Ο μύθος περί «αποτυχίας» του καπιταλισμού
Η κρίση από την οποία υποφέρει σήμερα ο κόσμος είναι η κρίση του παρεμβατισμού και του σοσιαλισμού, εν ολίγοις είναι η κρίση των αντικαπιταλιστικών πολιτικών.
Άρθρο του Ludwig von Mises, δημοσιευμένο στις 12/9/2023 από το Mises Institute.
Απόδοση στα ελληνικά: Θεόδωρος Μίχος - Νίκος Μαρής.
[ Αυτό το δοκίμιο δημοσιεύτηκε αρχικά ως «Die Legende von Versagen des Kapitalismus» στο Der Internationale Kapitalismus und die Krise, Festschrift für Julius Wolf (1932 ) ] [1]
Η άποψη που, σχεδόν καθολικά, εκφράζεται αυτές τις μέρες είναι ότι η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών σηματοδοτεί το τέλος του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός υποτίθεται ότι απέτυχε, ότι αποδείχθηκε ανίκανος να λύσει τα οικονομικά προβλήματα, κι έτσι η ανθρωπότητα δεν έχει άλλη επιλογή, αν θέλει να επιβιώσει, από το να κάνει τη μετάβαση σε μια σχεδιασμένη οικονομία, στον σοσιαλισμό.
Αυτή δεν είναι μια διόλου καινούργια ιδέα. Οι σοσιαλιστές ανέκαθεν υποστήριζαν ότι οι οικονομικές κρίσεις είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της καπιταλιστικής μεθόδου παραγωγής και ότι δεν υπάρχει άλλο μέσο εξάλειψης των οικονομικών κρίσεων από τη μετάβαση στον σοσιαλισμό. Αν αυτοί οι ισχυρισμοί εκφράζονται πιο έντονα στις μέρες μας και προκαλούν μια μεγαλύτερη ανταπόκριση της κοινής γνώμης, αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι η σημερινή κρίση είναι μεγαλύτερη ή μεγαλύτερης διάρκειας από τις προηγούμενες, αλλά κυρίως στο γεγονός ότι σήμερα η κοινή γνώμη επηρεάζεται πολύ πιο έντονα από τις σοσιαλιστικές απόψεις απ' ό,τι τις προηγούμενες δεκαετίες.
1.
Όταν δεν υπήρχε ακόμα οικονομική θεωρία, η επικρατούσα πεποίθηση ήταν ότι όποιος είχε εξουσία και ήταν αποφασισμένος να τη χρησιμοποιήσει μπορούσε να πετύχει τα πάντα. Προς το συμφέρον της πνευματικής τους ευημερίας και με στόχο την ανταμοιβή τους στον ουρανό, οι άρχοντες νουθετούνταν από τους ιερείς τους να ασκούν την εξουσία τους με μετριοπάθεια. Επίσης, το ζήτημα δεν ήταν ποια όρια έθεταν οι εγγενείς συνθήκες της ανθρώπινης ζωής και της παραγωγής σε αυτήν την εξουσία, αλλά ότι η εξουσία αυτή θεωρείτο απεριόριστη και παντοδύναμη στον τομέα των κοινωνικών υποθέσεων.
Η θεμελίωση των κοινωνικών επιστημών, έργο ενός μεγάλου αριθμού μεγάλων διανοουμένων, από τους οποίους ξεχωρίζουν ο David Hume και ο Adam Smith, διέλυσε αυτή την αντίληψη. Ανακαλύφθηκε ότι η κοινωνική εξουσία ήταν πνευματική και όχι (όπως υποτίθεται) υλική και -με την αδρή έννοια της λέξης- πραγματική. Και υπήρξε η αναγνώριση μιας αναγκαίας συνοχής μέσα στα φαινόμενα της αγοράς, την οποία η εξουσία δεν είναι σε θέση να καταστρέψει. Υπήρχε επίσης η συνειδητοποίηση ότι στις κοινωνικές υποθέσεις λειτουργούσε κάτι που οι ισχυροί δεν μπορούσαν να επηρεάσουν και στο οποίο έπρεπε να προσαρμοστούν, όπως ακριβώς έπρεπε να προσαρμοστούν στους νόμους της φύσης. Στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης και επιστήμης δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανακάλυψη.
