευρέως γνωστό πρασίνισμα του πλανήτη λόγω των αυξημένων επιπέδων CO 2 (σ.σ. που τρέφει την χλωρίδα) και τα οφέλη που προκύπτουν από αυτό, μεταξύ άλλων για τη γεωργία και την ψύξη του πλανήτη. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει γνωστή βέλτιστη ή «φυσιολογική» παγκόσμια θερμοκρασία, ακόμα κι αν οι παγκόσμιες θερμοκρασίες μπορούσαν να μετρηθούν με ακρίβεια, κάτι που είναι αμφίβολο.
Αυτά δεν είναι παρά η σύνοψη μιας σειράς λόγων να συμπεράνει κανείς πως η καταστροφολογία για την κλιματική αλλαγή είναι υπερδιογκωμένη και υπερβολική, αν δεν βασίζεται σε μια σκέτη απάτη. Όπως έχουν παρατηρήσει οι S. Fred Singer, David R. Legates και Anthony R. Lupo :
«Σε αντίθεση με ορισμένες αναφορές για την ιστορία του επιστημονικού διαλόγου, δεν υπήρξε κάποια σταδιακά αναδυόμενη «συναίνεση» σχετικά με τον ανθρώπινο ρόλο στην κλιματική αλλαγή. Αντίθετα, η πολιτική γρήγορα υποσκέλισε την επιστήμη, καθώς οι υποστηρικτές του περιβάλλοντος και άλλες ομάδες συμφερόντων αναγνώρισαν τη χρησιμότητα του ζητήματος της κλιματικής αλλαγής για να προωθήσει η καθεμιά την δική της ατζέντα.»
Γιατί, λοιπόν, το κατεστημένο είναι τόσο διαβολεμένα πρόθυμο να προωθήσει την κλιματική καταστροφολογία; Και ποιες είναι αυτές οι ατζέντες;
Είναι σαφές ότι η κλιματική καταστροφολογία δεν αφορά πρωτίστως το κλίμα. Αν ήταν έτσι, όπως σημείωσε ο Rupert Darwall στην Πράσινη Τυραννία, τότε η Γερμανία - που αντιμετωπίζει αυξανόμενες εκπομπές CO 2 από την εφαρμογή του Energiewende (ενεργειακή μετάβαση) - δεν θα είχε επισπεύσει το κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών της, της μόνης αξιόπιστης πηγής μηδενισμού των εκπομπών της ηλεκτρικής ενέργειας εκτός των υδροηλεκτρικών σταθμών, τους οποίους επίσης αποκηρύσσουν οι περιβαλλοντολόγοι. Το ίδιο ισχύει για την Καλιφόρνια και τη Νέα Υόρκη .
Φιλοσοφικά, όπως έχει καταστήσει σαφές ο Alex Epstein στο Fossil Future, η κλιματική καταστροφολογία τροφοδοτείται από ένα «πλαίσιο κατά του ανθρώπινου αντίκτυπου στο περιβάλλον», το οποίο περιορίζει την ανθρωπότητα επιχειρώντας να εξαλείψει εντελώς την ανθρώπινη επίδραση στο περιβάλλον. Είναι αντι-ανθρώπινο στην ουσία του. Τοποθετεί την ευημερία του «περιβάλλοντος» πάνω από την ανθρώπινη πρόοδο, ενώ αρνείται ότι τα ανθρώπινα όντα αποτελούν μέρος του περιβάλλοντος.
Το αναπόδραστο αποτέλεσμα της καταστροφολογίας γύρω από την κλιματική αλλαγή είναι ο περιορισμός της οικονομικής ανάπτυξης. Πρόκειται για τραγική ειρωνεία, καθώς οι παγκόσμιες ελίτ στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF) διατείνονται τακτικά ότι ένας από τους στόχους τους είναι να επιτύχουν τη «δικαιοσύνη» για τους ανθρώπους στις υπανάπτυκτες χώρες. Μέχρι σήμερα, αυτή η «δικαιοσύνη» περιλάμβανε την μεταφορά πόρων από τον ανεπτυγμένο στον αναπτυσσόμενο κόσμο, κάτι που ισοδυναμεί ουσιαστικά με δωροδοκία για την αναχαίτιση της περαιτέρω ανάπτυξης.
Η κλιματική καταστροφολογία συνοψίζεται στην αποκήρυξη και την εξάλειψη της φθηνής και αξιόπιστης ενέργειας και στον πλουτισμό των καταστροφολόγων γύρω από το κλίμα, όπως ο Αλ Γκορ —όλα προς το συμφέρον της προώθησης μιας (σ.σ. πολιτικά, όχι οικονομικά) παγκοσμιοποιητικής πολιτικής ατζέντας. Το πιο σημαντικό, δηλαδή, είναι ότι η καταστροφολογία περί κλιματικής αλλαγής έχει να κάνει με τις περιβόητες έννοιες της «αλληλεγγύης», της «συμμετοχικότητας» και της «διεθνούς συνεργασίας» – τα μέσα με τα οποία το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, ο ΟΗΕ, οι ευνοούμενες μεγάλες εταιρείες, και οι εκπρόσωποι των εταιρειών αυτών στο κράτος, έφτασαν να κρίνουν απαραίτητο να μετριάσουν την υποτιθέμενη κρίση. Αυτές οι λέξεις-κλειδιά αντιπροσωπεύουν ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, υπό το οποίο ένας πρόσφατα ανακαινισμένος κολεκτιβισμός (σ.σ. σοσιαλισμός) θα καταργήσει τα ατομικά δικαιώματα και θα περιορίσει κατά πολύ την ανθρώπινη ελευθερία. Όπως αποδεικνύεται, τα μέσα για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής είναι οι στόχοι που επιδιώκουν οι καταστροφολόγοι.
----------------------------------------------
[1.]Βλέπε Bjørn Lomborg, Cool It: The Skeptical Environmentalist's Guide to Global Warming (Λονδίνο: Marshall Cavendish, 2010); Rupert Darwall, The Age of Global Warming: A History (Λονδίνο: Quartet Books, 2014); Bjørn Lomborg, The Skeptical Environmentalist : Measuring the Real State of the World , (Cambridge: Cambridge University Press, 2016); Rupert Darwall, Green Tyranny: Exposuring the Totalitarian Roots of the Climate Industrial Complex (Νέα Υόρκη: Encounter Books, 2019); S. Fred Singer, David R. Legates και Anthony R. Lupo, Hot Talk, Cold Science: Global Warming's Unfinished Debate (Oakland, CA: Independent Institute, 2021); Alex Epstain, Fossil Future: Γιατί η παγκόσμια ανθρώπινη πρόοδος απαιτεί περισσότερο πετρέλαιο, άνθρακα και φυσικό αέριο —όχι λιγότερα (Νέα Υόρκη: Portfolio/Penguin, 2022)
Ο Michael Rectenwald είναι ο συγγραφέας έντεκα βιβλίων, συμπεριλαμβανομένων των Thought Criminal , Beyond Woke , Google Archipelago και Springtime for Snowflakes .