Τι προκάλεσε την Γαλλική Επανάσταση;
Άρθρο του H.A. Scott Trask, που επαναδημοσιεύτηκε από το Mises Institute στις 4/2/2022 (Πρώτη δημοσίευση, 2004). Απόδοση στα ελληνικά, Θεόδωρος Μίχας - Νίκος Μαρής.
Οι σύγχρονοι μαθητές διδάσκονται ότι οι ευγενείς και ο κλήρος ήταν αποφασισμένοι να διατηρήσουν την παλιά τάξη πραγμάτων, το ancien regime, με τα περισσότερα προνόμιά τους ανέπαφα και να δεχθούν μόνο μια μικρή αλλαγή, ενώ η Τρίτη Τάξη (αστική τάξη, τεχνίτες και αγροτιά)απαιτούσε μια μεταμορφωμένη Γαλλία στην οποία τα συνθήματα θα ήταν η ελευθερία, η πρόοδος και ο εκσυγχρονισμός. Η αλήθεια είναι σχεδόν ακριβώς το αντίθετο. Η πλειοψηφία των ευγενών οραματιζόταν μια Γαλλία ορθολογική, φιλελεύθερη και συνταγματική
Ανεξάρτητα από το πόσο θα αναπτυχθεί η αμερικανική οικονομία κατά την επόμενη δεκαετία, η κυβέρνηση θα έχει σοβαρό πρόβλημα να χρηματοδοτήσει την επέκταση των δικαιωμάτων, τις αυξημένες δαπάνες για την εκπαίδευση και τους συνεχιζόμενους πολέμους στη Μέση Ανατολή, διατηρώντας παράλληλα μια παγκόσμια στρατιωτική χωροφυλακή και παρουσία παντού. Κάτι πρέπει να γίνει. Ανεξάρτητα από το πώς αναλύει κανείς τους αριθμούς, μια κρίση διαφαίνεται και οι Αμερικανοί είναι βέβαιο ότι θα δουν το βιοτικό τους επίπεδο να πέφτει και την παγκόσμια αυτοκρατορία τους να καταρρέει.
Έχει ξανασυμβεί. Σκεφτείτε εκείνο το σημαδιακό και καταστροφικό γεγονός που εγκαινίασε την εποχή της μαζικής πολιτικής, του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού και του ιδεολογικού κράτους - τη Γαλλική Επανάσταση. Πρόκειται για ένα μεγάλο και πολύπλοκο γεγονός αντάξιο ενός Gibbon (Άγγλος ιστορικός και Διαφωτιστής), αλλά μπορεί να μην είχε συμβεί καθόλου αν η γαλλική μοναρχία είχε ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της.
Ενώ οι αιτίες της Επανάστασης είναι πολλές, η αιτία της κρίσης που οδήγησε στην Επανάσταση είναι μία: Ήταν μια δημοσιονομική και πιστωτική κρίση που αποδυνάμωσε τόσο πολύ το κύρος και την αξιοπιστία της μοναρχίας, ώστε αυτή θεώρησε ότι έπρεπε να συγκαλέσει μια παρωχημένη πολιτική συνέλευση προτού εκτελέσει με ασφάλεια ένα επιτυχημένο πρόγραμμα φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων του Συντάγματος και υπέρ της ελεύθερης αγοράς. Θα ήταν σαν να συγκαλεί η αμερικανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση μια συνταγματική συνέλευση με ανοιχτή ημερήσια διάταξη και να ελπίζει ότι όλα θα κυλούσαν ομαλά. Οι Γενικές Συνελεύσεις διήρκεσαν λίγο περισσότερο από έναν μήνα, προτού οι ηγέτες της Τρίτης Τάξης (αστική τάξη, τεχνίτες και αγροτιά) την μετατρέψουν σε Εθνοσυνέλευση και πάρουν την πολιτική εξουσία από τη μοναρχία. Η επανάσταση είχε ξεκινήσει.
Οι αναθεωρητές ιστορικοί αμφισβητούν την καθιερωμένη ερμηνεία της προεπαναστατικής Γαλλίας ως μιας χώρας με στάσιμη οικονομία, καταπιεσμένη αγροτιά, δέσμια αστική τάξη και αρχαϊκή πολιτική δομή. Στο βιβλίο του Citizens (1989), ο Simon Schama περιγράφει τη Γαλλία υπό τον Λουδοβίκο ΙΣΤ' ως ένα ταχέως εκσυγχρονιζόμενο έθνος με επιχειρηματίες ευγενείς, μια μοναρχία με μεταρρυθμιστικό πνεύμα, εκκολαπτόμενη εκβιομηχάνιση, αυξανόμενο εμπόριο, επιστημονική πρόοδο και δραστήριους intendants (βασιλικούς διαχειριστές στις επαρχίες).