Αν προχωρήσει κανείς από αυτή την αναγνώριση των νόμων της αγοράς, η οικονομική θεωρία δείχνει ακριβώς τι είδους κατάσταση προκύπτει από την παρέμβαση του εξαναγκασμού και της εξουσίας στις διαδικασίες της αγοράς. Η μεμονωμένη παρέμβαση δεν μπορεί να επιτύχει τον σκοπό που επιδιώκουν οι αρχές με τη θέσπισή της και οδηγεί αναπόφευκτα σε συνέπειες που είναι ανεπιθύμητες από τη σκοπιά των αρχών. Ακόμη και από την άποψη των ίδιων των αρχών η παρέμβαση είναι άσκοπη και επιβλαβής. Προχωρώντας με βάση αυτή την αντίληψη, αν κάποιος θέλει να οργανώσει τη δραστηριότητα της αγοράς σύμφωνα με τα συμπεράσματα της επιστημονικής σκέψης - και σκεφτόμαστε αυτά τα ζητήματα όχι μόνο επειδή αναζητούμε τη γνώση για χάρη της γνώσης, αλλά και επειδή θέλουμε να οργανώσουμε τις ενέργειές μας έτσι ώστε να μπορούμε να επιτύχουμε τους στόχους που επιδιώκουμε - τότε αναπόφευκτα καταλήγει στην απόρριψη τέτοιου είδους παρεμβάσεων ως περιττών, αχρείαστων και επιβλαβών, μια αντίληψη που χαρακτηρίζει τις φιλελεύθερες διδαχές. Δεν είναι ότι ο φιλελευθερισμός θέλει να μεταφέρει πρότυπα αξίας στην επιστήμη- θέλει να πάρει από την επιστήμη μια πυξίδα για τις ενέργειες στην αγορά. Ο φιλελευθερισμός χρησιμοποιεί τα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας προκειμένου να οικοδομήσει την κοινωνία με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σε θέση να πραγματοποιήσει όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά τους σκοπούς που προορίζεται να πραγματοποιήσει. Τα πολιτικοοικονομικά κόμματα δεν διαφέρουν ως προς το τελικό αποτέλεσμα για το οποίο αγωνίζονται, αλλά ως προς τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιήσουν για την επίτευξη του κοινού τους στόχου. Οι φιλελεύθεροι είναι της άποψης ότι η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής είναι ο μόνος τρόπος για να δημιουργηθεί πλούτος για όλους, επειδή θεωρούν τον σοσιαλισμό ανεφάρμοστο και επειδή πιστεύουν ότι το σύστημα του παρεμβατισμού (το οποίο σύμφωνα με την άποψη των υποστηρικτών του βρίσκεται μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού) δεν μπορεί να επιτύχει τους στόχους των υποστηρικτών του.
Η φιλελεύθερη άποψη συνάντησε σφοδρή αντίθεση. Όμως οι αντίπαλοι του φιλελευθερισμού δεν κατάφεραν να υπονομεύσουν τη βασική θεωρία του, ούτε την πρακτική εφαρμογή αυτής της θεωρίας. Δεν προσπάθησαν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους απέναντι στη συντριπτική κριτική που οι φιλελεύθεροι άσκησαν στα σχέδιά τους μέσω λογικής διάψευσης- αντίθετα, χρησιμοποίησαν υπεκφυγές. Οι σοσιαλιστές θεώρησαν τους εαυτούς τους αποστασιοποιημένους από αυτή την κριτική, επειδή ο μαρξισμός έχει κηρύξει «αιρετική» την έρευνα σχετικά με την εγκαθίδρυση και την αποτελεσματικότητα μιας σοσιαλιστικής κοινοπολιτείας. Συνέχισαν να λατρεύουν το σοσιαλιστικό κράτος του μέλλοντος ως επίγειο παράδεισο, αλλά αρνήθηκαν να εμπλακούν σε μια συζήτηση για τις λεπτομέρειες του σχεδίου τους. Οι παρεμβατιστές επέλεξαν έναν άλλο δρόμο. Διαφώνησαν, με ανεπαρκή επιχειρήματα, την καθολική ισχύ της οικονομικής θεωρίας. Μη όντας σε θέση να αμφισβητήσουν λογικά την οικονομική θεωρία, δεν μπορούσαν να επικαλεστούν τίποτε άλλο παρά κάποιο «ηθικό πάθος», για το οποίο μιλούσαν στην πρόσκληση για την ιδρυτική συνάντηση του Vereins für Sozialpolitik [Σύλλογος για την Κοινωνική Πολιτική] στο Eisenach. Απέναντι στη λογική έβαλαν τον ηθικισμό, απέναντι στη θεωρία τη συναισθηματική προκατάληψη, απέναντι στα επιχειρήματα την αναφορά στη βούληση του κράτους.
