Πώς η Κίνα έπεισε τους Δυτικούς να αυτοκτονήσουν: το χρονικό μιας μαζικής φρεναπάτης, μέρος B'
Με το να είναι ο κόσμος τόσο άθλια παραπληροφορημένος σχετικά με τον πραγματικό κίνδυνο από την COVID-19, η δημοκρατική λογοδοσία για τα περιοριστικά μέτρα καθίσταται αδύνατη
[...] Οι δημοσιογράφοι πάσχισαν να κατασκευάσουν την πραγματικότητα με τρόπο που να ευχαριστεί το Κ.Κ. Κίνας και τους επενδυτές του, ενώ ταυτόχρονα υπήρξαν ελάχιστα λογικοφανείς για τους μεσοαστούς αναγνώστες τους. Μέχρι σήμερα, αυτό είναι το καλύτερο συμπέρασμα στο οποίο μπόρεσαν να καταλήξουν: Εμφανίστηκε ένας υπερ-ιός, ο οποίος ήταν τόσο θανατηφόρος, που μόνο ο κινεζικός ολοκληρωτισμός μπορούσε να τον σταματήσει. Προκάλεσε ακαριαίο θάνατο στη Γουχάν (αλλά πουθενά αλλού) έως ότου το δίμηνο lockdown της επαρχίας Γουχάν (σ.σ. μόλις το 5% της Κίνας) από τον Σι Τζινπίνγκ τον εξάλειψε από όλη την Κίνα (αλλά από πουθενά αλλού), ενώ μια σταθερή σειρά «μεταλλάξεων» απαιτεί πλέον μέτρα καραντίνας επ’ αόριστον.
Ο ρόλος των μέσων μαζικής παραπληροφόρησης
Η υποβάθμιση και η καταστολή, εκ μέρους των δημοσιογράφων, οποιασδήποτε πληροφορίας έρχεται σε αντίθεση με αυτό το αφήγημα επιστημονικής φαντασίας έχει αφήσει όσους τους εμπιστεύονται να νιώθουν μπερδεμένοι και φοβισμένοι, αντιμέτωποι με έναν φαινομενικά ανίκητο ιό με ανεξήγητα χαρακτηριστικά και μια παγκόσμια κρίση που δεν έχει λογική. «Η επιστήμη» αλλάζει συνεχώς, μερικές φορές εν μία νυκτί. Πρώτα, τον Μάρτιο του 2021, τα εμβολιασμένα άτομα έπρεπε να φορούν δύο μάσκες, μετά τον Μάιο δεν χρειάζονταν μάσκες, μετά τον Ιούλιο ξαφνικά χρειάζονταν ξανά μάσκες. «Επιστήμη». Στις αρχές του 2021, καθώς τα εμβόλια έγιναν ευρέως διαθέσιμα, οι επιστήμονες και τα μέσα ενημέρωσης εισήγαγαν την έννοια των «μεταλλάξεων/παραλλαγών», δικαιολογώντας ολοένα και περισσότερους περιορισμούς. Η δημοσιογραφικές απεικονίσεις που προέκυψαν δεν ήταν μόνο επιβλαβείς και παραπλανητικές, αλλά εγγενώς αντιφατικές και νέτα σκέτα κακές.
Για παράδειγμα, όλο το καλοκαίρι του 2020, τα μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των New York Times , Washington Post, Wired και Vanity Fair , υποστήριζαν ότι το μυστικό της επιτυχίας της Ιαπωνίας ήταν η εκτεταμένη χρήση μάσκας. Η χρήση μάσκας και η κοινωνική αποστασιοποίηση (sic) αυξήθηκαν, ωστόσο ο αριθμός των κρουσμάτων COVID-19 στην Ιαπωνία πολλαπλασιάστηκε δραματικά. Μέχρι το καλοκαίρι του 2021, η Ιαπωνία βρισκόταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και έπρεπε να ακυρώσει τα εισιτήρια των θεατών για τους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες.