Επιπλέον, ο Μοντεσκιέ ήταν στη μόδα - το αγγλικό μικτό σύνταγμα ήταν το επίκεντρο της πολιτικής μεταρρύθμισης και η οικονομική φιλοσοφία της φυσιοκρατίας, με την πίστη της στον οικονομικό νόμο και την υποστήριξη του laissez faire, είχε απαξιώσει τα δόγματα του κρατικού μερκαντιλισμού.
Το 1774, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ' διόρισε τον Ζακ Τουργκό (Tourgot), έναν φυσιοκράτη, ως Γενικό Ελεγκτή των Οικονομικών. Ο Τουργκό πίστευε (σ.σ. ορθά) ότι οι επιδοτήσεις, οι κανονισμοί και οι δασμοί παρέλυαν την παραγωγικότητα και την επιχειρηματικότητα στη Γαλλία. Τερματίστε τους, συμβούλευσε τον βασιλιά, και οι επιχειρήσεις θα ευδοκιμούσαν και τα κρατικά έσοδα θα αυξάνονταν. Πρότεινε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που περιελάμβανε την κατάργηση των εσωτερικών τελωνειακών φραγμών, την άρση των ελέγχων των τιμών στα σιτηρά, την κατάργηση των συντεχνιών και της corvee (καταναγκαστική εργασία) και την ανάθεση της πολιτικής εξουσίας σε νεοσύστατες επαρχιακές συνελεύσεις (δύο από τις οποίες ίδρυσε ο ίδιος). Ο Τουργκό οραματιζόταν μια ομοσπονδιακή Γαλλία, με μια αλυσίδα εκλεγμένων οργάνων που θα εκτείνονταν από το χωριό μέσω των επαρχιών σε κάποια μορφή εθνικής συνέλευσης.
Όπως ήταν φυσικό, υπήρξε αντίθεση σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις, τόσο από τους αριστοκράτες, όσο και από τον λαό, αλλά αυτό που πραγματικά τις καταδίκασε ήταν η επίμονη αντίθεση του Τουργκό στη γαλλική επέμβαση στον Αμερικανικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Πολλοί ακόμα έβραζαν μέσα τους από την ταπεινωτική και καταστροφική ήττα που υπέστη η Γαλλία στον Επταετή Πόλεμο (1756-1763). Η χώρα είχε χάσει τις βορειοαμερικανικές κτήσεις της (Κεμπέκ, Λουιζιάνα) και όλη τη Γαλλική Ινδία, εκτός από δύο εμπορικούς σταθμούς. Ο υπουργός εξωτερικών Vergennes υπέθεσε ότι βοηθώντας τους Αμερικανούς να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν τη Βρετανική Αυτοκρατορία, να πάρουν εκδίκηση και να αποκαταστήσουν την προηγούμενη θέση της Γαλλίας ως μία από τις δύο υπερδυνάμεις του κόσμου.
Ο Τουργκό υποστήριξε με οξυδέρκεια ότι ένας ακόμη πόλεμος με την Αγγλία θα εκτροχίαζε το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα, θα χρεοκοπούσε το κράτος και, ακόμη και αν ήταν επιτυχής, θα αποδυνάμωνε ελάχιστα τη βρετανική ισχύ. «Ο πρώτος πυροβολισμός θα οδηγήσει το κράτος στη χρεοκοπία», προειδοποίησε τον βασιλιά. Δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Η διεθνής πολιτική της ισχύος και οι εκτιμήσεις περί εθνικού γοήτρου υπερίσχυσαν της εσωτερικής μεταρρύθμισης, και ο βασιλιάς τον απέλυσε τον Μάιο του 1776. Θα αποδεικνυόταν ότι είχε δίκιο και στα τρία σημεία.
Οι Γάλλοι άρχισαν να προμηθεύουν κρυφά πολεμικό υλικό στους επαναστατημένους αποίκους το 1777, και το 1778 υπέγραψαν συνθήκη συμμαχίας με τους Αμερικανούς. Καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, παρείχαν δάνεια με σκληρό χρήμα και κάλυπταν άλλα δάνεια για την αγορά πολεμικών προμηθειών στην Ευρώπη. Το 1780, αποβίβασαν στρατό 5.000 ανδρών στο Ρόουντ Άιλαντ. Το 1781, το γαλλικό ναυτικό απέκλεισε τον στρατό του λόρδου Κορνουάλις στο Γιόρκταουν.