Η οικονομική θεωρία προέβλεψε τα αποτελέσματα του παρεμβατισμού και του κρατικού και κοινοτικού σοσιαλισμού όπως ακριβώς συνέβησαν. Όλες οι προειδοποιήσεις αγνοήθηκαν. Για 50 ή 60 χρόνια η πολιτική των ευρωπαϊκών χωρών ήταν αντικαπιταλιστική και αντιφιλελεύθερη. Πριν από 40 και πλέον χρόνια ο Sidney Webb (λόρδος Passfield) έγραψε:
«μπορεί πλέον να υποστηριχθεί ότι η σοσιαλιστική φιλοσοφία του σήμερα δεν είναι παρά η συνειδητή και ρητή επιβεβαίωση των αρχών της κοινωνικής οργάνωσης που έχουν ήδη υιοθετηθεί σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητα. Η οικονομική ιστορία του αιώνα είναι μια σχεδόν συνεχής καταγραφή της προέλασης του σοσιαλισμού.» [2]
Αυτό ήταν το ξεκίνημα της εξέλιξης αυτής, και ήταν η Αγγλία όπου ο φιλελευθερισμός μπόρεσε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα να συγκρατήσει τις αντικαπιταλιστικές οικονομικές πολιτικές. Από τότε οι παρεμβατικές πολιτικές έχουν κάνει μεγάλα βήματα προόδου. Σε γενικές γραμμές, η άποψη σήμερα είναι ότι ζούμε σε μια εποχή στην οποία βασιλεύει η «χαλιναγωγημένη οικονομία» - ως πρόδρομος της ευλογημένης σοσιαλιστικής συλλογικής συνείδησης που θα έρθει.
Τώρα, επειδή όντως συνέβη αυτό που προέβλεπε η οικονομική θεωρία, αφού έγιναν εμφανείς οι καρποί των αντικαπιταλιστικών οικονομικών πολιτικών, ακούγεται από όλες τις πλευρές μια κραυγή: αυτή είναι η παρακμή του καπιταλισμού, το καπιταλιστικό σύστημα απέτυχε!
Ο φιλελευθερισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για κανέναν από τους θεσμούς που προσδίδουν στις σημερινές οικονομικές πολιτικές τον χαρακτήρα τους. Ο φιλελευθερισμός ήταν ενάντια στην εθνικοποίηση και την υπαγωγή υπό δημόσιο έλεγχο των έργων που σήμερα αποδεικνύονται καταστροφικά για το δημόσιο τομέα και πηγή βρώμικης διαφθοράς, ήταν ενάντια στην άρνηση της προστασίας όσων θέλουν να εργαστούν και ενάντια στην τοποθέτηση της κρατικής εξουσίας στη διάθεση των συνδικάτων, ενάντια στην αποζημίωση της ανεργίας, η οποία έχει καταστήσει την ανεργία μόνιμο και καθολικό φαινόμενο, ενάντια στην «κοινωνική» ασφάλιση, η οποία έχει καταστήσει τους ασφαλισμένους γκρινιάρηδες, κακοπληρωτές, και νευρασθενικούς, κατά των δασμών (και συνεπώς υπόρρητα κατά των καρτέλ), κατά του περιορισμού της ελευθερίας να ζει, να ταξιδεύει ή να σπουδάζει κανείς όπου θέλει, κατά της υπερβολικής φορολογίας και κατά του πληθωρισμού, κατά των εξοπλισμών, κατά των αποικιακών αποκτήσεων, κατά της καταπίεσης των μειονοτήτων, κατά του ιμπεριαλισμού και κατά του πολέμου. Αντιστάθηκε πεισματικά στην πολιτική της κατανάλωσης του κεφαλαίου. Και ο φιλελευθερισμός δεν δημιούργησε τα ένοπλα κομματικά στρατεύματα που απλά περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία για να ξεκινήσουν έναν εμφύλιο πόλεμο.
2.