Η Ισλανδία δηλώθηκε από τα μέσα ενημέρωσης ότι έχει «νικήσει» τον COVID-19 αρκετές φορές , αλλά παρά το ποσοστό εμβολιασμού 70%, τα κρούσματα COVID-19 στην Ισλανδία βρίσκονται επί του παρόντος (σ.σ. Αύγουστος 2021) στο υψηλότερο σημείο όλων των εποχών. Ομοίως, τα κρούσματα βρίσκονται στα υψηλότερα όλων των εποχών, ή κοντά έστω, στην Αυστραλία , τη Νότια Κορέα , το Βιετνάμ , την Ταϊλάνδη και πολλές άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας που τα μέσα ενημέρωσης έχουν χαρακτηρίσει ως «επιτυχημένες» σε πολλές περιπτώσεις προκειμένου να υποστηρίξουν την αποτυχημένη αφήγησή τους.
Η άλλη πλευρά του κάλπικου αφηγήματος περί «επιτυχίας» των lockdown και της μασκοφορίας είναι μια εκτεταμένη τρομοκράτηση για τον ιό, εκπορευόμενη από τα κράτη και τα μέσα ενημέρωσης, η οποία είναι εξαιρετικά δυσανάλογη με τους σχετικά μέτριους κινδύνους που εγκυμονεί για την υγεία. Σύμφωνα με την πιο ευρέως αναφερόμενη μελέτη για το IFR (σ.σ. θνητότητα, δλδ ποσοστό θανόντων επί του αριθμού των ανθρώπων που ήρθαν σε επαφή με έναν ιό) του COVID-19 ανά ηλικία, ο μέσος όρος IFR για τα άτομα κάτω των 40 ετών είναι περίπου 0,01%. Όμως, σε έρευνες που διεξάγονται τακτικά από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια, κατά μέσο όρο, οι Αμερικανοί κάτω των 40 ετών υπολόγιζαν σταθερά την πιθανότητα θανάτου τους εάν προσβληθούν από τον ιό σε περίπου 10%, μια υπερεκτίμηση της πραγματικότητας κατά 1.000 φορές.
Ομοίως, τον Οκτώβριο του 2020, το αναθεωρημένο δελτίο ενημέρωσης του ΠΟΥ έδειξε ότι το συνολικό IFR του COVID-19 σε όλες τις ηλικιακές ομάδες ήταν περίπου 0,23%. Ο Τζον Ιωαννίδης, ο ιατρός με τις περισσότερες επιστημονικές αναφορές στον κόσμο, πιστεύει ότι το IFR είναι χαμηλότερο και δημοσίευσε τη δική του peer-reviewed μελέτη που δείχνει το συνολικό IFR να είναι περίπου 0,15%. Ωστόσο, σε μια δημοσκόπηση που διεξήχθη από το Ερευνητικό Κέντρο Menzies τον Ιούνιο του 2021, οι Αυστραλοί υπολόγιζαν κατά μέσο όρο την πιθανότητα θανάτου τους εάν προσβληθούν από τον ιό σε 38%, μια υπερεκτίμηση κατά 160 φορές και πλέον.
Το να είναι ο κόσμος τόσο άθλια παραπληροφορημένος σχετικά με τον πραγματικό κίνδυνο από τον COVID-19 καθιστά αδύνατη τη δημοκρατική λογοδοσία για τα περιοριστικά μέτρα. Ακόμη περισσότερο γιατί, όπως δείχνει η μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ, ο πρωταρχικός παράγοντας με τον οποίο οι πολίτες κρίνουν την απειλή του COVID-19 είναι η απόφαση του δικού τους κράτους να εφαρμόσει δραστικά μέτρα καραντίνας. «Διαπιστώσαμε ότι οι άνθρωποι κρίνουν τη σοβαρότητα της απειλής του COVID-19 με βάση το γεγονός ότι το κράτος επέβαλε lockdown —με άλλα λόγια, σκέφτονταν, «πρέπει να είναι πολύ άσχημα τα πράγματα, αν η κυβέρνηση παίρνει τόσο δραστικά μέτρα». Βρήκαμε επίσης ότι όσο περισσότερο έκριναν τον κίνδυνο με αυτόν τον τρόπο, τόσο περισσότερο υποστήριζαν τα περιοριστικά μέτρα». Οι πολιτικές δημιουργούν έτσι έναν «βρόχο ανατροφοδότησης» (feedback loop) στον οποίο τα ίδια τα μέτρα σπέρνουν τον φόβο που κάνει τους πολίτες να πιστεύουν ότι ο κίνδυνος θανάτου από τον COVID-19 είναι εκατοντάδες φορές μεγαλύτερος από ό,τι είναι πραγματικά, γεγονός που με τη σειρά του τους αναγκάζει να υποστηρίζουν περισσότερα περιοριστικά μέτρα.