Ο διάδοχος του Turgot, ο Jacques Necker, Ελβετός τραπεζίτης, χρηματοδότησε τις δαπάνες αυτές σχεδόν εξ ολοκλήρου μέσω δανείων. Αν και επιτυχής, η παρέμβαση της Γαλλίας κόστισε 1,3 δισεκατομμύρια λίβρες και σχεδόν διπλασίασε το εθνικό της χρέος. Ο Schama γράφει: «Κανένα κράτος με αυτοκρατορικές αξιώσεις δεν έχει, στην πραγματικότητα, υποτάξει ποτέ τα -κατ’ εκείνο- αναπόσπαστα στρατιωτικά συμφέροντα στις εκτιμήσεις ενός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Και όπως οι απολογητές της στρατιωτικής βίας στην Αμερική του εικοστού αιώνα», οι ιμπεριαλιστές «στη Γαλλία του δέκατου όγδοου αιώνα επεσήμαναν τα τεράστια δημογραφικά και οικονομικά αποθέματα της χώρας και μια ακμάζουσα οικονομία που θα επωμιζόταν το βάρος». Ακόμη περισσότερο, ισχυρίζονταν ότι η ευημερία «εξαρτιόταν από αυτές τις στρατιωτικές δαπάνες, τόσο άμεσα στις ναυτικές βάσεις όπως η Βρέστη και η Τουλόν, όσο και έμμεσα στην προστασία που έδιναν στον πιο ταχέως αναπτυσσόμενο τομέα της οικονομίας». Plus ca change, plus c'est la meme chose.
Ο Necker δεν ήταν ούτε οικονομικά σπάταλος ούτε υπέρμετρα φιλοβασιλικός. Απλώς χρηματοδοτούσε έναν πόλεμο που η κυβέρνηση έκρινε ότι ήταν προς το εθνικό συμφέρον. Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, συγκράτησε τις βασιλικές δαπάνες στο εσωτερικό, εξάλειψε πολλές αμοιβές, δημοσίευσε έναν εθνικό προϋπολογισμό το 1781 και πρότεινε τον σχηματισμό μιας τρίτης επαρχιακής συνέλευσης. Ωστόσο, όταν απορρίφθηκε το αίτημά του να ενταχθεί στο βασιλικό συμβούλιο (ως προτεστάντης είχε αποκλειστεί), παραιτήθηκε. Ο άμεσος διάδοχός του, ο Joly de Fleury, επανέφερε πολλά από τα αξιώματα που είχε καταργήσει.
Με την επιστροφή της ειρήνης, με την υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων (1783), η μοναρχία είχε άλλη μια ευκαιρία να θεσπίσει οικονομικές, δημοσιονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά την σπατάλησε. Ακριβώς όπως και με την πρώτη κυβέρνηση Μπους μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, δεν θα υπήρχε «μέρισμα ειρήνης». Η κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να εκμεταλλευτεί το κενό που δημιούργησε η ήττα των Βρετανών για να αποκαταστήσει τη γαλλική αυτοκρατορική ισχύ. Η παγκόσμια στρατηγική τους ήταν να διατηρήσουν έναν μόνιμο στρατό 150.000 ανδρών για την υπεράσπιση των συνόρων και τη διατήρηση της ισορροπίας ισχύος στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ενώ παράλληλα να δημιουργήσουν ένα υπερωκεάνιο ναυτικό ικανό να αντιπαρατεθεί τους Βρετανούς σε όλους τους ωκεανούς του κόσμου. Επιπλέον, ο νέος Γενικός Ελεγκτής Calonne, δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια να περιορίσει τις εγχώριες δαπάνες, ή τις δαπάνες της βασιλικής αυλής. Το αποτέλεσμα ήταν ένα όργιο δαπανών σε καιρό ειρήνης, χρόνια δημοσιονομικά ελλείμματα και η προσθήκη 700 εκατομμυρίων λιβρών στο εθνικό χρέος. Μέχρι το 1788, μόνο η εξυπηρέτηση του χρέους θα απορροφούσε το πενήντα τοις εκατό των ετήσιων εσόδων.
