Γιατί ασπάστηκαν τον ολοκληρωτισμό τόσοι άνθρωποι;
Ο Κούντερα, το κιτς, και η αβάσταχτη ελαφρότητα των οπαδών της καραντίνας
Του David McGrogan
Όσοι από εμάς παραμένουμε δύσπιστοι για τη σοφία των lockdown, των (αντι)κοινωνικών αποστάσεων, των εντολών χρήσης μάσκας, και άλλων καταναγκαστικών μορφών αντίδρασης στην πανδημία, συχνά δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε γιατί ακριβώς τα μέτρα αυτού του είδους υπήρξαν τόσο δημοφιλή. Πολύ συχνά, το αποδίδουμε στον φόβο, την άγνοια, ή την τυφλή συμμόρφωση. Αυτή είναι μια κάπως άδικη στάση, και σίγουρα δεν είναι αυτό που έχω διακρίνει σε συνομιλίες μου με φίλους και μέλη της οικογένειάς μου που, φυσικά, υποστήριξαν σχεδόν καθολικά αυτά τα μέτρα.
Μακράν, η πιο σημαντική συναισθηματική αντίδραση των ανθρώπων γύρω μου στην πανδημία δεν ήταν φόβος ή η άρνηση, αλλά περισσότερο η συμπόνια. Είναι αυτό το συναίσθημα – η απροθυμία να επιτρέψει κανείς την ταλαιπωρία των άλλων – που έχει καθορίσει την αντίδραση του κόσμου, πάνω από όλα. Εάν δεν κάνουμε αυτά τα πράγματα (να μένουμε σπίτι, να φοράμε μάσκες, να κρατάμε αποστάσεις), τότε κάποιοι άνθρωποι θα πεθάνουν, και θα πεθάνουν με φριχτό τρόπο, και έτσι πρέπει όλοι να αναγκαστούμε να τα κάνουμε από τον μηχανισμό του Κράτους. Είναι μια λειτουργία όχι φόβου, αλλά φροντίδας . Το ότι κάποιος μπορεί δικαίως να πιστεύει ότι η φροντίδα αυτή κατευθύνεται σε λάθος στόχο (πού πήγε το να νοιάζεσαι για την εκπαίδευση και το μέλλον των παιδιών, τη σημασία του να ζούμε σε μια ελεύθερη κοινωνία, τον βασανισμό των μοναχικών ανθρώπων, τις ματαιωμένες διαγνώσεις καρκίνου και ούτω καθ' εξής;) δεν μειώνει την αυθεντικότητά της.
Η σύνδεση μεταξύ συμπόνιας και εξαναγκασμού δεν πρέπει στην πραγματικότητα να μας εκπλήσσει. Ο Lionel Trilling, γράφοντας πριν από 70 και πλέον χρόνια, μας υπενθυμίζει ότι η σύνδεση μεταξύ των δύο είναι σχεδόν αναπόφευκτη: «Κάποιο παράδοξο της φύσης μας, μας οδηγεί», όπως το έθεσε, «στο σημείο όπου, αφού έχουμε καταστήσει τους συνανθρώπους μας αντικείμενα του πεφωτισμένου ενδιαφέροντός μας, να συνεχίσουμε να τους καθιστούμε αντικείμενα του οίκτου μας, μετά της σοφίας μας, και εν τέλει του εξαναγκασμού μας». Αυτό βρίσκεται, φυσικά, στη ρίζα της κοινωνικής μας φύσης: το ένστικτό μας για ενσυναίσθηση και η σύνδεσή του με τον έλεγχο βρίσκεται σε τελική ανάλυση στον πυρήνα της γονεϊκότητας. Γιατί επιβάλλουμε κανόνες στα παιδιά μας, αν όχι επειδή τα φροντίζουμε; Η λογική του lockdown μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως προέκταση αυτής της αρχής, και είναι φυσικά απλώς μια προέκταση των γενικών τάσεων στα ανεπτυγμένα κράτη– να διαφεντεύουν τους ανθρώπους γύρω τους για το καλό τους, επειδή δεν θέλουν να τους βλέπουν να υποφέρουν – οι οποίες (τάσεις) ενισχύονται εδώ και δεκαετίες.
