Πώς συνεργάζονται η κυριαρχία των καταναλωτών και η επιχειρηματικότητα
Άρθρο του Per Bylund για το Mises Institute
Ο καταναλωτής είναι εκείνος που καθορίζει έμμεσα την παραγωγή, ανταμείβοντας ορισμένους επιχειρηματίες με κέρδη και τιμωρώντας άλλους με ζημίες
Στo βιβλίο Human Action, ο Mises (φωτο δεξιά) υποστηρίζει με έμφαση δύο θέσεις που είναι φαινομενικά αντιφατικές. Από τη μία πλευρά, έχει σαφώς την άποψη ότι η παραγωγή, και ιδίως η επιχειρηματική παραγωγή από τους πρωτοπόρους, είναι η «κινητήρια δύναμη» της οικονομίας. Όμως, από την άλλη, υποστηρίζει ότι οι καταναλωτές είναι κυρίαρχοι στο να καθορίζουν το τι πρέπει να παράγεται για αυτούς. Οι επιχειρηματίες, γράφει ο Mises,
υποχρεούνται να υπακούουν άνευ όρων στις εντολές του καπετάνιου. Ο καπετάνιος είναι ο καταναλωτής. Ούτε οι επιχειρηματίες, ούτε οι γαιοκτήμονες, ούτε οι καπιταλιστές καθορίζουν τι πρέπει να παραχθεί. Οι καταναλωτές το κάνουν αυτό. (σελ. 270)
Ο Mises διευκρινίζει, ξεκάθαρα, ότι «οι επιχειρηματίες, οι καπιταλιστές και οι γαιοκτήμονες έχουν δεμένα τα χέρια τους. Υποχρεούνται να ευθυγραμμίζουν τις ενέργειές τους με τις εντολές του αγοραστικού κοινού» (σελ. 271). Η αγορά είναι μια μορφή δημοκρατίας χωρίς τον κανόνα της πλειοψηφίας ή τον κανόνα «ο νικητής παίρνει όλα», όπου καμία «ψήφος» δεν είναι ασήμαντη, αλλά κάθε δεκάρα μετράει στην από κοινού διεύθυνση της παραγωγής από τους καταναλωτές.
Ωστόσο, περίπου πενήντα σελίδες αργότερα, ο Mises επιστρέφει στη σημασία των επιχειρηματιών. Δηλώνει:
Η κινητήριος δύναμη της διαδικασίας της αγοράς δεν παρέχεται ούτε από τους καταναλωτές ούτε από τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής - γης, κεφαλαιουχικών αγαθών και εργασίας - αλλά από την παρώθηση και την κερδοσκοπία των επιχειρηματιών. (σελ. 325)
Οι απόψεις του φαίνονται αντιφατικές, γιατί η επιχειρηματικότητα δεν μπορεί να είναι η αληθινή «κινητήριος δύναμη» στη λειτουργία της αγοράς εάν ταυτόχρονα υπακούει «άνευ όρων» στους καταναλωτές. Ο Mises, εξάλλου, δεν υποτιμά τον ρόλο των καταναλωτών στην αγορά. Δηλώνει ότι «υπάρχει… μόνο μία περίπτωση στην οποία η τάξη των ιδιοκτητών δεν υπόκειται πλήρως στην υπεροχή των καταναλωτών. Οι μονοπωλιακές τιμές αποτελούν παραβίαση της κυριαρχίας των καταναλωτών» (σελ. 271-72). Αλλά επίσης δεν μειώνει το ρόλο της επιχειρηματικότητας στη λειτουργία της αγοράς.
Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν το γεγονός ότι οι αναγνώστες του Human Action μπορεί να βρουν ότι η θέση του Mises τους προκαλεί σύγχυση. Ο Murray Rothbard διαφώνησε με τον όρο «κυριαρχία των καταναλωτών» , αναφερόμενος σε αυτόν ως « μεταφορική διάκριση », και υποστήριξε ότι ήταν παραπλανητικός. Ωστόσο, είτε κάποιος συμφωνεί είτε όχι με τη χρήση του όρου, είναι σημαντικό να ασχοληθούμε με αυτήν τη φαινομενική αντίφαση και με αυτό που προσπάθησε να πει ο Mises. Ο Bob Murphy έχει κάνει εξαιρετική δουλειά προς το σκοπό αυτό, τόσο για να εξηγήσει τι εννοούσε ο Mises, όσο και για να τεκμηριώσει τη διαφωνία του Rothbard . Αλλά νομίζω ότι η εξήγηση είναι απλούστερη από αυτήν που παρουσιάζει ο Bob.
