Η αναρχοκαπιταλιστική πρόταση αναδιοργάνωσης του τραπεζικού συστήματος (βιβλίο)
Απόσπασμα από το βιβλίο του Jesus Juerta de Soto, εμβληματικής μορφής της Αυστριακής Σχολής Οικονομικών και μέντορα του προέδρου της Αργεντινής, Javier Milei.
Ετικέτες: Αυστριακή Σχολή, Αναρχοκαπιταλισμός
Το παρακάτω κείμενο αποτελεί υποκεφάλαιο του 9ου (και τελευταίου) κεφαλαίου του, 642 σελίδων, βιβλίου «ΧΡΗΜΑ, ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ» του σπουδαίου αναρχοκαπιταλιστή νομικού και οικονομολόγου της «Αυστριακής Σχολής» Jesus Juerta de Soto, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα, τον Οκτώβριο του 2024, και στα ελληνικά από τον εκδοτικό οίκο «Διπλογραφία», μεταφρασμένο από τους: Γιώργο Βαλασάκη, Δημήτριο Διαμαντόπουλο, Χρήστο Κωστή, Σπύρο Μάλλιο, Κωνσταντίνο Σταμούλη.
Ευχαριστώ θερμά τον φίλο Σπύρο Μάλλιο για την εμπιστοσύνη και την άδειά του να δημοσιεύσω ορισμένα αποσπάσματα. Σύνδεσμος για τα περιεχόμενα και την αγορά του βιβλίου, (και) εδώ.
Από την Περιγραφή του βιβλίου:
«Από την αρχαιότητα έως σήμερα, οι τράπεζες έχουν καταφέρει να παρακάμπτουν τις παραδοσιακές νομικές αρχές (τήρηση του 100 τοις εκατό των καταθέσεων ως αποθεματικό) και να δημιουργούν δάνεια εκ του μηδενός. Αυτή η φαινομενικά «απλή» απόκλιση από την νομιμότητα επιφέρει συνταρακτικές συνέπειες στις ίδιες τις τράπεζες, με αλλεπάλληλες χρεοκοπίες και «αναχρηματοδοτήσεις», αλλά και στην οικονομία εν γένει, με «ανεξήγητες» κρίσεις και υφέσεις, που βυθίζουν στην ανεργία και την ανέχεια εκατομμύρια συνανθρώπους μας.
Μέσα από μια εμβριθή και διεπιστημονική προσέγγιση της τραπεζικής λειτουργίας, ο Καθηγητής Jesús Huerta de Soto μας ταξιδεύει από την αρχαία Ελλάδα και τον Πασίωνα ως τις σύγχρονες επεκτατικές πιστωτικές πολιτικές των τραπεζών στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Μια ιστορική, νομική, ηθική και οικονομική ανάλυση του ζητήματος αναδύεται μπροστά στον αναγνώστη, δίνοντάς του την ευκαιρία να κατανοήσει σε βάθος ένα τόσο «απλό» αλλά και «δυσνόητο» οικονομικό φαινόμενο: την τραπεζική λειτουργία με κλασματικό αποθεματικό.
Ο Jesús Huerta de Soto (Μαδρίτη, 1956) είναι Ισπανός πολιτικός φιλόσοφος, Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Rey Juan Carlos στη Μαδρίτη της Ισπανίας και ένας από τους κύριους οικονομολόγους της σύγχρονης αυστριακής σχολής οικονομικής σκέψης. Είναι κάτοχος δύο διδακτορικών διπλωμάτων: ένα στη νομική επιστήμη, το 1984, και ένα στην οικονομική επιστήμη, το 1992, αμφότερα από το Πανεπιστήμιο Complutense στη Μαδρίτη. Έλαβε υποτροφία από την Τράπεζα της Ισπανίας και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ (Η.Π.Α.), από όπου έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στη διοίκηση των επιχειρήσεων (M.B.A.).
O καθηγητής Jesús Huerta de Soto, προσωπικός φίλος του Murray Rothbard και του Friedrich Hayek, έχει συμμετάσχει σε όλες τις φάσεις ανάκαμψης της αυστριακής σχολής, από τη σχετική αφάνεια της δεκαετίας του 1970 μέχρι την ταχύτατη άνθηση και διάδοση των ιδεών της στην εποχή μας, με αποκορύφωμα την εκλογή του Javier Milei ως προέδρου της Αργεντινής, με πρόταγμα τις οικονομικές ιδέες της αυστριακής σχολής εν γένει και του Jesús Huerta de Soto ειδικότερα, ο οποίος αποτελούσε και αποτελεί διανοητικό μέντορά του.»