Σε λίγα χρόνια, ο Calonne βρέθηκε αντιμέτωπος με μια επικείμενη δημοσιονομική καταστροφή. Το ετήσιο έλλειμμα το 1786 προβλεπόταν να ανέλθει σε 112 εκατομμύρια λίβρες και τα αμερικανικά πολεμικά δάνεια θα άρχιζαν να καθίστανται ληξιπρόθεσμα από το επόμενο έτος. Η δράση ήταν επιτακτική. Η δύναμη των φιλελεύθερων και φεντεραλιστικών ιδεών στη Γαλλία ήταν τέτοια που ο Calonne κάλεσε τον φυσιοκράτη Dupont de Nemours, πρώην συνεργάτη του Turgot, για να τον συμβουλεύσει. Εν τω μεταξύ, με τις ευλογίες τους, ο υπουργός Εξωτερικών Vergennes υπέγραψε συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τη Μεγάλη Βρετανία (1786). Με τη βοήθεια του Nemours, ο Calonne πρότεινε τα ακόλουθα μέτρα για το άνοιγμα της γαλλικής οικονομίας: την απορρύθμιση του εγχώριου εμπορίου σιτηρών, την κατάργηση των εσωτερικών τελωνειακών φραγμών και τη μετατροπή του corvee σε φόρο δημοσίων έργων. Για να συγκεντρώσει τακτικά και δίκαια έσοδα, πρότεινε μια «εδαφικό τέλος» (δηλαδή έναν άμεσο φόρο που θα επιβαλλόταν σε όλους ανεξαιρέτως τους γαιοκτήμονες, ο οποίος θα υπολογιζόταν και θα εισπράττονταν από αντιπροσωπευτικές επαρχιακές συνελεύσεις).
Ο Calonne θυμήθηκε το λάθος που είχε κάνει ο Turgot δέκα χρόνια πριν. Είχε στηριχθεί αποκλειστικά στη βασιλική εξουσία για να θέσει σε εφαρμογή το πρόγραμμά του και με τον τρόπο αυτό είχε προκαλέσει τον ανταγωνισμό των ευγενών, στους οποίους δεν άρεσε να τους παρουσιάζονται τετελεσμένα γεγονότα. Για να αποφύγει μια παρόμοια μοίρα, ο Calonne πρότεινε τη σύγκληση μιας Συνέλευσης των ευγενών για τις αρχές του 1787, η οποία θα εξέταζε, θα τροποποιούσε και θα ενέκρινε τις μεταρρυθμίσεις πριν αυτές σταλούν στο κοινοβούλιο του Παρισιού για καταχώριση (που θα τις καθιστούσε νόμο του κράτους). Ο βασιλιάς ενέκρινε ολόκληρο το πρόγραμμα του Calonne τον Δεκέμβριο του 1786. Αυτή ήταν η τελευταία ευκαιρία της μοναρχίας να θεσπίσει ένα πρόγραμμα αποκεντρωτικής συνταγματικής και φιλελεύθερης οικονομικής μεταρρύθμισης, που θα απελευθέρωνε την οικονομία, θα έλυνε τη δημοσιονομική κρίση, θα μετέτρεπε την απολυταρχία σε συνταγματισμό και θα απέτρεπε έναν επικείμενο πολιτικό κατακλυσμό.
Δυστυχώς, όσο εξαιρετικές και αναγκαίες και αν ήταν οι μεταρρυθμίσεις του Calonne, δεν ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να τις φέρει εις πέρας. Ήταν βαθιά αντιδημοφιλής για τις σπάταλες δαπάνες της αυλής του και για τη χρήση του αξιώματός του για την καλλιέργεια διαφόρων διεφθαρμένων χρηματιστηριακών σχεδίων. Οι ευγενείς δεν τον εμπιστεύονταν και ο λαός τον περιφρονούσε. Αναγνωρίζοντας ότι αποτελούσε βάρος, ο βασιλιάς τον απέλυσε και διόρισε στη θέση του τον Lomenie de Brienne. Ο Brienne ήταν ένας υψηλός ευγενής, ένας «Notable» και μεταρρυθμιστής. Η Συνέλευση των ευγενών υποστήριξε όλες τις μεταρρυθμίσεις, εκτός από τους φόρους. Εδώ δυσκολεύτηκαν. Προτού δώσουν την έγκρισή τους σε νέους φόρους, ήθελαν ο βασιλιάς να δημοσιεύει έναν ετήσιο προϋπολογισμό και να συμφωνήσει σε μια μόνιμη επιτροπή ελεγκτών.
