Μήπως τελικά η δουλεία είναι η φυσική κατάσταση της ανθρωπότητας;
Άρθρο του Rob Jeknins, που δημοσιεύτηκε στις 23/10/2023 από το Brownstone Institute. Χρόνος ανάγνωσης 5'
Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι, καθώς οι συμπολίτες μας παραδέρνουν ανέμελα στον δρόμο προς τη δουλεία, παίρνουν κι εμάς τους υπόλοιπους μαζί τους. Γιατί, δεν μπορούμε να έχουμε μια χώρα στην οποία κάποιοι θα επιτρέπεται να ζουν ελεύθερα, αναλαμβάνοντας τους συνακόλουθους κινδύνους, ενώ κάποιοι άλλοι θα έχουν την «εγγύηση» μιας ζωής απαλλαγμένης από τέτοιες αποφάσεις και ευθύνες.
Στα μέσα του 20ου αιώνα, ο οικονομολόγος Φρίντριχ φον Χάγιεκ προειδοποίησε ότι η άνοδος των κεντρικά σχεδιασμένων οικονομιών -είτε με τη μορφή του σοσιαλισμού/κομμουνισμού είτε του φασισμού, που υποστήριξε ότι έχουν κοινές ρίζες- μας οδηγούσε όλους (ξανά) «στον δρόμο προς τη δουλεία».
Ο όρος «δουλεία», φυσικά, παραπέμπει στο φεουδαρχικό σύστημα που, με τη μια ή την άλλη μορφή, κυριάρχησε στον ανθρώπινο πολιτισμό για χιλιάδες χρόνια. Οι απλοί άνθρωποι, οι «δουλοπάροικοι», έκαναν το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς που διατηρούσε την κοινωνία λειτουργική, και στη συνέχεια παρέδιδαν μεγάλο μέρος των καρπών του κόπου τους σε μια ισχυρή κεντρική κυβέρνηση, που συνήθως εκπροσωπείτο από έναν «ευγενή» (δηλ. ένα μέλος της ελίτ τάξης) σε αντάλλαγμα για μια σχετική ειρήνη και ασφάλεια.
Αυτό το σύστημα τελικά εκτοπίστηκε από την άνοδο της φιλελεύθερης δημοκρατίας κατά την Εποχή του Διαφωτισμού - ένα πείραμα που κρατάει 300 χρόνια, και που έφερε στη Δύση, και σε άλλα μέρη του κόσμου όπου την έχουν ενστερνιστεί, μια ελευθερία και ευημερία που δεν έχει εμφανιστεί ξανά στην ανθρώπινη ιστορία.
Μήπως όμως αυτή η αρκετά πρόσφατη εξέλιξη σημαίνει, όπως είπε ο Πρόεδρος George W. Bush σε μια ομιλία του ενώπιον του Εμπορικού Επιμελητηρίου των ΗΠΑ το 2003, ότι «η ελευθερία είναι ο σχεδιασμός της φύσης…η κατεύθυνση της ιστορίας» ; Είναι αλήθεια ότι «κάθε καρδιά λαχταρά να είναι ελεύθερη;»
Κάποτε το πίστευα. Τώρα, δεν είμαι τόσο σίγουρος.
Μπορούμε βεβαίως να επισημάνουμε χώρες όπως το Αφγανιστάν και το Ιράκ, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους προσπάθησαν να «απελευθερώσουν» τους λαούς τους, μόνο για να επιστρέψουν εκείνοι στις προαιώνιες μάχες για την εξουσία και στον φυλετισμό των πολέμαρχων - ουσιαστικά, σε μια μορφή δουλοπαροικίας - μόλις αποσύρθηκαν οι δυτικές δυνάμεις. Άραγε αυτοί οι άνθρωποι λαχταρούν πραγματικά την ελευθερία, τη δημοκρατία; Τότε γιατί δεν τα έχουν;
Ωστόσο το πρόβλημα στην πραγματικότητα εμφανίζεται πολύ πιο κοντά στα σπίτια μας. Είμαι πεπεισμένος ότι μια μεγάλη και αυξανόμενη μειοψηφία ανθρώπων σε αυτή τη χώρα, ειδικά μεταξύ των νέων, δεν θέλουν πραγματικά την ελευθερία — σίγουρα όχι για τους άλλους, αλλά τελικά ούτε για τον εαυτό τους. Αναλογιστείτε την πρόσφατη δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Buckle , στην οποία το 51% των φοιτητών υποστήριξε τους κώδικες ορθής έκφρασης στην πανεπιστημιούπολη, ενώ το 45% συμφώνησε ότι η βία ήταν δικαιολογημένη αν εμπόδιζε τους ανθρώπους να εκφράσουν «ρητορική μίσους».