Κεφάλαιο 9.2 : Η πρότασή μας για αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος
Η πρόταση για αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος η οποία απορρέει λογικά από τη μέχρι τώρα ανάλυσή μας συνίσταται, αφενός από το να διέπεται η λειτουργία των χρηματοπιστωτικών οργανισμών από τις παραδοσιακές αρχές του δικαίου και αφετέρου από το να καταργηθούν οι κρατικοί οργανισμοί οι οποίοι μέχρι τώρα έλεγχαν και καθοδηγούσαν το χρηματοοικονομικό σύστημα. Κατά τη γνώμη μας, εάν είναι επιθυμητή η καθιέρωση ενός σταθερού χρηματοοικονομικού και νομισματικού συστήματος όπου δεν θα υπάρχουν, όσο είναι εφικτό, κρίσεις και υφέσεις, είναι απαραίτητα τα εξής: α) η απόλυτη ελευθερία επιλογής νομίσματος, β) ένα σύστημα ελεύθερης τραπεζικής και να καταργηθεί ο θεσμός της κεντρικής τράπεζας και γ) όλοι όσοι σχετίζονται με το σύστημα ελεύθερης τραπεζικής να υπόκεινται στις παραδοσιακές αρχές του δικαίου και, πιο συγκεκριμένα, στην πιο σημαντική αρχή ότι κανείς δεν θα πρέπει να έχει το προνόμιο να μπορεί να δανείζει κάτι το οποίο έλαβε ως κατάθεση όψεως. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να διατηρεί συνεχώς το 100 τοις εκατό των καταθέσεων ως αποθεματικό. Στη συνέχεια, θα αναλύσουμε ξεχωριστά τα παραπάνω.
α) Η απόλυτη ελευθερία επιλογής νομίσματος
Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, θα πρέπει να ιδιωτικοποιηθεί το νόμισμα και να σταματήσουν οι παρεμβάσεις του κράτους και της κεντρικής τράπεζας ως προς την έκδοση και τον έλεγχο της αξίας του χρήματος. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να καταργηθούν οι νομικές διατάξεις οι οποίες υποχρεώνουν δια της βίας όλους τους πολίτες να δέχονται, ακόμη και αν αυτό είναι αντίθετο με την επιθυμία τους, τη νομισματική μονάδα που εκδίδει το κράτος ως μέσο αποπληρωμής σε κάθε περίσταση. Η κατάργηση αυτών των νομικών διατάξεων (legal tender laws) είναι απαραίτητη για την απελευθέρωση του χρηματοοικονομικού τομέα από το κράτος. Αυτή η «αποκρατικοποίηση του χρήματος», σύμφωνα με την ορολογία του Hayek, θα επέτρεπε στους ανθρώπους, οι οποίοι θα έχουν στη διάθεση τους πολύ πιο ποιοτικές πληροφορίες από «πρώτο χέρι» όσον αφορά τις συνθήκες που υπάρχουν σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, να αποφασίζουν σε κάθε περίπτωση ποιο τύπο νομισματικής μονάδας θεωρούν κατάλληλο για τις συναλλαγές τους.
Δεν είναι δυνατόν να πούμε εκ των προτέρων ποια θα είναι η μελλοντική εξέλιξη του θεσμού του χρήματος. Η παρούσα ανάλυση αναγκαστικά περιορίζεται στην διαπίστωση ότι το χρήμα είναι ένας θεσμός ο οποίος ανακύπτει αυθόρμητα όπως το δίκαιο, η γλώσσα και άλλοι νομικοί και οικονομικοί θεσμοί. Οι θεσμοί αυτοί περιέχουν πάρα πολλές πληροφορίες και ανακύπτουν εξελικτικά κατά την διάρκεια μιας μακράς χρονικής περιόδου, με τη συμμετοχή πολλών γενεών. Επιπλέον, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον θεσμό της γλώσσας, υπάρχει μία τάση να επικρατήσουν συγκεκριμένοι θεσμοί, οι οποίοι, κατά την κοινωνική διαδικασία της δοκιμής και του «λάθους» έδειξαν ότι εκπληρώνουν καλύτερα τη συγκεκριμένη λειτουργία. Μόνο οι δοκιμές κατά την μακρά εξελικτική και αυθόρμητη διαδικασία της αγοράς μπορεί να οδηγήσουν στην επικράτηση των θεσμών που είναι πιο κατάλληλοι για την κοινωνική συνεργασία, χωρίς κανένας άνθρωπος ή ομάδα ανθρώπων να διαθέτει την ευφυΐα και τις απαραίτητες πληροφορίες για να δημιουργήσει εκ του μηδενός αυτού του τύπου τους θεσμούς.
