«Αυστριακοί» έναντι Νεοκλασικών για τα μονοπώλια
Άρθρο του J.W. Rich, δημοσιευμένο στις 28/7/2022 από το Mises Institute
Οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι έχουν μια άκαμπτη άποψη για τους μονοπωλιακούς παραγωγούς. Οι Αυστριακοί αναγνωρίζουν ότι τα μόνα μονοπώλια που δημιουργούν προβλήματα έχουν τροφοδοτηθεί από την κρατική παρέμβαση
Το μονοπώλιο θεωρείται συχνά ως μία από τις σοβαρότερες και πιο ανησυχητικές εκδηλώσεις της αποτυχίας της αγοράς. Στη νεοκλασική παράδοση, η ύπαρξη ενός μονοπωλητή σε μια αγορά θεωρείται γενικά ως επαρκής δικαιολογία για την κρατική παρέμβαση, ώστε να σταματήσει η εκμεταλλευτική δράση του μονοπωλητή. Η αυστριακή παράδοση, ωστόσο, παραμένει ιστορικά επιφυλακτική απέναντι σε αυτό το υποτιθέμενο πρόβλημα του μονοπωλίου.
Δύο από τους πιο παραγωγικούς θεωρητικούς της αυστριακής σχολής, ο Murray Rothbard και ο Israel Kirzner, έχουν οι ίδιοι διατυπώσει αντιρρήσεις για τη νεοκλασική αντίληψη περί μονοπωλίου. Αν και επιτίθενται με διαφορετικό τρόπο στην παραδοσιακή αντίληψη περί μονοπωλίου, τα επιχειρήματά τους είναι εντέλει συμβατά και προσφέρουν μια εναλλακτική προοπτική σε αυτό το σημαντικό οικονομικό ζήτημα.
Κατ' αρχάς, θα πρέπει να αναλύσουμε εν συντομία το νεοκλασικό μονοπωλιακό μοντέλο, προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τις κριτικές του Kirzner και του Rothbard. Το τυπικό κλασσικό μονοπωλιακό υπόδειγμα προϋποθέτει μια αγορά που έχει μόνο έναν παραγωγό ενός αγαθού. Λόγω της θέσης του, αυτός ο παραγωγός είναι σε θέση να αυξήσει την τιμή του αγαθού σε υψηλότερη «μονοπωλιακή τιμή» και να αποκομίσει μεγαλύτερα κέρδη από αυτά που θα είχε επιτύχει στην ανταγωνιστική αγορά.
Με τεχνικούς όρους, αντί να παράγει στο κοινωνικά βέλτιστο σημείο, όπου η ζήτηση ισούται με το οριακό κόστος, το μονοπώλιο αυξάνει τις τιμές του στο σημείο όπου το οριακό έσοδο ισούται με το οριακό κόστος. (Στον λεγόμενο τέλειο ανταγωνισμό, η ζήτηση ισούται με το οριακό έσοδο.) Ως αποτέλεσμα αυτού του ύπουλου τεχνάσματος, τα κέρδη του αυξάνονται σημαντικά, ενώ δημιουργείται μια καθαρή ζημία, μειώνοντας έτσι τη συνολική κοινωνική ευημερία.
Η παραδοσιακή συνταγή για το μονοπωλιακό πρόβλημα είναι το κράτος να αναγκάσει το μονοπώλιο να συμμορφωθεί, θεσπίζοντας ανώτατα όρια τιμών, «εθνικοποιώντας» ή «κοινωνικοποιώντας» το μονοπώλιο στην περίπτωση ενός «φυσικού μονοπωλίου», ή διαλύοντας το μονοπώλιο σε μικρότερες εταιρείες και δημιουργώντας μια ανταγωνιστική αγορά από τα απομεινάρια του.