Ή σκεφτείτε πόσοι άνθρωποι ψηφίζουν σχεδόν αποκλειστικά τους πολιτικούς που τους υπόσχονται τα περισσότερα δωρεάν πράγματα, χωρίς προφανή περίσκεψη ή ανησυχίες σχετικά με το τι μπορεί να κοστίσουν τα «δωρεάν πράγματά» τους στους άλλους — ή ακόμα και στους ίδιους, μακροπρόθεσμα.
Κατόπιν σκεφτείτε πώς συμπεριφέρθηκαν οι άνθρωποι σε αυτή τη χώρα, και αλλού, τα τελευταία τρία και πλέον χρόνια — όμως προτρέχω. Θα επανέλθω σε αυτό το σημείο σε λίγο.
Παρατήρησα για πρώτη φορά αυτήν την προφανή προθυμία να ανταλλάξω την ελευθερία με μια σχετική ευκολία και ασφάλεια, στο ατομικό επίπεδο, πριν από περίπου 22 χρόνια. Εκείνη την εποχή, την ακαδημαϊκή μου μονάδα διηύθυνε ένας κοσμήτορας με -λίγο πολύ- απόλυτη εξουσία. Τουλάχιστον, είχε τον τελευταίο λόγο για όλα όσα συνέβαιναν στην μονάδα, από τα συγγράμματα μέχρι τα χρονοδιαγράμματα της διδασκαλίας και τα προγράμματα σπουδών.
Τα μέλη του προσωπικού της σχολής, όπως ήταν αναμενόμενο, ισχυρίστηκαν ότι απεχθάνονταν αυτή τη ρύθμιση. Κατήγγειλαν συνεχώς τη «άνωθεν δομή» και παραπονούνταν ότι δεν είχαν λόγο σε τίποτα. Απαίτησαν να ακουστούν, σύμφωνα με την αρχή της «κοινής διακυβέρνησης».
Έτσι η ανώτερη διοίκηση τους έδωσε αυτό που ήθελαν. Ο κοσμήτορας μετατέθηκε σε μια άλλη θέση, και στη θέση του τοποθετήθηκε μια επιτροπή εκλεγμένων μελών των οποίων η δουλειά ήταν, συλλογικά, να λαμβάνουν όλες τις αποφάσεις που έπαιρνε προηγουμένως ο κοσμήτορας.
Μπορείτε να μαντέψετε τι συνέβη στη συνέχεια; Μέσα σε ένα χρόνο, το προσωπικό της σχολής γκρίνιαζε για το νέο σύστημα. Παραπονούνταν ότι ένιωθαν ξεκρέμαστοι. Δεν υπήρχε κανένας στον οποίο μπορούσαν να απευθυνθούν και να έχει την εξουσία να παίρνει γρήγορες αποφάσεις. Και το έργο της συλλογικής λήψης αυτών των αποφάσεων - υπηρετώντας σε επιτροπές και υποεπιτροπές - ήταν κουραστικό, άχαρο και χρονοβόρο.
Η ουσία είναι ότι η μεγάλη ελευθερία συνοδεύεται από μεγάλη ευθύνη. Η αυτονομία θέλει σκληρή δουλειά. Πρέπει να είσαι πρόθυμος να αποτύχεις και να αναλάβεις το φταίξιμο για την αποτυχία σου, και μετά να μαζέψεις τα κομμάτια σου και να ξεκινήσεις από την αρχή. Αυτό είναι ψυχικά και συναισθηματικά εξαντλητικό. Είναι πολύ πιο εύκολο να αφήνεις τους άλλους να παίρνουν αποφάσεις για σένα. Κάνε αυτό που σου λένε, με τη σιγουριά ότι όλα θα πάνε καλά.