Τα ανωτέρω βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή στην εμφάνιση και εξέλιξη του θεσμού του χρήματος [35], για αυτό θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί όσον αφορά τις προτάσεις δημιουργίας ενός τεχνητού νομίσματος, παρά τα όποια πλεονεκτήματα φαίνεται εκ πρώτης όψεως να έχει ένα τέτοιο νόμισμα. [36]
Επομένως, η πρότασή μας για ελευθερία στην επιλογή του νομίσματος είναι ξεκάθαρη. Κατά την διαδικασία της μετάβασης, την οποία θα εξετάσουμε αργότερα, το χρήμα θα ιδιωτικοποιηθεί μέσω της αντικατάστασής του με το χρήμα εκείνο το οποίο κατά την διάρκεια της ιστορίας, δια μέσου μιας εξελικτικής διαδικασίας που διήρκεσε πολλές γενεές, έχει επικρατήσει: τον χρυσό [37]. Απεναντίας, είναι παράλογο να προσπαθήσει κανείς να εισαγάγει απότομα μια νέα νομισματική μονάδα με στόχο την γενική χρήση της στην αγορά διαγράφοντας έτσι την εξέλιξη χιλιάδων ετών κατά την διάρκεια των οποίων αυθόρμητα υπερίσχυσε ο χρυσός ως χρήμα. Επιπλέον, σύμφωνα με το θεώρημα της ανάδρασης για την αγοραστική δύναμη του χρήματος (the regression theorem), κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον, καθώς δεν είναι δυνατό ένα αντικείμενο να χρησιμοποιηθεί σε μια κοινωνία ως γενικώς αποδεκτό μέσο συναλλαγών εάν δεν είναι αποτέλεσμα μιας πολύ μακράς διαδικασίας, η οποία αρχίζει όταν για πρώτη φορά οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν το εν λόγω υλικό για βιομηχανικούς ή εμπορικούς σκοπούς (έτσι όπως συνέβη με τον χρυσό και τον άργυρο). Η πρότασή μας, ως εκ τούτου, βασίζεται στην ιδιωτικοποίηση του χρήματος στη τωρινή του μορφή μέσω της αντικατάστασής του με το μεταλλικό του ισοδύναμο σε χρυσό, επιτρέποντας έτσι στην αγορά από τη στιγμή της μετάβασης να ανακτήσει την ελεύθερη εξέλιξη του χρήματος, είτε επιβεβαιώνοντας το χρυσό ως την γενικώς αποδεκτή μορφή του χρήματος, είτε επιτρέποντας την αυθόρμητη και σταδιακή εισαγωγή άλλων νομισματικών προτύπων [38].
β) Το απόλυτα ελεύθερο τραπεζικό σύστημα
Με την δεύτερη πρόταση αποσκοπώ να δείξω ότι είναι αναγκαία η κατάργηση της νομοθεσίας για την τραπεζική δραστηριότητα, η κατάργηση του θεσμού της κεντρικής τράπεζας και γενικά η κατάργηση όλων των κρατικών οργανισμών που αποσκοπούν στον έλεγχο και την παρέμβαση στην χρηματοπιστωτική ή τραπεζική αγορά. Θα πρέπει να υπάρχει απόλυτη ελευθερία στην ίδρυση τραπεζών, τόσο όσον αφορά τον σκοπό τους, όσο και τη νομική μορφή τους. Όπως ήδη δήλωσε από το 1869 και ο σπουδαίος Laureano Figuerola y Ballester, είναι απαραίτητο να επιτραπεί «η επιλογή της μορφής της τράπεζας στο ενδιαφερόμενο άτομο, ο οποίος γνωρίζει πως να επιλέξει την καλύτερη μορφή κάθε φορά, με βάση τις συνθήκες και τις ιδιαίτερες περιστάσεις που επικρατούν σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.» [39] Ωστόσο, η υποστήριξη της ελεύθερης τραπεζικής δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται οι τράπεζες να λειτουργούν με κλασματικά αποθεματικά. Απεναντίας, θα πρέπει να είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι η άσκηση της τραπεζικής δραστηριότητος πρέπει να διέπεται από τις παραδοσιακές αρχές του δικαίου σύμφωνα με τις οποίες κάθε τράπεζα θα πρέπει να διατηρεί συνεχώς το 100 τοις εκατό των καταθέσεων όψεως ως αποθεματικό. Η ελεύθερη τραπεζική δε θα πρέπει, λοιπόν, να αποτελεί δικαιολογία για να μην τηρείται αυτός ο κανόνας δικαίου καθώς, εκτός ότι αποτελεί παραβίαση του δικαίου, επιπλέον ενεργοποιεί μια αλληλουχία συνεπειών πολύ αρνητικών για την οικονομία. Η νομική και η οικονομική πλευρά του ζητήματος είναι αλληλένδετες και, εάν παραβιάζονται ατιμωρητί οι νομικές και ηθικές αρχές, προκαλούνται οδυνηρές συνέπειες στην αυθόρμητη διαδικασία της συνεργασίας των ανθρώπων. Για αυτό η ελεύθερη τραπεζική δε θα πρέπει να έχει περισσότερους περιορισμούς πέρα από τους περιορισμούς που απορρέουν από το πλαίσιο των γενικών νομικών αρχών, δηλαδή της τήρησης του 100 τοις εκατό των καταθέσεων ως αποθεματικό. Αυτή είναι η τρίτη πρότασή μας και παρουσιάζεται στην επόμενη ενότητα. [40]
γ) Τήρηση των παραδοσιακών νομικών αρχών σε ένα σύστημα ελεύθερης τραπεζικής και συγκεκριμένα της υποχρέωσης τήρησης του 100 τοις εκατό των καταθέσεων όψεως ως αποθεματικό
Λίγα μπορούμε να προσθέσουμε για τη συγκεκριμένη πρότασή μας, καθώς ένα μεγάλο μέρος του παρόντος βιβλίου αναφέρεται σε αυτή την πρόταση η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με τις άλλες δύο. Ο μόνος τρόπος για να καταργηθεί ο κρατικός οργανισμός για τον κεντρικό σχεδιασμό του χρηματοοικονομικού συστήματος και του χρήματος (δηλ. η κεντρική τράπεζα), είναι να επιτραπεί στην κοινωνία να χρησιμοποιήσει και πάλι εκείνο το ιδιωτικό χρήμα το οποίο κατά την μακρά εξέλιξη του θεσμού του χρήματος αναδύθηκε ως επικρατέστερο (ο χρυσός και, σε μικρότερο βαθμό, ο άργυρος). Ομοίως, μία οικονομία της αγοράς μπορεί να λειτουργήσει μόνο επί τη βάσει της τήρησης των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι για την περίπτωση της τραπεζικής δραστηριότητας, απαιτούν την καθιέρωση ενός απολύτως ελευθέρου τραπεζικού συστήματος, όπου στα συμβόλαια των καταθέσεων όψεως θα ακολουθείται πάντα η αρχή της τήρησης του 100 τοις εκατό των καταθέσεων ως αποθεματικό.