Τι έχουν να απαντήσουν οι Αυστριακοί στην εικόνα του μονοπωλίου που παρουσιάστηκε παραπάνω; Στο έργο του Competition and Entrepreneurship, ο Kirzner αμφισβητεί την ιδέα ότι ένας μοναδικός παραγωγός σε μια αγορά αποτελεί εγγενώς λόγο ανησυχίας:
«Μονοπώλιο [...] σε μια αγορά χωρίς κρατικά εμπόδια στην είσοδο προς αυτή, σημαίνει για εμάς τη θέση ενός παραγωγού του οποίου ο αποκλειστικός έλεγχος των απαραίτητων εισροών εμποδίζει την ανταγωνιστική είσοδο στην παραγωγή του προϊόντος του. Το μονοπώλιο δεν αναφέρεται επομένως στη θέση ενός παραγωγού που, χωρίς κανέναν έλεγχο επί των πόρων, τυχαίνει να είναι ο μοναδικός παραγωγός ενός συγκεκριμένου προϊόντος. Ο παραγωγός αυτός υπόκειται πλήρως στην ανταγωνιστική διαδικασία της αγοράς, αφού οι άλλοι επιχειρηματίες είναι απολύτως ελεύθεροι να τον ανταγωνιστούν.»
Ο Kirzner υποστηρίζει ότι η νεοκλασική θεώρηση του μονοπωλίου οδηγεί στο εξής ερώτημα: Γιατί ένας μοναδικός παραγωγός ενός αγαθού είναι αναγκαστικά κακός; Εξάλλου, δεν θα μπορούσε ο μονοπωλητής στο νεοκλασικό υπόδειγμα να είναι απλώς πιο αποτελεσματικός από κάθε άλλον παραγωγό στην αγορά σε βαθμό που να εκτοπίζει όλο τον ανταγωνισμό;
Αν αυτό συνέβαινε, τότε γιατί θα θέλαμε ποτέ το κράτος να διαλύσει την επιχείρησή του, ή να τον αναγκάσει να την λειτουργήσει διαφορετικά; Η αποτελεσματικότητα του κόστους και η παραγωγικότητά του ωφελούν σαφώς τον καταναλωτή! Αν μη τι άλλο, το μονοπώλιο θα έπρεπε να λέει στο κράτος πώς να λειτουργεί καλύτερα τις επιχειρήσεις του! Η διάλυση μιας τέτοιας επιχείρησης θα ήταν σίγουρα επιζήμια για τους καταναλωτές και θα πήγαινε ενάντια στις προτιμήσεις τους.
Η άποψη του Kirzner είναι ότι οι νεοκλασικές ανησυχίες σχετικά με ένα μονοπώλιο που ενεργεί με κοινωνικά αναποτελεσματικό τρόπο αποτελούν πρόβλημα μόνο εάν το μονοπώλιο δεν αντιμετωπίζει το φόβο της εισόδου άλλων ανταγωνιστών στην αγορά. Εάν δεν έχει την αποκλειστική κυριότητα όλων των απαραίτητων εισροών για ένα προϊόν, τότε δεν μπορεί να αυξήσει αυθαίρετα τις τιμές του, καθώς οι επιχειρηματίες θα εισέλθουν στην αγορά για να τον ανταγωνιστούν. Αν δεν έχει το μονοπώλιο επί των εισροών* ενός αγαθού (σ.σ. των πόρων για την παραγωγή του), ο μονοπωλητής δεν είναι σε καλύτερη θέση να επιτύχει μονοπωλιακή τιμή από οποιονδήποτε άλλο παραγωγό σε οποιαδήποτε άλλη αγορά.
Ο Rothbard, ωστόσο, υιοθετεί μια ακόμη πιο σκληρή γραμμή κατά του νεοκλασικού μοντέλου. Στο βιβλίο του Man, Economy, and State, ο Rothbard θέτει υπό αμφισβήτηση ολόκληρη την ιδέα μιας «μονοπωλιακής τιμής» που διακρίνεται από μια ανταγωνιστική τιμή της αγοράς:
«Ωστόσο, αν αναλύσουμε το θέμα προσεκτικά, γίνεται φανερό ότι όλη αυτή η αντίθεση είναι μια ψευδαίσθηση. Στην αγορά, δεν υπάρχει καμία διακριτή, αναγνωρίσιμη ανταγωνιστική τιμή, και επομένως δεν υπάρχει κανένας τρόπος να διακρίνουμε, έστω και εννοιολογικά, οποιαδήποτε δεδομένη τιμή ως "μονοπωλιακή τιμή". Η υποτιθέμενη "ανταγωνιστική τιμή" δεν μπορεί να προσδιοριστεί ούτε από τον ίδιο τον παραγωγό ούτε από τον αδιάφορο παρατηρητή.»