Κάτι που μας φέρνει πίσω στα τελευταία τρία και πλέον χρόνια, όταν οι άνθρωποι στις δυτικές δημοκρατίες, συνηθισμένοι να ζουν με ένα πρωτοφανές επίπεδο πολιτικής ελευθερίας, την παρέδωσαν με προθυμία. Έμειναν πειθήνια στο σπίτι, κάλυψαν τα πρόσωπά τους, απέφυγαν φίλους και γείτονες, ξέχασαν τις διακοπές τους, ακύρωσαν γιορτές και έκαναν ουρά για την επόμενη «ενισχυτική» δόση τους—όλα σε αντάλλαγμα μιας υπόσχεσης ότι, αν τα έκαναν όλα αυτά, θα ήταν ασφαλείς από έναν εξαιρετικά μολυσματικό αναπνευστικό ιό.
Το γεγονός ότι, ακόμη και με όλες αυτές τις «επεμβάσεις», δεν ήταν ασφαλείς από μια ως επί το πλείστον ήπια ασθένεια, από την οποία σχεδόν όλοι προσβλήθηκαν, είναι πραγματικά εκτός θέματος. Δεν είναι ότι οι φόβοι τους ήταν εντελώς αβάσιμοι. Σε αυτόν τον -όχι επουράνιο- κόσμο, οι κίνδυνοι είναι αναμφίβολα πραγματικότατοι. Τα ερωτήματα είναι:
1) μπορούμε πραγματικά να μετριάζουμε αυτούς τους κινδύνους καταργώντας τις ελευθερίες μας, και
2) ακόμα κι αν μπορούμε, αξίζει τον κόπο;
Τοποθετήστε με ανάμεσα στους, ολοένα και πιο λίγους, που δηλώνουν ότι η απάντηση στην τελευταία, τουλάχιστον, ερώτηση είναι «όχι». Η κύρια δουλειά μιας κυβέρνησης είναι να μας προστατεύει από τις ξένες εισβολές και το εγχώριο έγκλημα. Πέρα από αυτά, είμαι στην ευχάριστη θέση να αναλάβω τυχόν κινδύνους που σχετίζονται με τη ζωή μου ως ελεύθερος άνθρωπος, και αυτό περιλαμβάνει το να παίρνω αυτοπροσώπως τις αποφάσεις που με αφορούν, ιατρικές ή άλλες.
Ωστόσο, φαίνεται ότι ένας μεγάλος και αυξανόμενος αριθμός συμπολιτών μου δεν αισθάνεται πλέον το ίδιο. Δεν θέλουν την ευθύνη που σχετίζεται με αυτόν τον βαθμό ελευθερίας. Θα προτιμούσαν να έχουν την υπόσχεση της ασφάλειας. Είναι πολύ πιθανό, όπως μας υπενθύμισε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, πριν από περισσότερα από 200 χρόνια, να καταλήξουν να μην έχουν τίποτε απ’ τα δύο.
Ωστόσο, το χειρότερο δεν είναι αυτό. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι, καθώς παραδέρνουν ανέμελα στον δρόμο προς τη δουλεία, παίρνουν και εμάς τους υπόλοιπους μαζί τους. Γιατί, δεν μπορούμε να έχουμε μια χώρα στην οποία κάποιοι θα επιτρέπεται να ζουν ελεύθερα, σύμφωνα με τα δικά τους φώτα, αναλαμβάνοντας τους συνακόλουθους κινδύνους, ενώ κάποιοι άλλοι θα έχουν την «εγγύηση» μιας ζωής απαλλαγμένης από τέτοιες αποφάσεις και ευθύνες.
Για να παραφράσουμε (ελαφρώς) τον Αβραάμ Λίνκολν, από την κομβική ομιλία του, «House Divided» (1858), ένα έθνος δεν μπορεί να μακροημερεύσει όντας κατά το ήμισυ υπόδουλο και κατά το ήμισυ ελεύθερο. Τελικά, θα γίνει ολόκληρο είτε το ένα, είτε το άλλο.
Και θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε - πάλι απηχώντας τον μεγάλο απελευθερωτή Λίνκολν: προς τι από τα δύο τείνουμε;
Ο Rob Jenkins είναι αναπληρωτής καθηγητής Αγγλικών στο Georgia State University – Perimeter College και Υπάλληλος Ανώτατης Εκπαίδευσης στο Campus Reform. Είναι συγγραφέας ή συν-συγγραφέας έξι βιβλίων, συμπεριλαμβανομένων των Think Better, Write Better, Welcome to My Classroom και The 9 Virtues of Exceptional Leaders. Εκτός από το Brownstone και το Campus Reform, έχει γράψει για τα Townhall, The Daily Wire, American Thinker, PJ Media, The James G. Martin Centre for Academic Renewal και The Chronicle of Higher Education.