Ο συνδυασμός των τριών προαναφερθέντων στοιχείων αποτελούν τον βασικό κορμό της πρότασής μας για οριστική αναδιάρθρωση και ιδιωτικοποίηση του νομισματικού και τραπεζικού συστήματος, απελευθερώνοντας τους δύο αυτούς τομείς από τα δεσμά που σήμερα τους παρεμποδίζουν, ιδιαίτερα τον παρεμβατισμό της κεντρικής τράπεζας και τα προνόμια τα οποία το κράτος έχει παραχωρήσει στους σημαντικότερους παράγοντες του χρηματοοικονομικού τομέα. Η αναδιάρθρωση αυτή θα καθιστούσε εφικτή την εμφάνιση τραπεζικών ιδρυμάτων αληθινά σύμφωνων με την οικονομία της αγοράς, κάτι το οποίο θα διευκόλυνε την συσσώρευση του σωστά επενδυμένου κεφαλαίου και την οικονομική ανάπτυξη, αποτρέποντας τις κακές προσαρμογές και τις κρίσεις τις οποίες προκαλεί το τωρινό συγκεντρωτικό και ασφυκτικά ελεγχόμενο σύστημα.
Ποια μορφή θα είχε το τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα σε μια τελείως ελεύθερη κοινωνία;
Σύμφωνα και με τον Israel M. Kirzner είναι αδύνατο να γνωρίζει κανείς σήμερα ποία θα είναι η γνώση και οι θεσμοί που θα δημιουργήσουν ελεύθερα και αυθόρμητα στο μέλλον οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στο τραπεζικό και χρηματοοικονομικό σύστημα, εάν μπορούν να ενεργήσουν χωρίς να υφίστανται κανέναν θεσμικό εξαναγκασμό από το κράτος και απλά υπόκεινται στο νομικό πλαίσιο των κανόνων του εμπράγματου δικαίου που απαιτεί η λειτουργία οποιασδήποτε αγοράς. Όπως γνωρίζουμε, ο πιο σημαντικός κανόνας στην τραπεζική δραστηριότητα είναι η τήρηση του 100 τοις εκατό των καταθέσεων ως αποθεματικό. [41]
Ωστόσο, μπορούμε να εικάσουμε, όπως και ο Hayek [42], ότι θα εμφανιστούν αυθόρμητα όμιλοι επενδυτικών εταιρειών και αμοιβαίων κεφαλαίων [43] (mutual fund banking) στους οποίους θα επενδύεται ένα μεγάλο μέρος των διαθέσιμων «καταθέσεων». Χάρις στην ύπαρξη ανεπτυγμένων δευτερογενών αγορών, τα μερίδια όλων αυτών των επενδυτικών εταιρειών θα έχουν υψηλή εμπορευσιμότητα, αλλά όπως είναι λογικό, δεν θα εγγυώνται στους μεριδιούχους ανά πάσα στιγμή την επιστροφή της επένδυσής τους στην ονομαστική της τιμή. Η τιμή της επένδυσής τους θα καθορίζεται από την εξέλιξη της τιμής στην αγορά του αντίστοιχου τίτλου, όπως συμβαίνει και για κάθε άλλο τίτλο που διαπραγματεύεται στη δευτερογενή αγορά αξιών. Επί της βάσεως αυτής, μια απότομη αλλαγή (αν και είναι ελάχιστα πιθανή) στην χρονική προτίμησηv των ανθρώπων που συμμετέχουν στην αγορά θα προκαλούσε γενικευμένες διακυμάνσεις στις τιμές των εν λόγω μεριδίων. Αυτές οι διακυμάνσεις των τιμών θα επηρέαζαν μόνο τους κατόχους αυτών και όχι, όπως συμβαίνει σήμερα, όλους τους πολίτες οι οποίοι υφίστανται κάθε χρόνο μια σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης των νομισματικών μονάδων που εκδίδει το κράτος και είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν.
Σε αυτό το σύστημα είναι πολύ πιθανόν να εμφανιστεί ένα ολόκληρο δίκτυο οργανισμών που θα παρέχουν ταμειακές και λογιστικές υπηρεσίες και οι οποίες θα λειτουργούν σε περιβάλλον ελεύθερου ανταγωνισμού και θα χρεώνουν στους πελάτες τους τις τιμές που ισχύουν στην αγορά.
