Υπάρχει κάποιο βέλτιστο ποσοστό αύξησης του χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες;
H όλη άποψη περί ενός βέλτιστου ρυθμού ανάπτυξης του χρήματος είναι παράλογη
Του Frank Shostak
Είναι ευρέως αποδεκτό ότι μια αναπτυσσόμενη οικονομία απαιτεί ένα αυξανόμενο απόθεμα χρήματος επειδή η οικονομική ανάπτυξη αυξάνει τη ζήτηση για χρήμα. Πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν επίσης ότι η αποτυχία αντιμετώπισης της αύξησης της ζήτησης χρήματος οδηγεί σε πτώση των τιμών καταναλωτή. Αυτό θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει την οικονομία και να προκαλέσει οικονομική ύφεση ή ακόμα και κραχ.
Μερικοί οικονομολόγοι που ακολουθούν τον Μίλτον Φρίντμαν —γνωστοί και ως μονεταριστές— θέλουν η κεντρική τράπεζα να στοχεύει σε ένα σταθερό ποσοστό, όσον αφορά τον ρυθμό αύξησης της προσφοράς του χρήματος. Υποστηρίζουν ότι εάν αυτό το ποσοστό διατηρηθεί για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, θα δημιουργήσει οικονομική σταθερότητα.
Η ιδέα ότι τα χρήματα πρέπει να αυξηθούν για να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη υπονοεί ότι το χρήμα διατηρεί την οικονομική δραστηριότητα. Ωστόσο, η κύρια λειτουργία του χρήματος είναι να αποτελεί μέσο ανταλλαγής και όχι να συντηρεί την οικονομική δραστηριότητα. Αντίθετα, η οικονομική υποστήριξη παρέχεται από τα αποταμιευμένα καταναλωτικά αγαθά.
Όσον αφορά τα χρήματα, πολλά διαφορετικά αγαθά έχουν χρησιμεύσει ως μέσο ανταλλαγής. Ο Λούντβιχ φον Μίζες έγραψε ότι με την πάροδο του χρόνου «θα υπήρχε μια αναπόφευκτη τάση τα λιγότερο εμπορεύσιμα, από τη σειρά αγαθών που χρησιμοποιούνται ως μέσα ανταλλαγής, να απορρίπτονται ένα προς ένα, έως ότου έμεινε τελικά μόνο ένα εμπόρευμα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε παγκοσμίως ως συναλλακτικό μέσο: με μια λέξη, το χρήμα».
Κατά τη διάρκεια χιλιάδων ετών, οι άνθρωποι έχουν κατασταλάξει στον χρυσό ως το προτιμώμενο μέσο συναλλαγών. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι, ενώ αποδέχονται αυτή την ιστορική εξέλιξη, αμφιβάλλουν ότι ο χρυσός μπορεί να χρησιμεύσει ως χρήμα σε μια σύγχρονη οικονομία, λόγω της περιορισμένης προσφοράς του χρυσού.
Το γεγονός αυτό, με τη σειρά του, απειλεί να αποσταθεροποιήσει την οικονομία. Ως εκ τούτου, οι περισσότεροι οικονομολόγοι, ακόμη και εκείνοι που εκφράζουν υποστήριξη προς την ιδέα μιας ελεύθερης αγοράς, πιστεύουν ότι η κυβέρνηση πρέπει να ελέγξει την προσφορά χρήματος.
Τι εννοούμε με τον όρο Ζήτηση του Χρήματος;
Η ζήτηση για χρήμα είναι η ζήτηση για την αγοραστική δύναμη του χρήματος. Εξάλλου, δεν θέλουν περισσότερο χρήμα αφ' εαυτού του. Θέλουν περισσότερη αγοραστική δύναμη. Σε μια ελεύθερη αγορά, η προσφορά και η ζήτηση καθορίζουν την τιμή του χρήματος. Εάν υπάρχουν λιγότερα χρήματα, η ανταλλακτική αξία του θα αυξηθεί, και η ανταλλακτική αξία του θα πέσει όταν υπάρχουν περισσότερα χρήματα - όταν όλα οι άλλοι παράγοντες είναι ίσοι.
Μέσα σε μια ελεύθερη αγορά, δεν μπορεί να υπάρχουν «πολύ λίγα» ή «πάρα πολλά» χρήματα. Εάν επιτραπεί η εκκαθάριση της αγοράς, δεν μπορεί να προκύψει έλλειψη ή πλεόνασμα χρημάτων. Μόλις η αγορά επιλέξει ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα ως χρήμα, το απόθεμα αυτού του εμπορεύματος θα είναι πάντα επαρκές για να εξασφαλίσει αυτό που παρέχει το χρήμα. Ως εκ τούτου, σε μια ελεύθερη αγορά, η όλη άποψη περί ενός βέλτιστου ρυθμού ανάπτυξης του χρήματος είναι παράλογη.