Αλλά το γεγονός αυτό μας οδηγεί μόνο μέχρις ενός σημείου στην πορεία προς μιαν εξήγηση. Γιατί τα συμπονετικά ένστικτα των ανθρώπων έχουν υπερτροφοδοτηθεί τόσο κατά τη διάρκεια της πανδημίας; Γιατί έχουμε αρχίσει να νοιαζόμαστε τόσο πολύ για το γεγονός ότι πεθαίνουν άνθρωποι από Covid, όταν γενικά νοιαζόμαστε τόσο λίγο για ανθρώπους που πεθαίνουν από καρκίνο, τροχαία ατυχήματα ή διαβήτη – ή, εν προκειμένω, από πείνα και από πολέμους στον αναπτυσσόμενο κόσμο;
Η εύκολη απάντηση είναι ότι έχουμε υποστεί μια συντριπτική ροή εικόνων και στατιστικών για τον Covid, και ότι το γεγονός αυτό έχει τοποθετήσει τα θύματα της νόσου σε πρώτο πλάνο μέσα στο μυαλό μας, μ’ έναν τρόπο που απλά δεν ισχύει για τις άλλες αιτίες θανάτου και ταλαιπωρίας στον κόσμο. Αυτό είναι αναμφίβολα αλήθεια, αλλά υπάρχει κάτι άλλο σε όλα αυτά - κάτι που, εμπνεόμενος από τον Milan Kundera , θα περιγράψω ως μια μορφή του κιτς .
Ο Κούντερα περιγράφει το κιτς όχι ως μια κατηγορία ή ένα είδος τέχνης, αλλά περισσότερο ως ένα είδος κοινής συναισθηματικής απόκρισης. Στο Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα Του Είναι , δύο χαρακτήρες του βιβλίου παρακολουθούν μερικά παιδιά να παίζουν μαζί σε ένα πάρκο. «Να, αυτό είναι η ευτυχία!», παρατηρεί ο ένας. Εν μέρει, μας λέει ο Κούντερα, αυτός ο χαρακτήρας απλώς συγκινείται από την αθώα χαρά των παιδιών. Αλλά εν μέρει συγκινείται γιατί ξέρει επίσης ότι αυτή είναι μια εικόνα με την οποία συγκινείται όλη η ανθρωπότητα – έχει τη βαθιά επίγνωση ότι ο οποιοσδήποτε και ο κάθε ένας που θα έβλεπε μια τέτοια σκηνή θα συγκινούνταν με τον ίδιο τρόπο. Γνωρίζει δηλαδή ότι μετέχει σε μια κοινή συναισθηματική απόκριση, και αυτό ενισχύει το συναίσθημά του πέρα από κάθε μέτρο. Το kitsch, λέει ο Κούντερα, κάνει δύο δάκρυα να κυλούν, το ένα μετά το άλλο. «Το πρώτο δάκρυ λέει ‘’Τι ωραίο να βλέπεις παιδιά να τρέχουν στο γρασίδι!’’ Αλλά το δεύτερο δάκρυ λέει, ‘’Τι ωραίο που συγκινούμαι, μαζί με όλη την ανθρωπότητα, από τα παιδιά που παίζουν στο γρασίδι!” Είναι το δεύτερο δάκρυ που εξυψώνει τη στιγμή στο επίπεδο του κιτς.»
Η τέχνη του κιτς είναι κιτς, λοιπόν, όχι επειδή έχει ένα ιδιαίτερο στυλ, αλλά επειδή όταν τη βλέπει ο θεατής, όχι μόνο του αρέσει η εικόνα, αλλά γνωρίζει ότι αρέσει και σε όλους τους άλλους. Καθώς τη βρίσκει ευχάριστη, συγκινείται από το γεγονός ότι συμμετέχει σε μια κοινή αντίδραση: του αρέσει, αλλά του αρέσει επίσης το γεγονός ότι αρέσει και στην υπόλοιπη ανθρωπότητα, και ότι αρέσει σε όλους από κοινού. Υπάρχει η αίσθηση ότι ενώνεται κανείς σε έναν κοινό δεσμό αισθητικής απόλαυσης, ο οποίος είναι πολύ ισχυρότερος από την ίδια την αρχική ατομική αισθητική αντίδραση.
Τι σχέση έχει, όμως, το κιτς με τον εξαναγκασμό; Ξεκινά από το γεγονός ότι το κιτς δεν είναι απλώς ένα φαινόμενο των τεχνών, ή που εμφανίζεται σε αθώα και βαρετά γεγονότα όπως το να παρακολουθείς παιδιά να παίζουν. Υπάρχουν και πολιτικά κιτς. Και, πράγματι, ο ολοκληρωτισμός, μας λέει ο Κούντερα, θεμελιώνεται στο κιτς. «Όταν λέω ολοκληρωτισμός», γράφει, «αυτό που εννοώ είναι πως ό,τι παραβιάζει την έννοια του κιτς, πρέπει να εξοριστεί διά βίου: Κάθε επίδειξη ατομικισμού (γιατί μια απόκλιση από τη συλλογικότητα είναι ένα καρφί στα μάτια της χαμογελαστής μας αδελφότητας), κάθε αμφιβολία (επειδή όποιος αρχίζει να αμφιβάλλει για τις λεπτομέρειες θα καταλήξει να αμφισβητεί την ίδια τη ζωή), και κάθε ειρωνεία (γιατί στη σφαίρα του κιτς όλα πρέπει να λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπόψη)».