Η επιχειρηματολογία που οδηγεί στο να κατηγορείται ο καπιταλισμός για ορισμένα τουλάχιστον από αυτά τα πράγματα βασίζεται στην αντίληψη ότι οι επιχειρηματίες και οι καπιταλιστές δεν είναι πλέον φιλελεύθεροι αλλά παρεμβατικοί και κρατιστές. Το δεδομένο αυτό είναι αληθές, αλλά τα συμπεράσματα που θέλουν να βγάλουν κάποιοι άνθρωποι από αυτό είναι λανθασμένα. Τα συμπεράσματα αυτά πηγάζουν από την εντελώς αστήρικτη μαρξιστική άποψη ότι οι επιχειρηματίες και οι καπιταλιστές προστάτευαν τα ειδικά ταξικά τους συμφέροντα μέσω του φιλελευθερισμού την εποχή που ο καπιταλισμός ανθούσε, αλλά τώρα, στην ύστερη και φθίνουσα περίοδο του καπιταλισμού, τα προστατεύουν μέσω του παρεμβατισμού. Αυτό υποτίθεται ότι αποτελεί απόδειξη ότι η «χαλιναγωγημένη οικονομία» του παρεμβατισμού είναι η ιστορικά αναγκαία οικονομία της φάσης του καπιταλισμού στην οποία βρισκόμαστε σήμερα. Ωστόσο, η έννοια της κλασικής πολιτικής οικονομίας και του φιλελευθερισμού ως ιδεολογίας (με τη μαρξιστική έννοια του όρου) της αστικής τάξης είναι μια από τις πολλές διαστρεβλωτικές τεχνικές του μαρξισμού. Αν οι επιχειρηματίες και οι καπιταλιστές ήταν φιλελεύθεροι στοχαστές γύρω στο 1800 στην Αγγλία και παρεμβατικοί, κρατιστές και σοσιαλιστές στοχαστές γύρω στο 1930 στη Γερμανία, ο λόγος είναι ότι οι επιχειρηματίες και οι καπιταλιστές ήταν επίσης γοητευμένοι από τις επικρατούσες ιδέες της εποχής. Το 1800, όχι λιγότερο από ό,τι το 1930, οι επιχειρηματίες είχαν ειδικά συμφέροντα που προστατεύονταν από τον παρεμβατισμό και πλήττονταν από τον φιλελευθερισμό.
Σήμερα οι μεγάλοι επιχειρηματίες αναφέρονται συχνά ως «οικονομικοί ηγέτες». Η καπιταλιστική κοινωνία δεν γνωρίζει «οικονομικούς ηγέτες». Εδώ έγκειται η χαρακτηριστική διαφορά μεταξύ των σοσιαλιστικών οικονομιών από τη μια πλευρά και των καπιταλιστικών οικονομιών από την άλλη: στις τελευταίες, οι επιχειρηματίες και οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής δεν ακολουθούν καμία ηγεσία εκτός από εκείνη της αγοράς. Η συνήθεια να αναφέρονται οι ιδρυτές μεγάλων επιχειρήσεων ως «οικονομικοί ηγέτες» μας δίνει ήδη κάποια ένδειξη ότι στις μέρες μας συνήθως δεν φτάνει κανείς σε αυτές τις θέσεις μέσω οικονομικής επιτυχίας, αλλά με άλλα μέσα.