Τέλος, είναι πιθανό να δημιουργηθούν ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες δεν θα έχουν καμία σχέση με τη παροχή πιστώσεων, οποίες θα είναι αφιερωμένες στην εξόρυξη, στον σχεδιασμό και στην προσφορά διαφόρων ειδών ιδιωτικών χρημάτων, λαμβάνοντας ένα μικρό κέρδος για την παροχή των υπηρεσιών αυτών. Αναφέραμε την λέξη «εξόρυξη» διότι δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι σε ένα περιβάλλον απόλυτης ελευθερίας θα υπερισχύει πάντοτε ένα μεταλλικό χρήμα, το οποίο συγκεντρώνει τα βασικά χαρακτηριστικά τα οποία μέχρι τώρα μόνο ο χρυσός διαθέτει: δεν αλλοιώνεται, είναι ομοιογενής και, κυρίως, είναι σπάνιος. Όλα αυτά είναι σημαντικά διότι το χρήμα εκπληρώνει τόσο καλύτερα τη λειτουργία του όσο πιο σπάνιο είναι και όσο πιο δύσκολο είναι να αυξηθεί ή να μειωθεί σημαντικά η προσφορά του μέσα σε μια σύντομη χρονική περίοδο. [44]
35. Για την θεωρία της εμφάνισης και εξέλιξης των θεσμών βλ. Carl Menger, Untersuchungen über die Methode der Socialwissenschaften und der Politischen Ökonomie insbesondere (Duncker&Humblot, Leipzig: 1883) («Investigations into the Method of the Social Sciences with special reference to Economics») και το άρθρο «On the Origin of Money» (Economic Journal, Ιούνιος 1892), σ. 239-255. Θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπ’ όψιν το θεώρημα της ανάδρασης για την αγοραστική δύναμη του χρήματος (regression theorem) του Mises (Mises, Human Action, σ. 409-410, 425 και 610), σύμφωνα με το οποίο η τιμή ή αλλιώς η αγοραστική δύναμη του χρήματος καθορίζεται από την ζήτηση και την προσφορά για αυτό, οι οποίες με τη σειρά τους καθορίζονται όχι από την σημερινή του αγοραστική δύναμη, αλλά από τη γνώση που έχουν σχηματίσει οι δρώντες άνθρωποι για την αγοραστική δύναμη της προηγούμενης ημέρας. Ομοίως, η χθεσινή αγοραστική δύναμη του χρήματος καθορίσθηκε από την χθεσινή ζήτηση και την προσφορά, οι οποίες καθορίζονται από τη γνώση των δρώντων ανθρώπων για την προχθεσινή αγοραστική δύναμη του χρήματος. Με αυτό το σκεπτικό μπορούμε να ανατρέξουμε στην ημέρα εκείνη που για πρώτη φορά στην ιστορία οι άνθρωποι ζήτησαν ένα συγκεκριμένο αγαθό ως μέσο συναλλαγών.
[Σ.τ.Ε.: Το θεώρημα αποδεικνύει ότι το χρήμα δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο παρά ένα από τα υπάρχοντα αγαθά που ήδη χρησιμοποιούνται και έχει προσφορά και ζήτηση, και τιμή στην αγορά. Κάποια μέρα αρχίζει να υιοθετείται ως μέσο συναλλαγών και με τη γενικευμένη χρήση του καθιερώνεται ως χρήμα διατηρώντας παράλληλα την αρχική του χρήση. Ο χρυσός ακολούθησε αυτή την πορεία και γι’ αυτό αποτελεί το καλύτερο χρήμα].
Για αυτό, το θεώρημα αυτό αποτυπώνει την θεωρία του Menger για την αυθόρμητη εμφάνιση και εξέλιξη του χρήματος, αλλά εδώ το εφαρμόζουμε αντίστροφα στο χρόνο. Το θεώρημα του Mises είναι κεφαλαιώδους σημασίας και πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν σε κάθε προσπάθεια αναδιοργάνωσης του νομισματικού συστήματος. Εξηγεί, επί πλέον, γιατί στον τομέα αυτό δεν μπορούν να υπάρξουν «άλματα εν κενώ», δηλαδή προσπάθειες εισαγωγής εξ αρχής (ex novo) νομισματικών συστημάτων τα οποία δεν είναι αποτέλεσμα εξέλιξης και τα οποία (όπως στην περίπτωση της γλώσσας Εσπεράντο) είναι καταδικασμένα σε αποτυχία. Δεν μπορούμε να δεχθούμε ούτε την πρόταση του J.P. Centi για την εισαγωγή μιας πλειάδας από «ηλεκτρονικά» ιδιωτικά χρήματα που θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε ένα περιβάλλον με κυμαινόμενες μεταξύ τους ισοτιμίες. Αυτή η πρόταση δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τα θεμελιώδη στοιχεία του θεωρήματος της ανάδρασης για την αγοραστική δύναμη του χρήματος, συγχέει το χρήμα (μεταλλικό ή πιστωτικό) με τη διαδικασία μεταφοράς του (επιταγή ή πλαστική κάρτα) και επιπλέον αγνοεί το αποτέλεσμα της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας στο νομισματικό πεδίο υπέρ του χρυσού. «Hayekian Perspectives on the Monetary System: Toward Fiat Private Competitive Moneys», Austrian Economics Today I, The International Library of Austrian Economics, σ. 89-104, Επιμέλεια: K.R. Leube, Τόμος 7ος, (FAZ Buch, Frankfurt 2003). Βλ. επίσης την 104η υποσημείωση του παρόντος κεφαλαίου.