Η ανησυχία τους ήταν προφανής. Γιατί άραγε θα έπρεπε να συμφωνήσουν σε αλλαγές που θα αύξαναν τα βασιλικά έσοδα, αν δεν είχαν τρόπο να παρακολουθούν τα βασιλικά έξοδα, ώστε να βλέπουν αν τα χρήματα αυτά ξοδεύονταν με σύνεση; Τώρα ο βασιλιάς αντέδρασε. Θεώρησε ότι οι προτάσεις τους αποτελούσαν παραβίαση των προνομίων του επί των οικονομικών και του προϋπολογισμού. Τους άσκησε βέτο. Ήταν ένα οδυνηρό σφάλμα, αλλά χαρακτηριστικό του αμφιταλαντευόμενου νου του βασιλιά και των διανοητικών δεσμών μιας απολυταρχικής πολιτικής παράδοσης.
Το κοινοβούλιο των Παρισίων καταχώρησε δεόντως τα διατάγματα για την απελευθέρωση του εμπορίου σιτηρών, τη μετατροπή του corvee και τη σύσταση των επαρχιακών συνελεύσεων, αλλά δεν καταχώρησε το τέλος χαρτοσήμου ή τον φόρο γης. Ισχυρίστηκαν ότι μόνο η Estates General, η μεσαιωνική αντιπροσωπευτική συνέλευση των τριών κομματιών του βασιλείου (κλήρος, ευγενείς και κοινοί πολίτες) που είχε συνεδριάσει για τελευταία φορά το 1614, μπορούσε να εγκρίνει τους φόρους. Οι ευγενείς στοιχημάτιζαν ότι ο Λουδοβίκος δεν θα τολμούσε ποτέ να συγκαλέσει συνέλευση των Estates. Ήταν ένα έξυπνο τέχνασμα για την απόρριψη των φορολογικών προτάσεων χωρίς να υποστούν τη λαϊκή απέχθεια γι' αυτό. Οι ευγενείς και ο κλήρος δεν θα παραιτούνταν από τις φορολογικές τους απαλλαγές ούτε θα παραχωρούσαν στη μοναρχία μια δυνητικά ανεξάντλητη νέα πηγή εσόδων χωρίς ένα μερίδιο πολιτικής εξουσίας. Μια απρόβλεπτη συνέπεια ήταν να δημιουργηθεί μια λαϊκή προσδοκία για την επανασύγκληση των Estates. Αυτή τη φορά οι ευγενείς έκαναν λάθος.
Αν η μοναρχία δεν είχε τόσο μεγάλη ανάγκη από κεφάλαια για να αποφύγει τη χρεοκοπία, θα μπορούσε να ανακηρύξει τα καταχωρημένα διατάγματα ως νίκη της μεταρρύθμισης και να περιμένει μια άλλη μέρα για να ασχοληθεί με τους φόρους. Μη έχοντας αυτή την πολυτέλεια, ο Brienne και ο βασιλιάς πανικοβλήθηκαν. Αποφάσισαν να καταφύγουν στα όπλα της βασιλικής απολυταρχίας για να επιβάλουν τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις. Εξέδωσαν lits de justice, δηλώνοντας ότι οι νέοι φόροι ήταν νόμος με τη βασιλική βούληση. Δεύτερον, εξόρισαν το ανυπότακτο Κοινοβούλιο στην Troyes. Η δημόσια κατακραυγή και η θεσμική αντίσταση σε αυτά τα τυραννικά μέτρα ήταν τέτοια, που η μοναρχία αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ο βασιλιάς ανακάλεσε το Κοινοβούλιο και απέσυρε το lits de justice.
Ο Brienne ζήτησε τώρα από το κοινοβούλιο να εγγράψει νέα βασιλικά δάνεια για να αποφύγει τη χρεοκοπία. Το έκαναν, αλλά ζήτησαν και πάλι την εκ νέου σύγκληση των Estates General. Προσπάθησε επίσης να εδραιώσει τη νέα του θέση ως de facto κοινοβούλιο. Δήλωσε ότι τα βασιλικά διατάγματα δεν αποτελούσαν νόμο, εκτός αν είχαν καταχωρηθεί δεόντως από τα κοινοβούλια και αρνήθηκε τη συνταγματικότητα τόσο των lits de justice όσο και των lettres de cachet (βασιλικά εντάλματα σύλληψης). Ο βασιλιάς και ο Brienne πίστευαν ότι διακυβεύονταν το μέλλον της βασιλικής απολυταρχίας, γι' αυτό και απάντησαν δυναμικά. Περικύκλωσαν το Κοινοβούλιο με στρατεύματα. Ο βασιλιάς του αφαίρεσε τις εξουσίες της διαμαρτυρίας και της καταχώρησης και τις εκχώρησε σε μια νέα Ολομέλεια, τα μέλη της οποίας θα διορίζονταν από τον ίδιο.