Στο παρεμβατικό κράτος δεν έχει πλέον καθοριστική σημασία για την επιτυχία μιας επιχείρησης να λειτουργούν οι επιχειρήσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες του καταναλωτή με τον καλύτερο και λιγότερο δαπανηρό τρόπο -είναι πολύ πιο σημαντικό να έχει κανείς «καλές σχέσεις» με τις πολιτικές παρατάξεις που ελέγχουν την οικονομία, να επιδρούν οι παρεμβάσεις προς όφελος και όχι σε βάρος της επιχείρησης. Μερικά μάρκα δασμολογικής προστασίας για την παραγωγή της επιχείρησης, μερικά μάρκα δασμολογικής προστασίας για τις εισροές στην παραγωγική διαδικασία μπορούν να βοηθήσουν την επιχείρηση περισσότερο από ό,τι μια μεγαλύτερη σύνεση στην διεξαγωγή των εργασιών. Μια επιχείρηση μπορεί να λειτουργεί καλά, αλλά θα βουλιάξει αν δεν ξέρει πώς να προστατεύει τα συμφέροντά της απέναντι στην ρύθμιση των δασμολογικών συντελεστών, στις μισθολογικές διαπραγματεύσεις ενώπιον των επιτροπών διαιτησίας και στα διοικητικά όργανα των καρτέλ. Είναι πολύ πιο σημαντικό να έχεις «διασυνδέσεις» από το να παράγεις καλά και φθηνά. Κατά συνέπεια, οι άνθρωποι που φτάνουν στην κορυφή τέτοιων επιχειρήσεων δεν είναι εκείνοι που ξέρουν πώς να οργανώνουν τις επιχειρήσεις και να δίνουν στην παραγωγή την κατεύθυνση που απαιτούν οι συνθήκες της αγοράς, αλλά αντιθέτως, άνθρωποι που έχουν την ευαρέσκεια τόσο των «πάνω» όσο και των «κάτω», άνθρωποι που ξέρουν πώς να συνεννοούνται με τον Τύπο και με όλα τα πολιτικά κόμματα, ιδίως με τους ριζοσπάστες, έτσι ώστε οι συναλλαγές τους να μην προκαλούν κάποιο πρόβλημα. Πρόκειται για εκείνη την κατηγορία γενικών διευθυντών που συναλλάσσονται περισσότερο με ομοσπονδιακούς αξιωματούχους και αρχηγούς κομμάτων, παρά με εκείνους από τους οποίους αγοράζουν ή στους οποίους πωλούν.
Επειδή πολλά εγχειρήματα εξαρτώνται από πολιτικές χάρες, όσοι αναλαμβάνουν τέτοια εγχειρήματα πρέπει να ανταποδίδουν τις χάρες στους πολιτικούς. Τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει μεγάλη επιχείρηση που να μην χρειάστηκε να δαπανήσει σημαντικά ποσά για συναλλαγές που ήταν εξαρχής σαφώς ασύμφορες, αλλά που, παρά τις αναμενόμενες ζημίες, έπρεπε να ολοκληρωθούν για πολιτικούς λόγους. Και αυτό για να μην αναφέρουμε τις εισφορές σε μη επιχειρηματικές δραστηριότητες - εκλογικά ταμεία, ιδρύματα δημόσιας πρόνοιας και άλλα παρόμοια.
Οι δυνάμεις που εργάζονται για την ανεξαρτησία των διευθυντών των μεγάλων τραπεζών, των βιομηχανικών επιχειρήσεων και των ανώνυμων εταιρειών από τους μετόχους επιβάλλονται όλο και πιο έντονα. Αυτή η πολιτικά επιταχυνόμενη «τάση των μεγάλων επιχειρήσεων να κοινωνικοποιηθούν», δηλαδή να αφήσουν άλλα συμφέροντα εκτός από την επιδίωξη «της υψηλότερης δυνατής απόδοσης για τους μετόχους» να καθορίσουν τη διαχείριση των επιχειρήσεων, χαιρετίστηκε από τους κρατιστές αρθρογράφους ως ένδειξη ότι έχουμε ήδη νικήσει τον καπιταλισμό. [3]
Κατά τη διάρκεια της μεταρρύθμισης των γερμανικών μετοχικών δικαιωμάτων, έχουν ήδη καταβληθεί ακόμη και νομικές προσπάθειες για να τεθεί το συμφέρον και η ευημερία του επιχειρηματία, δηλαδή «η οικονομική, νομική και κοινωνική αυταξία και η διαρκής αξία του και η ανεξαρτησία του από τη μεταβαλλόμενη πλειοψηφία των μεταβαλλόμενων μετόχων» [4] πάνω από τα συμφέροντα των μετόχων.
Με την επιρροή του κράτους πίσω τους και υποστηριζόμενοι από μια πλήρως φιλο-παρεμβατική κοινή γνώμη, οι ηγέτες των μεγάλων επιχειρήσεων αισθάνονται σήμερα τόσο ισχυροί σε σχέση με τους μετόχους που πιστεύουν ότι δεν χρειάζεται να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντά τους. Κατά τη διαχείριση των επιχειρήσεων της κοινωνίας στις χώρες στις οποίες ο κρατισμός έχει κυριαρχήσει πιο έντονα -για παράδειγμα στα διάδοχα κράτη της παλιάς Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας- αδιαφορούν για την κερδοφορία όσο και οι διευθυντές των δημόσιων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας. Το αποτέλεσμα είναι η καταστροφή. Η θεωρία που προωθείται λέει ότι αυτά τα εγχειρήματα είναι πολύ μεγάλα για να διοικούνται απλώς με γνώμονα το κέρδος. Αυτή η αντίληψη είναι εξαιρετικά κατάλληλη κάθε φορά που το αποτέλεσμα της διεξαγωγής της επιχειρηματικής δραστηριότητας συνοδευόμενης από μια θεμελιώδη άρνηση της κερδοφορίας είναι η πτώχευση της επιχείρησης. Είναι πρόσφορη, διότι αυτή τη στιγμή η ίδια θεωρία απαιτεί την παρέμβαση του κράτους για τη στήριξη των επιχειρήσεων που είναι πολύ μεγάλες για να αφεθούν να πτωχεύσουν.