36. Η πιο γνωστή πρόταση για την αποκρατικοποίηση του χρήματος παρουσιάσθηκε στο βιβλίο του Hayek, Denationalisation of Money (1976). Οι παραξενιές του Hayek υπέρ τεχνητών μορφών του χρήματος ξεκίνησαν, ωστόσο, τριάντα χρόνια πριν: «A Commodity Reserve Currency», Economic Journal, 53, αρ. 210, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 1943, σ. 176-184 (αναδημοσιεύθηκε ως κεφάλαιο 10 στο βιβλίο Individualism and Economic Order, σ. 209-219). Αν και θεωρούμε σωστή την μενγκεριανή ανάλυση του Hayek για την εξέλιξη των θεσμών και συμφωνούμε πόσο σημαντικό θα ήταν επίσης να επιτρέψουμε στον τομέα του χρήματος τον ιδιωτικό πειραματισμό που χαρακτηρίζει τις αγορές, θεωρούμε λυπηρό το γεγονός ότι ο Hayek τελικά πρότεινε για νέα νομισματική μονάδα ένα εντελώς τεχνητό πρότυπο αποτελούμενο από ένα καλάθι διαφόρων προϊόντων. Αν και θα μπορούσε κάποιος να ερμηνεύσει την πρόταση του Hayek ως μια διαδικασία επιστροφής στο παραδοσιακό χρήμα (κανόνας του χρυσού και τήρηση του 100 τοις εκατό των καταθέσεων ως αποθεματικό), επικρίθηκε αυστηρά ως «επιστημονιστική» και «κονστρουκτιβιστική» («δομιστική*») από ορισμένους οικονομολόγους της αυστριακής σχολής, όπως οι Murray N. Rothbard, Hans-Hermann Hoppe και Joseph T. Salerno «Mises and Hayek Dehomogenized». Όμοια μπορεί να επικριθεί και η παρόμοια πρόταση του Leland B. Yeager, «The Perils of Base Money», σ. 262.
*Σ.τ.Ε: με τον όρο δομισμό εννοεί ο συγγραφέας την προσέγγιση «από τα πάνω προς τα κάτω» οργάνωσης μιας κοινωνίας, δηλ. ως αποτέλεσμα κεντρικού σχεδιασμού.
37. Ο άργυρος θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας δευτερεύων, παράλληλος κανόνας μεταλλικού χρήματος, ο οποίος, εάν το επιλέξουν οι άνθρωποι σε μία κοινωνία, θα μπορούσε να συνυπάρχει με το χρυσό με μία ισοτιμία μεταξύ των δύο η οποία θα είναι κυμαινόμενη και θα διαμορφώνεται ανά πάσα στιγμή στην αγορά. Επίσης, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η μείωση της χρήσεως του αργύρου ως χρήμα επιταχύνθηκε κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα, όταν οι κυβερνήσεις καθιέρωσαν δια νόμου μια σταθερή ισοτιμία μεταξύ του χρυσού και του αργύρου, σε μια αναλογία που υποτιμούσε τεχνητά τον άργυρο. Βλ. Murray N. Rothbard, Man, Economy and State, σ. 724-726.
38. Ο κανόνας του χρυσού που προτείνουμε δεν έχει καμιά ομοιότητα με τον κανόνα του χρυσού που εφαρμόστηκε μέχρι την δεκαετία του 1930, ο οποίος συνοδευόταν από την ύπαρξη κεντρικών τραπεζών και τήρηση κλασματικού αποθεματικού. Όπως αναφέρει ο Milton Friedman: «ένας πραγματικός κανόνας του χρυσού […] θα ήταν ένας κανόνας όπου ο χρυσός θα ήταν κυριολεκτικά χρήμα και το χρήμα θα ήταν κυριολεκτικά χρυσός. Υπό αυτόν τον κανόνα οι συναλλαγές κυριολεκτικά θα γίνονταν είτε με το ίδιο το κίτρινο μέταλλο, είτε με χαρτιά που θα ήταν πιστοποιητικά αποθήκευσης χρυσού με τήρηση του 100% των καταθέσεων ως αποθεματικό.» Milton Friedman, «Has Gold Lost its Monetary Role?», στο Milton Friedman in South Africa, Επιμέλεια: Meyer Feldberg, Kate Jowel και Steven Mulholland, (Graduate School of Business of the University of Cape Town, Johannesburg, 1976). Σχετικά με την οικονομική θεωρία για τον χρυσό βλ. το 8ο κεφάλαιο, με τίτλο «The Theory of Commodity Money: Economics of a Pure Gold Standard», στο βιβλίο The Structure of Production του Mark Skousen, σ. 265-281.