Ο Rothbard προσθέτει:
«Το κρίσιμο ερώτημα είναι το εξής: Είναι η τιμή αγοράς, (0P), μια "ανταγωνιστική τιμή" ή μια "μονοπωλιακή τιμή"; Η απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος να το γνωρίζουμε. Αντίθετα με τις υποθέσεις της θεωρίας, δεν υπάρχει "ανταγωνιστική τιμή" που να είναι σαφώς καθορισμένη κάπου και με την οποία να μπορούμε να συγκρίνουμε την 0P.»
Επειδή δεν υπάρχει τρόπος να γίνει διάκριση μεταξύ μονοπωλιακής και ανταγωνιστικής τιμής, η όλη έννοια της μονοπωλιακής τιμής είναι λειτουργικά άχρηστη. Στην ελεύθερη αγορά, υπάρχει μόνο μία τιμή: η τιμή της αγοράς. Ολόκληρη η έννοια της μονοπωλιακής τιμής σε αντιδιαστολή με την ανταγωνιστική τιμή ορίζεται στρεβλά και ως τέτοια θα πρέπει να απορριφθεί εντελώς.
Αυτές οι δύο προσεγγίσεις του μονοπωλίου έχουν πολύ διαφορετικές οπτικές γωνίες για το ζήτημα. Παρόλα αυτά, είναι απόλυτα συμβατές και αλληλοενισχύονται. Και οι δύο θεωρίες επιτίθενται στη νεοκλασική αντίληψη για διαφορετικούς λόγους. Ο αντίλογος του Kirzner είναι ότι ακόμη και με τους ίδιους τους όρους του νεοκλασικού υποδείγματος, οι φόβοι για μονοπωλιακές τιμές είναι αδικαιολόγητοι. Το μονοπώλιο σε μια αγορά είναι ανησυχητικό μόνο εάν ο εν λόγω μοναδικός παραγωγός έχει επίσης τον αποκλειστικό έλεγχο των εισροών που είναι απαραίτητες για τη δημιουργία αυτού που πουλάει. Ελλείψει αυτού του µονοπωλίου επί των παραγωγικών συντελεστών, οποιοδήποτε µονοπώλιο δεν αποτελεί τελικά λόγο ανησυχίας.
Εκεί που ο Kirzner απορρίπτει τις νεοκλασικές ανησυχίες σχετικά με τη μονοπωλιακή τιμολόγηση, ο Rothbard υπονομεύει την έννοιά της συνολικά. Δεν υπάρχει καθορισμένη μονοπωλιακή τιμή που να αντιπαραβάλλεται με μια ανταγωνιστική τιμή, καθώς στην αγορά υπάρχει μόνο η τιμή της αγοράς. Ως εκ τούτου, ολόκληρη η νεοκλασική εικόνα του μονοπωλίου είναι εξαρχής ασυνάρτητη.
Ο συνδυασμός αυτών των απόψεων οδηγεί σε μια άποψη του νεοκλασικού μονοπωλιακού μοντέλου ως ασυνάρτητου και λειτουργικά άχρηστου: τα συστατικά του δεν είναι σαφώς καθορισμένα και δεν μπορούν να εφαρμοστούν στον πραγματικό κόσμο, και, ακόμη και αν μπορούσαν να εφαρμοστούν, οι φόβοι για το μονοπώλιο δεν είναι καν απαραίτητα παρόντες στη διατύπωση του μοντέλου. Ακόµη και αν το µοντέλο είχε νόηµα, οι ανησυχίες για µονοπωλιακή τιµή είναι αβάσιµες χωρίς αποκλειστικό έλεγχο της παραγωγής. Κατά συνέπεια, ολόκληρο το μοντέλο θα πρέπει να απορριφθεί και να το αφήσουμε πίσω, μαζί με τις αμέτρητες υπόλοιπες οικονομικές πλάνες του παρελθόντος.
Τούτου λεχθέντος, η νεοκλασική θεωρία περί μονοπωλίου δεν είναι ίσως εντελώς άχρηστη. Αποδεικνύει με σαφήνεια την αδυναμία διαφοροποίησης μεταξύ των ανταλλαγών της οικονομίας της αγοράς. Στην ανεμπόδιστη αγορά, υπάρχουν μόνο ανταλλαγές και τιμές, προσφορά και ζήτηση. Με δεδομένο ότι όλοι είναι ελεύθεροι να συναλλάσσονται όπως θέλουν, υπάρχει μόνο η αγορά και η ατέρμονη διαδικασία της προόδου της και της διαρκούς κίνησης προς τα εμπρός.