Σύμφωνα με τον Mises,
«Οι υπηρεσίες που παρέχουν τα χρήματα δεν μπορούν να βελτιωθούν αν μεταβάλλουμε την προσφορά του χρήματος. [...] Η ποσότητα των διαθέσιμων χρημάτων σε ολόκληρη την οικονομία είναι πάντα επαρκής για να εξασφαλίσει για όλους, όσα κάνουν -και μπορούν να κάνουν- τα χρήματα».
Ωστόσο, ακόμη κι αν συμφωνούμε ότι ο κανόνας του χρυσού ήταν καλύτερος από το σημερινό νομισματικό σύστημα, σίγουρα πρέπει να είμαστε πρακτικοί και συντονισμένοι με την τρέχουσα πραγματικότητα. Στον σημερινό κόσμο, έχουμε κεντρικές τράπεζες και δεν ακολουθούμε τον κανόνα του χρυσού. Δεδομένων αυτών των γεγονότων, ποιος θα πρέπει να είναι ο σωστός ρυθμός αύξησης της προσφοράς χρήματος;
Από το εμπόρευμα στο χαρτονόμισμα
Αρχικά, το χαρτονόμισμα δεν θεωρείτο ως χρήμα, αλλά ως αναπαράσταση του χρυσού. Τα έντυπα χρεόγραφα αντιπροσώπευαν απαιτήσεις για τον χρυσό, που ήταν αποθηκευμένος στις τράπεζες. Οι κάτοχοι των χάρτινων πιστοποιητικών μπορούσαν να τα μετατρέψουν σε χρυσό, αλλά επειδή οι άνθρωποι βρήκαν πιο βολικό να χρησιμοποιούν χάρτινα πιστοποιητικά, αυτά τα πιστοποιητικά θεωρούνται χρήματα.
Τα έντυπα πιστοποιητικά που γίνονται δεκτά ως μέσο ανταλλαγής ανοίγουν το δρόμο για την απάτη. Οι τράπεζες θα μπορούσαν τώρα να μπουν στον πειρασμό να αυξήσουν τα κέρδη τους δανείζοντας πιστοποιητικά που δεν καλύπτονται από χρυσό. Σε μια οικονομία ελεύθερης αγοράς, μια τράπεζα που υπερ-εκδίδει χάρτινα πιστοποιητικά θα διαπιστώσει γρήγορα ότι η ανταλλακτική αξία των πιστοποιητικών της θα μειωθεί. Για να προστατεύσουν την αγοραστική τους δύναμη, οι κάτοχοι των υπερ-εκδοθέντων πιστοποιητικών πιθανότατα θα επιχειρούσαν να τα μετατρέψουν ξανά σε χρυσό.
Αν όλοι ζητούσαν πίσω τον χρυσό ταυτόχρονα, αυτό θα χρεοκοπούσε την τράπεζα. Σε μια ελεύθερη, ανταγωνιστική αγορά, η απειλή της χρεοκοπίας θα εμπόδιζε τις τράπεζες να εκδίδουν χάρτινα πιστοποιητικά χωρίς χρυσό. Αυτό σημαίνει ότι σε μια οικονομία ελεύθερης αγοράς, το χαρτονόμισμα δεν μπορεί να αποκτήσει τη «δική του ζωή» και να γίνει ανεξάρτητο από το εμπορεύσιμο χρήμα.
Η κυβέρνηση, ωστόσο, μπορεί να παρακάμψει την πειθαρχία της ελεύθερης αγοράς. Μπορεί να αποφασίσει ότι οι υπερ-εκδίδουσες τράπεζες δεν χρειάζεται να εξαργυρώνουν τα χάρτινα πιστοποιητικά σε χρυσό. Από τη στιγμή που οι τράπεζες δεν είναι υποχρεωμένες να εξαργυρώνουν τα χάρτινα πιστοποιητικά σε χρυσό, οι ευκαιρίες για μεγάλα κέρδη δημιουργούν κίνητρα για να επιδιώξουν μια απεριόριστη επέκταση της προσφοράς των χάρτινων πιστοποιητικών.
Αυτή η ανεξέλεγκτη επέκταση των χάρτινων πιστοποιητικών αυξάνει την πιθανότητα να προκληθούν αυξήσεις των τιμών, που θα μπορούσαν να καταστρέψουν μια οικονομία της αγοράς. Για να αποφευχθεί μια τέτοια κατάρρευση, πρέπει να γίνει διαχείριση της προσφοράς του χάρτινου νομίσματος, κάτι που μπορεί να γίνει με τη ίδρυση μιας μονοπωλιακής κεντρικής (σ.σ. κρατικής) τράπεζας που διαχειρίζεται την προσφορά χαρτονομίσματος.
Για να επιβεβαιώσει την εξουσία της, η κεντρική τράπεζα εισάγει έντυπα πιστοποιητικά που αντικαθιστούν τα πιστοποιητικά των τραπεζών. Η αγοραστική δύναμη των πιστοποιητικών της κεντρικής τράπεζας κατοχυρώνεται επειδή τα έντυπα πιστοποιητικά ανταλλάσσονται με χρήματα της κεντρικής τράπεζας σε σταθερή ισοτιμία. Τα έντυπα πιστοποιητικά της κεντρικής τράπεζας υποστηρίζονται πλήρως από τα πιστοποιητικά των τραπεζών, τα οποία έχουν την ιστορική σύνδεση με τον χρυσό.