Ο ρόλος του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ
Όχι ότι οι δημοσιογράφοι και οι επιστήμονες είναι μόνοι τους σε αυτό το ζήτημα. Κάθε άλλο. Σε κάθε βήμα αυτής της πορείας, ο διεθνής συγχρονισμός των περιοριστικών μέτρων έχει δώσει ένα κοσμοπολίτικο επίχρισμα σε πολιτικές που είναι εγγενώς αντιεπιστημονικές, άνευ προηγουμένου, αναποτελεσματικές, ολοκληρωτικές, βάναυσες, και ανόητες. Οι συνιστώσες της απάτης του lockdown είναι τόσο εξόφθαλμα προφανείς, και οι μηχανισμοί και οι μέθοδοί της τόσο απροκάλυπτα οργουελικές, που είναι δύσκολο να μην συμπεράνουμε ότι η ανελευθερία έγινε κάτι σαν παγκόσμια μόδα το 2020. Αυτή η ανελεύθερη μόδα δεν εκδηλώθηκε πουθενά πιο εξόφθαλμα, από όσο στα ανώτατα δικαστήρια .
Το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών και οι οπαδοί του χρησιμοποίησαν την υπόθεση Jacobson κατά Μασαχουσέτης, μια υπόθεση του 1905 στην οποία σε έναν άνδρα επιβλήθηκε πρόστιμο 5 $ (περίπου 150 $ σήμερα) επειδή αρνήθηκε να εμβολιαστεί κατά της ευλογιάς, ως δεδικασμένο που δικαιολογεί όλα τα δρακόντεια μέτρα στα οποία έχουν υποβληθεί οι Αμερικανοί τους τελευταίους 18 μήνες. Μια μόνο παράγραφος που γράφτηκε από τον ανώτατο δικαστή John Roberts στο South Bay United Pentecostal Church εναντίον Gavin Newsom είναι ουσιαστικά το μόνο που έχει αναφέρει το Ανώτατο Δικαστήριο σχετικά με τα διατάγματα που αφορούν τον COVID-19:
Το ακριβές ερώτημα του πότε θα πρέπει να αρθούν οι περιορισμοί σε συγκεκριμένες κοινωνικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της πανδημίας είναι ένα δυναμικό και εξαρτώμενο από τα γεγονότα ζήτημα, που υπόκειται σε εύλογες διαφωνίες. Το Σύνταγμά μας εμπιστεύεται την «ασφάλεια και την υγεία του λαού» πρώτιστα στους πολιτικά υπεύθυνους αξιωματούχους των Πολιτειών, για «να φρουρούν και να προστατεύουν». Παράθεση της υπόθεσης «Jacobson κατά Πολιτείας της Μασαχουσέτης (1905)».
Η γνωμοδότηση του Roberts είναι προβληματική από πολλές απόψεις. Πρώτον, η υπόθεση Jacobson έχει απορριφθεί πολλές φορές, κυρίως επειδή χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια για να δικαιολογήσει την ευγονική. Η επαναφορά της έχει συγκριθεί με την επαναφορά της υπόθεσης Dred Scott , Plessy vs. Ferguson ή Korematsu — Οι υποθέσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αναφέρονται ως «αντικανών» πλέον, λόγω όχι μόνο της έλλειψης πνευματικής αυστηρότητας αλλά και των αφάνταστων ανθρώπινων τραγωδιών που προκάλεσαν. Δεύτερον, αντί να εφαρμόζει έναν έλεγχο αυστηρής ή ορθολογικής βάσης, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν φαίνεται να κατέβαλλε την παραμικρή προσπάθεια για να προσδιορίσει εάν τα διατάγματα για τον COVID πράγματι προάγουν τον υποτιθέμενο στόχο τους για την μείωση της μετάδοσης του ιού. Ο Ρόμπερτς παραιτήθηκε από αυτήν την ευθύνη με μια φράση: «Το ακριβές ερώτημα για το πότε θα πρέπει να αρθούν οι περιορισμοί σε συγκεκριμένες κοινωνικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της πανδημίας είναι ένα δυναμικό και εξαρτώμενο από τα γεγονότα ζήτημα».