Mises, Hutt και Κλασικά Οικονομικά
Ο Mises δανείστηκε τον όρο κυριαρχία των καταναλωτών από τον οικονομολόγο W.H. Hutt (1899–1988), ο οποίος ήταν δια βίου υποστηρικτής των κλασικών οικονομικών και περιέγραφε τον εαυτό του ως κλασικό οικονομολόγο . Στην πραγματικότητα, ο όρος που επινόησε ήταν μια αναδιατύπωση του πρωτείου του ατόμου του Mill με σκοπό να αντανακλά την αυξημένη σημασία του καταναλωτή στις ανεπτυγμένες αγορές. Για τον Hutt, όπως και για τους περισσότερους κλασικούς οικονομολόγους, το loi des débouchés του Say, που δηλώνει ότι η προσφορά κάποιου στην οικονομία αποτελεί την ικανότητα του για ζήτηση, ήταν ένα θεμελιώδες γεγονός. Έτσι, όλοι μας έχουμε δύο ρόλους στην αγορά, ως παραγωγοί και καταναλωτές:
ως παραγωγός είναι υπηρέτης της κοινότητας. Πρέπει να αξιοποιήσει τον εαυτό του, την ιδιοκτησία του, και τον εξοπλισμό που διαθέτει, για να παράγει αυτό που θέλει η κοινότητα, αλλιώς δεν θα λάβει τίποτα με τη μορφή των αξιώσεών του επί των άλλων, ως αντάλλαγμα. Ως καταναλωτής, δίνει εντολές σε άλλους παραγωγούς (Hutt, 1990, σελ. 257–58).
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τι εννοεί ο Hutt, πρέπει να αναγνωρίσουμε πώς οι κλασικοί οικονομολόγοι κατανοούσαν την πλευρά της ζήτησης στην οικονομία. Αυτό συνοψίζεται περίφημα στην απόρριψη του Μάλθους από τον Ρικάρντο : «Οι άνθρωποι απλά σφάλλουν στις παραγωγικές τους ενέργειες, δεν υπάρχει έλλειψη ζήτησης» Το τελευταίο κομμάτι της πρότασης προκύπτει από το γεγονός ότι μόνο οι καταναλωτές αποφασίζουν πότε και πώς απαιτούν (ή όχι) τα προϊόντα που προσφέρονται προς πώληση. Ο σκοπός της παραγωγής είναι να ικανοποιήσει τις επιθυμίες των καταναλωτών, οι οποίοι δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι σφάλλουν στις επιθυμίες τους.
Το οικονομικό πρόβλημα είναι το πώς θα διαρθρωθεί και θα διαμορφωθεί η παραγωγή έτσι, ώστε να ικανοποιεί σωστά τις επιθυμίες των καταναλωτών. Καθώς η παραγωγή προηγείται της κατανάλωσης, η απόφαση να παράγει κανείς, και η αφιέρωση των πόρων του σε μια συγκεκριμένη γραμμή παραγωγής, πρέπει να συμβούν πριν γίνει γνωστή η ζήτηση των καταναλωτών. Είναι αυτή η αβεβαιότητα για το κατά πόσον τα παραγόμενα προϊόντα μπορούν να πωληθούν σε τιμές υψηλότερες από το κόστος, το στοιχείο που βαρύνει τους επιχειρηματίες. Οποιαδήποτε αναντιστοιχία μεταξύ της παραγωγής που έχουν αναλάβει και της ζήτησης αυτών των αγαθών αποτελεί επιχειρηματικό σφάλμα.
Ένας επιχειρηματίας που υφίσταται ζημίες δεν μπορεί να κατηγορήσει τους καταναλωτές για το ότι δεν θέλουν να πληρώσουν την προτιμώμενη τιμή που ζητά για τα παραχθέντα προϊόντα του. Αυτή η παραγωγή ήταν μια σπατάλη παραγωγικών πόρων που θα μπορούσαν να έχουν αποδώσει καλύτερα αλλού. Ο επιχειρηματίας έσφαλλε κατά την παραγωγή του.