Το πραξικόπημα του Μαΐου έστρεψε τόσο τους ευγενείς όσο και τον κλήρο εναντίον του Στέμματος, προκάλεσε διαμαρτυρίες και αναταραχές εκ μέρους των πολιτών και δημιούργησε μια πολιτική κρίση ανάλογη με τη σοβαρότητα της δημοσιονομικής κρίσης. Για άλλη μια φορά, μια ανόητη προσπάθεια να διατηρηθούν απαραβίαστοι οι αρτηριοσκληρωτικοί θεσμοί της απολυταρχίας είχε αποτύχει. Μέχρι τον Αύγουστο του 1788, η μοναρχία της Γαλλίας είχε χρεοκοπήσει και ήταν χωρίς πίστωση. Δεν μπορούσε να δανειστεί νέα κεφάλαια ούτε στο Παρίσι, ούτε στο Άμστερνταμ. Ο Brienne δεν είχε άλλη επιλογή από το να παραιτηθεί. Ο βασιλιάς ανακάλεσε τον Necker, ο οποίος ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε την εμπιστοσύνη των επενδυτών, τον εμπιστευόταν η αριστοκρατία και ήταν δημοφιλής στις μάζες. Ο βασιλιάς συγκάλεσε επίσης τις Γενικές Εστίες να συνεδριάσουν τον Μάιο του 1789.
Ο λαός θα συνέρχονταν σε τοπικές συνελεύσεις και θα εξέλεγε αντιπροσώπους. Το εκλογικό σώμα θα περιλάμβανε πάνω από έξι εκατομμύρια Γάλλους. Ο Schama το αποκαλεί «το πολυπληθέστερο πείραμα πολιτικής εκπροσώπησης που επιχειρήθηκε οπουδήποτε στον κόσμο». Σύμφωνα με την παράδοση, οι συνελεύσεις θα μπορούσαν να συντάσσουν έναν κατάλογο παραπόνων και αιτημάτων, τα οποία οι αντιπρόσωποί τους θα έπαιρναν μαζί τους στις Βερσαλλίες. Θα έπαιρναν μαζί τους 25.000 από αυτά. Οι σύγχρονοι μαθητές διδάσκονται ότι οι ευγενείς και ο κλήρος ήταν αποφασισμένοι να διατηρήσουν την παλιά τάξη πραγμάτων, το ancien regime, με τα περισσότερα προνόμιά τους ανέπαφα και να δεχθούν μόνο μια μικρή αλλαγή, ενώ η Τρίτη Τάξη απαιτούσε μια μεταμορφωμένη Γαλλία στην οποία τα συνθήματα θα ήταν η ελευθερία, η πρόοδος και ο εκσυγχρονισμός.
Η αλήθεια είναι σχεδόν ακριβώς το αντίθετο. Η πλειοψηφία των ευγενών οραματιζόταν μια Γαλλία ορθολογική, φιλελεύθερη και συνταγματική. Ήταν πρόθυμοι να παραδώσουν τις φοροαπαλλαγές τους και τα κτηματικά τους δικαιώματα. Ζήτησαν την κατάργηση των lettres de cachet και όλων των μορφών λογοκρισίας- ήθελαν μία αγγλοσαξονικού Χάρτα Δικαιωμάτων με συνταγματική προστασία των ατομικών ελευθεριών. Συνέστησαν οικονομικές μεταρρυθμίσεις: δημοσιευμένο εθνικό προϋπολογισμό, κατάργηση του εκπλειστηριασμού κρατικών αξιωμάτων, και τέλος στη φορολογική λεηλασία. Προέτρεψαν επίσης στην κατάργηση των εμπορικών συντεχνιών και την κατάργηση των εσωτερικών τελωνειακών φραγμών.
Ενώ πολλές από αυτές τις συστάσεις μπορούν να βρεθούν στα cahiers της Τρίτης Τάξης, επισκιάζονται από υλικές ανησυχίες - εύλογα παράπονα για την υψηλή τιμή του ψωμιού, τους νόμους για τα θηράματα, τον φόρο αλατιού (gabelle) και τις λεηλασίες των φοροεισπρακτόρων. Υπάρχουν επίσης πολυάριθμες επικρίσεις για τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις, όπως η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Αγγλία, η άρση του ελέγχου των τιμών των σιτηρών, οι γεωργικές ενθυλακώσεις, και η παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στους Προτεστάντες.