Ο Ρόμπερτς ισχυρίζεται ότι οι «ιατρικές και επιστημονικές» ενέργειες των «πολιτικά υπεύθυνων αξιωματούχων» δεν θα πρέπει να αμφισβητούνται από μια «μη εκλεγμένη ομοσπονδιακή δικαιοσύνη» - ξεχνώντας προφανώς ότι όχι μόνο οι υγειονομικοί υπάλληλοι είναι μη εκλεγμένοι, αλλά ότι η «αμφισβήτηση» των ενεργειών των αξιωματούχων είναι ο αποκλειστικός σκοπός του δικαστικού ελέγχου. Τα δικαστήρια προορίζονται να διαφυλάττουν τα δικαιώματα παρά τις ιδιοτροπίες των κρατικών αξιωματούχων, ακριβώς επειδή η πολιτική ευθύνη είναι μια μακρά και ατελής διαδικασία.
Τρίτον, ενώ το επίμαχο πρόστιμο στην υπόθεση Jacobson ήταν 5 $, οι πολιτικές περιορισμού του COVID έχουν κοστίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες άνω των 16 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Αλλά με αυτή τη μία παράγραφο στο South Bay, ο Roberts δημιούργησε ένα υπερ-δεδικασμένο, σηματοδοτώντας ότι τα αμερικανικά δικαστήρια δεν πρέπει ουσιαστικά να παρεμβαίνουν ποτέ σε σχέση με το ποιες εντολές κατά τη διάρκεια μιας «πανδημίας» είναι συνταγματικές . Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ και οι διεθνείς ομόλογοί του απλώς αρνήθηκαν να επανεξετάσουν σχεδόν οποιεσδήποτε αμφιβολίες για τα διατάγματα λόγω του COVID-19, αναστέλλοντας ουσιαστικά κάθε νομική ευθύνη καθώς εκτυλίσσονταν τα lockdown. Μια από τις μεγαλύτερες αναστολές των πολιτικών ελευθεριών στην αμερικανική ιστορία βρισκόταν εν εξελίξει, και το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ απλώς παραιτήθηκε από το καθήκον του, σεβόμενο τους λύκους που ήταν ντυμένοι με την προβιά των αμνών της επιστήμης.
Είτε από δυσαρέσκεια, αδιαφορία, εφησυχασμό, τεμπελιά ή απλώς από την ίδια μάστιγα της οχλοκρατικής σκέψης που υπνώτισε και μεγάλο μέρος του πληθυσμού, το Ανώτατο Δικαστήριο και οι διεθνείς ομολόγοί του φαίνεται να πιστεύουν ότι δεν είναι δουλειά τους να καθορίζουν το εάν η καπηλεία των περιορισμών για τον COVID-19 ως «η επιστήμη» έχει δόλια κίνητρα. Ίσως αυτά τα δικαστήρια να μην πιστεύουν ότι οι πολιτικές των lockdown είναι κάποια σπουδαία υπόθεση ή ότι, αν υπήρχε κάτι ύποπτο σε αυτές, οι μυστικές υπηρεσίες θα το έλεγαν. Δυστυχώς, οι μυστικές υπηρεσίες φαίνεται να πιστεύουν ότι δεν είναι ούτε δική τους δουλειά.