Αυτό που είναι σημαντικό, με άλλα λόγια, είναι η συλλογικότητα του συναισθήματος – η αίσθηση ότι κάποιος δεν νιώθει απλώς κάτι, αλλά ότι μοιράζεται αυτό το συναίσθημα με μια μεγάλη κοινωνία άλλων ανθρώπων. Αυτό μετατρέπεται σε καταναγκασμό εντελώς φυσικά και οργανικά: όποιος κάνει ερωτήσεις ή εκφράζει αμφιβολίες καταστρέφει την ομορφιά της ενοποιητικής συναισθηματικής φόρτισης– «μπαίνει στο μάτι της χαμογελαστής μας αδελφότητας» – και γίνεται αμέσως δέκτης της καταισχύνης των μελών της. Και τα μέλη της γίνονται φυσικά οι υποστηρικτές των προσπαθειών του κράτους να εξαναγκάσει τον αμφισβητία να συμμορφωθεί.
Με αυτούς τους όρους, αναμφισβήτητα έχει αναπτυχθεί ένα είδος «κιτς των lockdown» από τον Μάρτιο του 2020, στο οποίο οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται για τους θανάτους από Covid μόνο από τη δική τους συμπόνια, αλλά ενδιαφέρονται ακόμη περισσότερο λόγω της επίγνωσης ότι οι άλλοι νοιάζονται καθ' ολοκληρίαν. Μετέχουν του συλλογικού συναισθήματος, και τα συναισθήματά τους γίνονται ακόμη πιο έντονα εξαιτίας της ύπαρξής του. Φοράμε μάσκες γιατί νοιαζόμαστε. «Κρατάμε αποστάσεις για να είμαστε μαζί», «κρατάμε ο ένας τον άλλον ασφαλή» και «σώζουμε ζωές» (όπως μας υπενθυμίζει αμείλικτα η κρατική προπαγάνδα). Δεν νοιαζόμαστε απλά. Νοιαζόμαστε ως συλλογικότητα, και το ξέρουμε.
Θα ήταν ίσως υπερβολή να αποκαλέσουμε αυτό το φαινόμενο ολοκληρωτισμό. Αλλά όποιος, όπως εγώ, έχει προσπαθήσει να εκφράσει τις αμφιβολίες του για τη σοφία όλων αυτών των μέτρων σε φίλους, συγγενείς και συναδέλφους, θα σας βεβαιώσει για την εγκυρότητα της περιγραφής του Κούντερα: η αίσθηση ότι κάποιος «μπαίνει στο μάτι της χαμογελαστής αδελφότητας» είναι κατακλυσμιαία.
Τελικά, πρέπει να ελπίζουμε ότι το κιτς των lockdown θα εξαφανιστεί από μόνο του, ιδιαίτερα όταν η συντριπτική πλειοψηφία των ενηλίκων εμβολιαστεί πλήρως. Αλλά δεν μπορούμε απαραίτητα να ποντάρουμε σε αυτό. Όπως μας υπενθυμίζει και πάλι ο Κούντερα – και όπως είναι οδυνηρά εμφανές από τα γεγονότα των τελευταίων 18 μηνών – «τα πολιτικά κινήματα βασίζονται όχι τόσο σε ορθολογικές συμπεριφορές, όσο σε φαντασιώσεις, εικόνες, λέξεις και αρχέτυπα που ενώνονται για να σχηματίσουν αυτό ή εκείνο το πολιτικό κιτς».
Είναι εύκολο να φανταστούμε ότι η ζωή θα επιστρέψει λίγο πολύ στην κανονικότητα μέχρι τον Αύγουστο, αλλά είναι εξίσου εύκολο να φανταστεί κανείς ότι θα συνεχίσουμε να φοράμε μάσκες και να κρατάμε «κοινωνικές» αποστάσεις για πάντα, επειδή νοιαζόμαστε, και το πιο σημαντικό, επειδή νοιάζονται και όλοι οι άλλοι. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε εμείς οι «σκεπτικιστές των lockdown» είναι να συνεχίσουμε να θέτουμε ερωτήματα, να συνεχίσουμε να αμφισβητούμε και – παρ' ό,τι θα ήθελα να είχα μια πιο ευχάριστη μεταφορά – να συνεχίσουμε να τους μπαίνουμε στο μάτι, με την ελπίδα ότι αυτό θα υπονομεύσει την αίσθηση της οικουμενικότητας στην οποία βασίζεται το κιτς των lockdown.
To άρθρο του David McGrogan δημοσιεύτηκε την 1η Ιουνίου 2021 από το AIER. Απόδοση στα ελληνικά, Νίκος Μαρής.