Τα έντυπα πιστοποιητικά της κεντρικής τράπεζας, τα οποία είναι νομικά επιβαλλόμενο χρήμα (legal tender), χρησιμεύουν επίσης ως αποθεματικά για τις τράπεζες. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στην κεντρική τράπεζα να θέσει ένα όριο στην πιστωτική επέκταση από το τραπεζικό σύστημα, ορίζοντας ρυθμιστικούς ποσοστά των αποθεματικών σε σχέση με τις καταθέσεις όψεως.
Μοιάζει λοιπόν ότι η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε να διαχειριστεί και να σταθεροποιήσει το νομισματικό σύστημα, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Το τρέχον χάρτινο νομισματικό σύστημα προέκυψε επειδή οι κεντρικές αρχές κατέστησαν νόμιμο για τις υπερ-εκδίδουσες τράπεζες, το να μην εξαργυρώνουν τα χάρτινα πιστοποιητικά σε χρυσό.
Για τη διαχείριση του συστήματος, η κεντρική τράπεζα πρέπει να παράγει συνεχώς χρήματα από το τίποτα, για να εμποδίσει τις τράπεζες να χρεοκοπήσουν η μία την άλλη κατά την εκκαθάριση των επιταγών. Αυτό οδηγεί σε επίμονες μειώσεις της αγοραστικής δύναμης του χρήματος, που αποσταθεροποιεί ολόκληρο το νομισματικό σύστημα.
Ακόμη και το σχέδιο του Milton Friedman για τον καθορισμό του ρυθμού αύξησης του χρήματος σε ένα δεδομένο ποσοστό, δεν θα εξαλείψει το πρόβλημα. Ένα σταθερό ποσοστό αύξησης εξακολουθεί να είναι αύξηση/πληθωρισμός του χρήματος, η οποία οδηγεί στην ανταλλαγή του «τίποτα με κάτι», πυροδοτώντας κύκλους άνθησης-κατάρρευσης.
Κι αν διατηρούσαμε το τρέχον απόθεμα χάρτινου χρήματος αμετάβλητο; Δεν θα τα βγάζαμε πέρα έτσι; Ένα αμετάβλητο απόθεμα χρήματος θα προκαλέσει σχεδόν άμεση κατάρρευση του παρόντος νομισματικού συστήματος. Το παρόν σύστημα επιβιώνει επειδή η κεντρική τράπεζα, μέσω νομισματικών «ενέσεων», εμποδίζει τις τράπεζες των κλασματικών αποθεματικών να χρεοκοπήσουν.
Οι κεντρικές τράπεζες πρέπει πάντα να καταφεύγουν σε μεγάλες νομισματικές ενέσεις κατά τη διάρκεια πολιτικών ή οικονομικών σοκ. Το πόσο καιρό η κεντρική τράπεζα μπορεί να διατηρήσει το σημερινό σύστημα εξαρτάται από την κατάσταση των αποταμιεύσεων. Εάν οι αποταμιεύσεις αυξάνονται, η κεντρική τράπεζα μπορεί να κρατήσει το σύστημα ζωντανό.
Μόλις οι αποταμιεύσεις αρχίσουν να λιμνάζουν, ή ακόμα και να συρρικνώνονται, καμία χρηματική «τόνωση» δεν μπορεί να αποτρέψει την κατάρρευση του συστήματος.
Συμπέρασμα
Επειδή το παρόν νομισματικό σύστημα είναι θεμελιωδώς ασταθές, δεν μπορεί να υπάρξει «σωστός» ρυθμός αύξησης της προσφοράς χρήματος. Το σημερινό νομισματικό σύστημα εμφανίστηκε επειδή οι κεντρικές αρχές επέτρεψαν την πρακτική της έκδοσης τραπεζογραμματίων που δεν καλύπτονται από χρυσό. Για να διατηρηθεί ένα τέτοιο σύστημα, εισήχθη η κεντρική τράπεζα. Μέσω της διαρκούς νομισματικής διαχείρισης, η δουλειά της κεντρικής τράπεζας είναι να εμποδίζει τις τράπεζες να χρεοκοπούν η μία εξαιτίας της άλλης, κατά την εκκαθάριση των επιταγών. Είτε η κεντρική τράπεζα εγχέει χρήματα σύμφωνα με την οικονομική δραστηριότητα, είτε καθορίζει τον ρυθμό της αύξησης της προσφοράς του χρήματος, αποσταθεροποιεί συνεχώς το σύστημα.
Η συμβουλευτική εταιρεία του Frank Shostak, Applied Austrian School Economics, παρέχει σε βάθος αξιολογήσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών και των παγκόσμιων οικονομιών.