Εν ολίγοις, η φωνή της Τρίτης Τάξης ήταν σε μεγάλο βαθμό αντιδραστική, και ενώ ήθελαν λιγότερους φόρους, ήθελαν περισσότερο κράτος. Σύμφωνα με τον Schama, «μεγάλο μέρος του θυμού που πυροδότησε την επαναστατική βία προέκυψε από την εχθρότητα προς αυτόν τον εκσυγχρονισμό, παρά από την ανυπομονησία για την ταχύτητα της προόδου του».
Η Τρίτη Τάξη είχε κάποιους φιλελεύθερους εμπόρους και καινοτόμους βιομηχάνους, αλλά είχε πολύ περισσότερους αστούς τεχνίτες και αγρότες. Οι τελευταίοι πίστευαν ότι το βάρος έπεφτε σ’ εκείνους και ότι έφταιγαν οι ευγενείς και ο κλήρος, καθώς και τα εύπορα μέλη της δικής τους τάξης. Ήθελαν να επανέλθουν οι έλεγχοι των τιμών στα σιτηρά, να τεθούν περιορισμοί στις εξαγωγές τους, να απαγορευτούν οι ξένες βιοτεχνίες και να τιμωρηθούν οι «κερδοσκόποι» και οι «αποθησαυριστές πλούτου». Βρήκαν ηγέτες ανάμεσα στους δικηγόρους διανοούμενους της δικής τους τάξης, και σε κάποια διορατικά μέλη των άλλων τάξεων, οι οποίοι μιλούσαν σε μια φορτισμένη γλώσσα διαμαρτυρίας, πόλωσης και αντιπαράθεσης. Γνωρίζοντας ελάχιστα και νοιαζόμενοι λιγότερο για την οικονομική ελευθερία ή τον ομοσπονδιακό συνταγματισμό, μιλούσαν για πατριώτες εναντίον προδοτών, πολίτες εναντίον αριστοκρατών, αρετή εναντίον ανηθικότητας, για το έθνος που δεχόταν επίθεση από τους εχθρούς του. Προσέφεραν στις μάζες μια πανάκεια για την κατάστασή τους, κακοποιούς που μπορούσαν να κατηγορήσουν, και υποσχέσεις ότι η κατοχή της πολιτικής εξουσίας θα διαπερνούσε τα αναχώματα των προνομίων και θα απελευθέρωνε τις πηγές του πλούτου.
Ο Schama συμπεραίνει σωστά ότι ήταν η πολιτικοποίηση των μαζών που «μετέτρεψε μια πολιτική κρίση σε μια καθαρόαιμη επανάσταση». Μόλις ειπώθηκε στην τεράστια Τρίτη Τάξη ότι εκείνη ήταν το έθνος και ότι μια «αληθινή εθνική συνέλευση, λόγω της υψηλότερης ηθικής της ποιότητας -του κοινού πατριωτισμού της- θα παρείχε ικανοποίηση, τους δόθηκε ένα άμεσο μερίδιο στη σαρωτική θεσμική αλλαγή». Το φυλλάδιο «Τι είναι η Τρίτη Εξουσία;» του αββά Sieyes εμφανίστηκε τον Ιανουάριο του 1789, και θα ήταν για τη Γαλλική Επανάσταση ό,τι ήταν για την Αμερικανική η «Κοινή Λογική» του Τόμας Πέιν (1776). Μέχρι τη σύγκληση της Γενικής Εστίας τον Μάιο, οι μάζες και οι κορυφαίοι διανοούμενοι θεωρούσαν τη συνέχιση της ύπαρξης ξεχωριστών κοινωνικών τάξεων με τη δική τους θεσμική εκπροσώπηση όχι μόνο ως εμπόδιο στη μεταρρύθμιση, αλλά και ως αντιπατριωτική, ακόμη και προδοτική. Όταν οι Estates General μετατράπηκαν σε Εθνοσυνέλευση τον Ιούνιο του 1789, ήταν η απαρχή μιας ριζοσπαστικής επανάστασης. Η ελευθερία δεν θα τα πήγαινε καλά στη γκιλοτίνα.