39. Laureano Figuerola, Escritos económicos, επιμέλεια και εισαγωγική μελέτη: Francisco Cabrillo Rodríguez, Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Μελετών (Instituto de Estudios Fiscales, Madrid 1991), σ. 268. Ο ισχυρισμός αυτός, τον οποίον ούτε ο Mises ούτε ο Hayek θα μπορούσαν να διατυπώσουν ακριβέστερα, αναγράφεται στην αναφορά του Laureano Figuerola στο Συνταγματικό Κοινοβούλιο (Cortes Constituyentes) την 22α Φεβρουαρίου 1869. Στο πρωτότυπο είναι το εξής: «la elección de las formas bancarias al interés individual, que sabrá elegir las mejores, según las condiciones y circunstancias de tiempo y de localidad».
40. Εν συντομία, προτείνουμε να αντικατασταθεί το υπάρχον περίπλοκο σύστημα διοικητικής νομοθεσίας η οποία ρυθμίζει την τραπεζική λειτουργία με λίγα απλά άρθρα που θα προστεθούν στον Ποινικό και τον Εμπορικό Κώδικα. Για παράδειγμα, στην Ισπανία θα μπορούσε να καταργηθεί όλη η νομοθεσία περί τραπεζικής λειτουργίας και να αντικατασταθεί από τα νέα άρθρα 180 και 182 του Εμπορικού Κώδικα (οι φράσεις με πλάγια γραφή είναι διάφορες από το πρωτότυπο):
Άρθρο 180: «Οι τράπεζες θα διατηρούν στα ταμεία τους, σε μορφή μετάλλου, το σύνολο του ποσού των καταθέσεων, των λογαριασμών όψεως και των χαρτονομισμάτων εν κυκλοφορία.»
Άρθρο 182: «Το ποσό των χαρτονομισμάτων εν κυκλοφορία, αθροιζόμενο με το ποσό των καταθέσεων και των λογαριασμών όψεως, δεν πρέπει να υπερβαίνει, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, το ύψος του διαθέσιμου μεταλλικού αποθέματος που είναι διαθέσιμο σε κάθε τράπεζα ανά πάσα στιγμή» (απαλείφεται το υστερόγραφο στο άρθρο 182, το οποίο στο ποσό του μεταλλικού διαθεσίμου προσθέτει το «ύψος των ρευστοποιήσιμων χαρτοφυλακίων εντός μεγίστης περιόδου 90 ημερών»).
Στα άρθρα που αναφέραμε δεν θεωρώ αναγκαίο να αναφερθώ σε ενέργειες που γίνονται παράνομα για να «μεταμφιέσουν» ένα συμβόλαιο κατάθεσης (συμβόλαια επαναγοράς, αμερικανικού τύπου δικαιώματα προαιρέσεως, κ.ά.) καθώς η νομική τεχνική του δόγματος της παράκαμψης του νόμου θα καθιστούσαν τις ενέργειες αυτές άκυρες. Ωστόσο, για να αποτρέψουμε το ενδεχόμενο μια χρηματοοικονομική «καινοτομία» να μετατραπεί σε χρήμα πριν την νομική ακύρωση, θα ήταν χρήσιμο να προστεθεί στο άρθρο 180 η εξής πρόταση: «Η ίδια υποχρέωση πρέπει να τηρείται από όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα τα οποία, κατά παράβαση του δικαίου, ασκούν νομότυπες δραστηριότητες που αποκρύπτουν αληθινά συμβόλαια κατάθεσης χρημάτων.» Όσον αφορά τον Ποινικό Κώδικα, στην Ισπανία οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις είναι πολύ λίγες. Πάρα ταύτα, προκειμένου να καταστεί ακόμα σαφέστερο το περιεχόμενο του άρθρου 252 του νέου Ποινικού Κώδικα και να καταστεί συμβατό με τις φράσεις που πρότεινα ανωτέρω για το άρθρο 180 και το άρθρο 182 του Εμπορικού Κώδικα, θα πρέπει να διατυπωθεί ως εξής:
Άρθρο252: Οι αναφερθείσες ποινές θα επιβάλλονται σε κάθε έναν ο οποίος, επί ζημία τρίτου, ιδιοποιείται ή καταχράται χρήματα, αγαθά ή κάθε άλλη κινητή περιουσία ή κληρονομιά την οποία έλαβε ως κατάθεση, ανώμαλη παρακαταθήκη ή κατάθεση χρημάτων, ως απεσταλμένο αγαθό (consignment) ή ως καταπίστευμα ή έναντι οποιουδήποτε παρόμοιου τίτλου, ο οποίος δημιουργεί την υποχρέωση να παραδώσει ή να επιστέψει την περιουσία, ή σε όποιον αρνείται ότι το έλαβε […] Οι ανωτέρω ποινές θα προσαυξάνονται κατά 50 τοις εκατό στην περίπτωση μιας υποχρεωτικής κατάθεσης, μιας ανώμαλης παρακαταθήκης ή τραπεζικής κατάθεσης χρημάτων, ή κάθε άλλης δραστηριότητας η οποία, καταπατώντας τον νόμο, μεταμφιέζει μια ανώμαλη παρακαταθήκη χρημάτων.