3.
Είναι αλήθεια ότι ο σοσιαλισμός και ο παρεμβατισμός δεν έχουν ακόμη καταφέρει να εξαλείψουν πλήρως τον καπιταλισμό. Αν το είχαν καταφέρει, εμείς οι Ευρωπαίοι, μετά από αιώνες ευημερίας, θα ανακαλύπταμε ξανά την έννοια της πείνας σε μαζική κλίμακα. Ο καπιταλισμός εξακολουθεί να είναι αρκετά σημαντικός, ώστε να δημιουργούνται νέες βιομηχανίες και οι ήδη εγκατεστημένες να βελτιώνουν και να επεκτείνουν τον εξοπλισμό και τις δραστηριότητές τους. Όλες οι οικονομικές πρόοδοι που έχουν γίνει, και που θα γίνουν, προέρχονται από το επίμονο υπόλειμμα του καπιταλισμού στην κοινωνία μας. Όμως ο καπιταλισμός διώκεται πάντα από τον παρεμβατισμό της κυβέρνησης και πρέπει να πληρώνει ως φόρους ένα σημαντικό μέρος των κερδών του, προκειμένου να καλύψει την κατώτερη παραγωγικότητα των δημόσιων επιχειρήσεων.
Η κρίση από την οποία υποφέρει σήμερα ο κόσμος είναι η κρίση του παρεμβατισμού και του κρατικού και αυτοδιοικητικού σοσιαλισμού, εν ολίγοις είναι η κρίση των αντικαπιταλιστικών πολιτικών. Η καπιταλιστική κοινωνία καθοδηγείται από το παιχνίδι του μηχανισμού της αγοράς. Σε αυτό το ζήτημα δεν υπάρχει διάσταση απόψεων. Οι τιμές της αγοράς φέρνουν σε συμφωνία την προσφορά και τη ζήτηση και καθορίζουν την κατεύθυνση και την έκταση της παραγωγής. Η καπιταλιστική οικονομία παίρνει το νόημά της από την αγορά. Αν η λειτουργία της αγοράς ως ρυθμιστής της παραγωγής στρεβλώνεται διαρκώς από τις οικονομικές πολιτικές —στο βαθμό που οι τελευταίες προσπαθούν να καθορίσουν τις τιμές, τους μισθούς και τα επιτόκια, αντί να αφήσουν την αγορά να τα καθορίσει— τότε σίγουρα θα αναπτυχθεί μια κρίση.
Δεν απέτυχε ο Bastiat , αλλά αντίθετα, απέτυχαν ο Marx και ο Schmoller.
—————————————————————
Το δοκίμιο αυτό μεταφράστηκε από τα γερμανικά στα αγγλικά από την Jane E. Sanders, η οποία ευχαριστεί θερμά τα σχόλια και τις υποδείξεις του καθηγητή John T. Sanders, Rochester Institute of Technology, και του καθηγητή David R. Henderson, University of Rochester, κατά την προετοιμασία της μετάφρασης.
Πρβλ. Webb, Fabian Essays in Socialism.... Ed. by G. Bernard Shaw. (Αμερικανική έκδοση, επιμέλεια H.G. Wilshire. Νέα Υόρκη: Humboldt Publishing Co., 1891), σ. 4.
Πρβλ. Keynes, "The End of Laisser-Faire", 1926, βλέπε, Essays in Persuasion (Νέα Υόρκη: W.W. Norton & Co., Inc., 1932) σ. 314-315.
Πρβλ. Passow, Der Strukturwandel der Aktiengesellcschaft im Lichte der Wirtschaftsenquente, (Jena 1939), σ. 4.