Κεϋνσιανή πλύση εγκεφάλου
Αυτό που αναφέρθηκε προηγουμένως θα έπρεπε να ακούγεται προφανές, αλλά για πολλούς δεν είναι. Σε αυτούς τους κεϋνσιανούς καιρούς που ζούμε, η λειτουργία της οικονομίας παρεξηγείται συστηματικά. Ο συνήθης ισχυρισμός είναι ότι η αύξηση των δαπανών με κάποιον τρόπο έλκει περισσότερα αγαθά από τους παραγωγούς. Αλλά αυτό είναι σαν να βάζουμε το κάρο μπροστά από το άλογο, καθώς οι δαπάνες μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο για προϊόντα που έχουν ήδη παραχθεί.
Οι καταναλωτές με χρήματα που μπορούν να ξοδέψουν σήμερα, δεν μεταφράζονται σε αυξημένη ζήτηση για προϊόντα που βρίσκονται σε εξέλιξη, αλλά δεν θα προσφέρονται προς πώληση παρά μέχρι αύριο. Στην άκρως εξειδικευμένη οικονομία μας, πολλά από τα αγαθά που θεωρούμε ότι είναι προς πώληση, είναι το αποτέλεσμα πολυετούς παραγωγικής προσπάθειας μέσω πολλών σταδίων παραγωγής. Δεν είναι δυνατόν να αυξηθεί η παραγωγή (κι ακόμη λιγότερo, η παραγωγικότητα) παρέχοντας στους καταναλωτές φρεσκο-τυπωμένα χρήματα, όμως κάτι τέτοιο θα επηρεάσει τις τιμές και τις επενδύσεις και, ως εκ τούτου, θα στρεβλώσει την κεφαλαιακή διάρθρωση.
Το γεγονός ότι η παραγωγή προηγείται και διευκολύνει την κατανάλωση, η οποία ήταν κεντρικής σημασίας κατά την άποψη των κλασικών οικονομολόγων, συνήθως αγνοείται από τους σύγχρονους οικονομολόγους. Όπως σημειώνει ο μελετητής της κλασικής οικονομίας, Steve Kates , οι σύγχρονοι οικονομολόγοι (και οι μη οικονομολόγοι) έχουν υποστεί τόση πλύση εγκεφάλου από τον κεϋνσιανό τρόπο οικονομικής (μη) σκέψης, που οι περισσότεροι δεν μπορούν καν να καταλάβουν το νόημα της κλασικής οικονομικής θεωρίας. Το ίδιο ισχύει και για τη αναφορά στην κυριαρχία των καταναλωτών από τον Hutt και, ως εκ τούτου, από τον Mises.
Το νόημα της «κυριαρχίας των καταναλωτών»
Οι καταναλωτές ασκούν την κυριαρχία τους εντός του περίπλοκου συστήματος παραγωγής της αγοράς. Καθώς η παραγωγή πραγματοποιείται για χάρη του κέρδους, είναι η έγκριση των καταναλωτών για τις επιχειρήσεις παραγωγής των επιχειρηματιών – με το να αγοράζουν τα προϊόντα που προσφέρονται προς πώληση - που καθορίζει ποια παραγωγή ανταμείβεται και ποια τιμωρείται. Δεν υπάρχει καμία δομή ή ιεραρχία σε αυτό το ζήτημα: «Ο καταναλωτής είναι σε θέση να δώσει στις ιδιορρυθμίες του και στα γούστα του την απόλυτη κυριαρχία.» (σελ. 271). Αυτός είναι, στην πραγματικότητα, ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να γνωρίζουν το αποτέλεσμα των προσπαθειών της παραγωγής τους, το γιατί είναι αβέβαιες.
Ένας άλλος λόγος είναι ότι οι επιχειρηματίες ανταγωνίζονται μεταξύ τους στα εγχειρήματά τους, και μ’ αυτόν τον τρόπο καθορίζουν τις τιμές των συντελεστών παραγωγής. Ενώ αυτό διευκολύνει τον οικονομικό υπολογισμό, όπως ισχυρίστηκε, ως γνωστόν, ο Mises, συμβάλλει επίσης στην αβεβαιότητα που βαρύνει τους επιχειρηματίες: τα κέρδη δεν κερδίζονται επειδή απλά ικανοποίησαν τις επιθυμίες των καταναλωτών, αλλά επειδή το έκαναν καλύτερα από άλλους επιχειρηματίες. Η αβεβαιότητα της μελλοντικής κατάστασης της αγοράς έγκειται τόσο στη ζήτηση όσο και στην προσφορά της.