Αυτές οι απλές αλλαγές στο Εμπορικό και το Ποινικό Δίκαιο θα καθιστούσαν εφικτή την κατάργηση όλων των νόμων που ρυθμίζουν την τραπεζική λειτουργία στην Ισπανία. Τότε θα ήταν αρμοδιότητα των δικαστηρίων να κρίνουν εάν η συμπεριφορά των ανθρώπων που δραστηριοποιούνται στον τραπεζικό κλάδο παραβίασε κάποιον από τους νόμους που προανέφερα. (Η διαδικασία αυτή, λογικά, θα συμπεριλαμβάνει όλες τις εγγυήσεις που υπάρχουν σε ένα κράτος δικαίου, εγγυήσεις που σήμερα υπόπτως λείπουν σε μεγάλο βαθμό από τις ενέργειες των εποπτικών αρχών για τις τράπεζες.)
41. Συγκεκριμένα, ο Israel M. Kirzner στο βιβλίο του Discovery and the Capitalist Process (The University of Chicago Press 1985), σελ. 168, αναφέρει: «Δεν είμαστε σε θέση να χαρτογραφήσουμε το μέλλον του καπιταλισμού με ακρίβεια. Ο λόγος αυτής της αδυναμίας είναι ο ίδιος λόγος που μας διασφαλίζει ότι το οικονομικό μέλλον του καπιταλισμού θα είναι ένα μέλλον με πρόοδο και εξέλιξη. Αυτό που μας εμποδίζει να δούμε το μέλλον του καπιταλισμού ως προκαθορισμένο είναι ότι δεν περιοριζόμαστε πλέον από οποιαδήποτε σπανιότητα όταν η επιχειρηματικότητα αφήνεται να λειτουργήσει. Είναι, επομένως, αυτή η έλλειψη αυτού του στοιχείου της καθοριστικότητας και της προβλεψιμότητας, η οποία, παραδόξως, μας επιτρέπει να αισθανόμαστε εμπιστοσύνη στη μακροχρόνια βιωσιμότητα και πρόοδο της οικονομίας με καπιταλιστικό σύστημα.»
42. Hayek, Denationalisation of Money, σ. 119-120.
43. Σχετικά με την ανάπτυξη αυτών των επενδυτικών ταμείων (mutual fund banking) δείτε το άρθρο του Joseph T. Salerno, «Gold Standards: True and False», σ. 257-258. Ο ισχυρισμός ότι οι μετοχές σε αυτές τις εταιρείες επενδύσεων θα γίνουν εν τέλει χρήμα είναι αβάσιμος, διότι οι τίτλοι αυτοί είναι μετοχές σε επενδύσεις και ουδείς εγγυάται ότι ο κάτοχός τους θα είναι σε θέση να ανακτήσει την ονομαστική τους αξία, καθώς θα υπόκεινται πάντα στις διακυμάνσεις της αγοράς. Οι τίτλοι θα μπορούν να ανταλλαχθούν μόνο στις τιμές που ισχύουν στην αντίστοιχη αγορά. Με άλλα λόγια, παρά το γεγονός ότι οι τίτλοι μπορεί να έχουν υψηλή εμπορευσιμότητα, η εμπορευσιμότητα αυτή δεν θα αφορά απαραίτητα την ονομαστική τιμή τους. Οποιοσδήποτε χρειάζεται ρευστό θα πρέπει να βρει κάποιον στην αγορά πρόθυμο να πληρώσει σε χρυσό για να αγοράσει τα μερίδια στις επενδυτικές εταιρείες στις τιμές που ισχύουν στην αγορά τότε. Ως εκ τούτου, οι επενδυτικές εταιρείες δεν μπορούν να εγγυηθούν ούτε την τιμή του αρχικώς επενδυθέντος κεφαλαίου ούτε την απόδοση της επένδυσης. Οποιαδήποτε «εγγύηση» ρευστότητας μπορεί μόνο να αναφέρεται στην σχετική ευκολία με την οποία οι μετοχές της εταιρείας μπορούν να πωληθούν στην αγορά (αν και δεν υπάρχει κάποια νομική εγγύηση ότι η πώληση θα είναι εφικτή πάντοτε ούτε ότι θα γίνει σε μια συγκεκριμένη τιμή).
44. Για αυτό δεν είναι τυχαίο ότι σε ένα πλαίσιο ελευθερίας ο χρυσός επικράτησε ως χρήμα, καθώς είχε τα απαραίτητα χαρακτηριστικά τα οποία, από την σκοπιά των γενικών νομικών αρχών και της οικονομικής θεωρίας, πρέπει να έχει ένα γενικώς αποδεκτό μέσο συναλλαγών. Στον τομέα αυτό, όπως και σε πολλούς άλλους (οικογένεια, ιδιοκτησία, κ.ά.), η οικονομική θεωρία έχει δώσει στήριξη στα αυθόρμητα αποτελέσματα της διαδικασίας της κοινωνικής εξέλιξης.