Κατά τη διάρκεια του 1788 και μέσα στο 1789 οι θεοί έμοιαζαν να συνωμοτούν για να προκαλέσουν μια λαϊκή επανάσταση. Μια ανοιξιάτικη ξηρασία ακολουθήθηκε από μια καταστροφική καταιγίδα χαλαζιού τον Ιούλιο. Οι καλλιέργειες καταστράφηκαν. Ακολούθησε ένας από τους ψυχρότερους χειμώνες στη γαλλική ιστορία. Οι τιμές των σιτηρών εκτοξεύτηκαν στα ύψη. Ακόμα και στις καλύτερες εποχές, ένας τεχνίτης ή παραγωγός μπορεί να ξόδευε το 40% του εισοδήματός του για ψωμί. Μέχρι το τέλος του έτους, το 80% δεν ήταν ασυνήθιστο. «Ήταν ο συνδυασμός της οργής με την πείνα, που έκανε δυνατή την Επανάσταση», παρατηρεί ο Schama. Ήταν επίσης ο φθόνος που οδήγησε την Επανάσταση στις βίαιες υπερβολές της και στην καταστροφική μεταρρύθμιση.
Πάρτε τις ταραχές του Reveillon τον Απρίλιο του 1789. Ο Reveillon ήταν ένας επιτυχημένος παριζιάνος κατασκευαστής ταπετσαριών τοίχου. Δεν ήταν ευγενής, αλλά αυτοδημιούργητος άνθρωπος που είχε ξεκινήσει ως μαθητευόμενος εργάτης χαρτιού, αλλά τώρα ήταν ιδιοκτήτης ενός εργοστασίου που απασχολούσε 400 καλά αμειβόμενους εργάτες. Εξήγαγε τα τελικά του προϊόντα στην Αγγλία (πράγμα καθόλου ευκαταφρόνητο). Το κλειδί της επιτυχίας του ήταν η τεχνική καινοτομία, τα μηχανήματα, η συγκέντρωση της εργασίας και η ολοκλήρωση των βιομηχανικών διαδικασιών, αλλά για όλα αυτά οι τεχνίτες της περιοχής του τον έβλεπαν ως απειλή για τις θέσεις εργασίας τους. Όταν μίλησε υπέρ της απελευθέρωσης της πώλησης άρτου σε μια εκλογική συγκέντρωση, ένα εξαγριωμένο πλήθος διαδήλωσε έξω από το εργοστάσιό του, το διέλυσε και λεηλάτησε το σπίτι του.
Στο εξής, ο όχλος του Παρισιού θα ήταν η δύναμη πίσω από την Επανάσταση. Η οικονομική επιστήμη δεν θα τα πήγαινε καλά. Σύμφωνα με τον Jean Baptiste Say, «η στιγμή που υπήρχε οποιοδήποτε ζήτημα στην Εθνοσυνέλευση σχετικά με το εμπόριο ή τα οικονομικά, ακούγονταν βίαιες κραυγές εναντίον των οικονομολόγων». Αυτό συμβαίνει όταν η πολιτική εξουσία παραδίδεται σε ψευτοδιανοούμενους, δικηγόρους και τον όχλο.
Οι εκφραστές του ορθολογιστικού Διαφωτισμού είχαν υποστηρίξει μια συνταγματική μοναρχία, ένα φιλελεύθερο οικονομικό και νομικό σύστημα, την επιστημονική πρόοδο και μια ικανή διοίκηση. Σύμφωνα με τον Schama, «ήταν κληρονόμοι του μεταρρυθμιστικού ήθους της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΣΤ' και αυθεντικοί προφήτες της "νέας αριστοκρατίας" που θα αναδυόταν μετά την επανάσταση που είχε κάνει τον κύκλο της. Η γλώσσα τους ήταν λογική και ψύχραιμη. Αυτό που είχαν στο μυαλό τους ήταν ένα έθνος εξοπλισμένο, μέσω των αντιπροσώπων του, με τη δύναμη να απομακρύνει τα εμπόδια της νεωτερικότητας. Ένα τέτοιο κράτος [...] δεν θα έκανε πόλεμο στη Γαλλία της δεκαετίας του 1780, αλλά θα ολοκλήρωνε την υπόσχεσή του».
Αν οι γαλλικές ελίτ μπορούσαν να συμφωνήσουν σε μια μεταρρυθμιστική πορεία προς αυτές τις κατευθύνσεις, δεν θα υπήρχε ούτε Τρομοκρατία, ούτε Ναπολέων, ούτε συγκεντρωτική, κρατικιστική επανάσταση. Και ήταν η πιεστική χρηματοπιστωτική κρίση - η οποία προκλήθηκε από τις ελλειμματικές δαπάνες για τη χρηματοδότηση μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας - που στο τέλος ματαίωσε το είδος της εξελικτικής πολιτικής και οικονομικής φιλελευθεροποίησης, που είναι ο πραγματικός δρόμος για την πολιτισμένη πρόοδο.