Αυτό που κάνει ο καταναλωτής είναι να εξετάζει απλώς τις επιλογές του και να παίρνει την απόφασή του να αγοράσει (ή όχι) με βάση αυτό που του προσφέρεται προς πώληση. Πάνω σ’ αυτήν την απόφαση, οι επιχειρηματίες δεν έχουν καμία επιρροή: μπορούν μόνο να φροντίσουν να παρέχουν την καλύτερη δυνατή προσφορά. Σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι που ο καταναλωτής ασκεί την κυριαρχία του - ανταμείβοντας τον επιχειρηματία που προσφέρει αγαθά και υπηρεσίες που τον εξυπηρετούν επαρκώς. Και ο καταναλωτής τον ανταμείβει σε όποια βάση επιθυμεί.
Όπως το θέτει ο Mises:
Κάθε απόκλιση από τις γραμμές που ορίζει η ζήτηση των καταναλωτών χρεώνει τον λογαριασμό τους (ενν. των επιχειρηματιών). Η παραμικρή απόκλιση, είτε προκλήθηκε σκόπιμα είτε από λάθος, κακή κρίση ή αναποτελεσματικότητα, περιορίζει τα κέρδη τους ή τα εξαφανίζει. Μια πιο σοβαρή απόκλιση οδηγεί σε απώλειες και συνεπώς βλάπτει ή απορροφά πλήρως τον πλούτο τους. Οι καπιταλιστές, οι επιχειρηματίες και οι γαιοκτήμονες μπορούν να διατηρήσουν και να αυξήσουν τον πλούτο τους μόνο εκπληρώνοντας καλύτερα τις εντολές των καταναλωτών. Δεν είναι ελεύθεροι να ξοδέψουν χρήματα τα οποία οι καταναλωτές δεν είναι διατεθειμένοι να τους χορηγήσουν πληρώνοντας περισσότερα χρήματα για τα προϊόντα τους. (σελ. 271)
Συνεπώς, ο καταναλωτής καθορίζει έμμεσα την παραγωγή, ανταμείβοντας ορισμένους επιχειρηματίες με κέρδη και τιμωρώντας άλλους με ζημίες. Ο καταναλωτής μόνος του λαμβάνει αυτήν την απόφαση -αν και υπόκειται σε οτιδήποτε επιτρέπει να επηρεάσει τη συμπεριφορά του- και υπό αυτήν την έννοια είναι κυρίαρχος. Και το αποτέλεσμα είναι να προσδιορίζουν έμμεσα τη δομή της παραγωγής, οι καταναλωτές συνολικά, απομακρύνοντας τους επιχειρηματίες (και τις γραμμές παραγωγής τους) που δεν είναι αρκετά πολύτιμοι.
Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι η κινητήριος δύναμη της αγοράς είναι η επιχειρηματικότητα. Ο καταναλωτής δεν μπορεί να εκμαιεύσει αγαθά από τους παραγωγούς και δεν εκδίδει διατάγματα σε πρόθυμους παραγωγούς που στη συνέχεια ξεκινούν να πραγματοποιούν επενδύσεις σε συγκεκριμένες γραμμές παραγωγής. Οι επιχειρηματίες αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες στην παραγωγή και δημιουργούν τα προϊόντα από τα οποία επιλέγουν οι καταναλωτές, ελπίζοντας ότι έχουν εκτιμήσει με ακρίβεια τις επιθυμίες τους.
Χωρίς τους επιχειρηματίες να φαντάζονται τη μελλοντική κατάσταση της αγοράς και να στοχεύουν, μέσω των επενδύσεών τους στην παραγωγή, στο να να ικανοποιήσουν τους καταναλωτές, θα υπήρχαν από ελάχιστα έως τίποτα για να επιλέξουν οι καταναλωτές. Ο λόγος για τον οποίο οι καταναλωτές μπορούν να ασκήσουν την κυριαρχία τους είναι ότι οι επιχειρηματίες έχουν ήδη επωμιστεί την αβεβαιότητα της παραγωγής για να καταστήσουν τα αγαθά τους διαθέσιμα προς πώληση.
Ο Per Bylund είναι επίκουρος καθηγητής επιχειρηματικότητας και Καθηγητής Ελεύθερου Επιχειρείν στη Σχολή Επιχειρηματικότητας στο Πανεπιστήμιο της Οκλαχόμα.