Επίλογος
Έχοντας μεταβολίσει την παραπληροφόρηση σε πολιτική, ο πανίσχυρος μηχανισμός των θεσμών της Δύσης, κατά έναν στρεβλό τρόπο, βοήθησε στη διάδοση ενός ολοκληρωτικού υγειονομικού καθεστώτος σε όλο τον κόσμο, και στράφηκε εναντίον εκείνων που υπερασπίζονται τις δυτικές αξίες, που οι πολιτικοί αποδείχθηκαν πολύ ασπόνδυλοι για να υπερασπιστούν. Η αστυνομική βαρβαρότητα αυξάνεται καθώς το προσωπικό της επιβολής του νόμου αντιμετωπίζει διαδηλωτές που είναι δικαιωματικά οργισμένοι με την συνεχιζόμενη αναστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μέσω πολιτικών που εκλογικεύονται μόνο χάρη στους υπερβολικούς φόβους που δημιουργούν οι ίδιες οι πολιτικές, και οι οποίες επομένως δεν έχουν ορατό σημείο λήξης. Είτε τα κρούσματα του κορωνοϊού πηγαίνουν προς τα πάνω, είτε προς τα κάτω, ή και λοξά, η πολιτική λύση που προσφέρουν οι επιστήμονες του lockdown και οι αξιωματούχοι της «δημόσιας» υγείας —ο ΠΟΥ δεν είναι παρά ο χειρότερος καταπατητής δικαιωμάτων— είναι πάντοτε η ίδια: «Γίνετε περισσότερο σαν την Κίνα». Κάθε πολιτική που έχουν εισάγει από την Κίνα ήταν τόσο βαθιά ανελεύθερη, όσο και αναποτελεσματική, και μάλιστα αρκετοί από αυτούς είναι ανησυχητικά πρόθυμοι να προτείνουν ακόμα και μόνιμες αλλαγές στον πολιτισμό μας, παρά να ομολογήσουν ότι έκαναν λάθος.
Όπως απέδειξαν τα πειράματα του Στάνλεϊ Μίλγκραμ, οι άνθρωποι μπορούν να πειστούν να διαπράξουν φρικαλεότητες όταν τους δοθεί η εντολή από επιστημονικές αρχές. Από δημοσιογράφους και δικαστές, μέχρι πολιτικούς και απλούς επαγγελματίες, ο απλοί άνθρωποι έχει εκχωρήσει εξαιρέσεις σε υγειονομικούς αξιωματούχους τη μία μετά την άλλη στα πιο θεμελιώδη δικαιώματά τους, και έχουν παραπλανηθεί σε κάθε βήμα αυτής τους της πορείας. Είτε από ευπιστία, είτε από ανικανότητα που σώζει τα προσχήματα ή κάτι χειρότερο, έχουν οδηγήσει τον κόσμο σε μια τρομακτική κατάσταση.
Για τους πολιτικούς παρατηρητές, ήταν κάτι το δυσερμήνευτο να παρακολουθούν τους ηγέτες να μπερδεύονται με την πιο ανεξήγητη γεωπολιτική καταστροφή μετά τον Τριακονταετή Πόλεμο. Σήμερα, είναι εξίσου τρομακτικό να γνωρίζουμε ότι μια πολιτική καταστροφή τέτοιας κλίμακας είναι πιθανή στον 21ο αιώνα. Όμως, αν κρίνουμε από τις δραστηριότητες του καθεστώτος του, και από τον απολογισμό του πώς ξεκίνησαν όλα αυτά, τουλάχιστον ένας παγκόσμιος ηγέτης γνώριζε καλά αυτή τη δυνατότητα.
Για τον Xi Jinping, το lockdown δεν αφορούσε ποτέ έναν ιό. Επρόκειτο για την αποστολή ενός μηνύματος: ότι, απογυμνωμένη από κάθε της πρόσχημα, η ψευδαίσθηση της αρετής, της διαχειριστικής ικανότητας, και της αφοσίωσης των πολιτικών του δυτικού κόσμου στα ανθρώπινα δικαιώματα , δεν είναι τίποτα άλλο από μια συμμόρφωση με κανόνες και θεσμούς που θέσπισαν οι προηγούμενες γενιές, και οι οποίοι μπορούν εύκολα να υπονομευτούν. Καθώς οι πολιτικές των lockdown μπαίνουν στον 18ο μήνα τους, είναι ολοένα και πιο δύσκολο να διαφωνήσει κανείς μαζί του.
Ο Michael P. Senger είναι δικηγόρος με έδρα το Σαν Φρανσίσκο και συγγραφέας του βιβλίου Snake Oil: How Xi Jinping Shut Down the World. Ο λογαριασμός του στο Twitter είναι @MichaelPSenger.