Γιατί οι καλαθοσφαιριστές κερδίζουν περισσότερα χρήματα απ' τους εκπαιδευτικούς;
Όλη αυτή η γκρίνια αποτελεί μια θεμελιώδη σύγχυση για ένα οικονομικό παράδειγμα που όλοι πιστεύουν ότι διδάχτηκαν, αλλά στην πραγματικότητα δεν κατανόησαν.
Άρθρο του Michael Munger για το AIER. Χρόνος ανάγνωσης 4’.
Πολλά διδάγματα της οικονομικής επιστήμης αντιμετωπίζονται σαν μεμονωμένες παραδοξότητες, παρά ως γνώσεις για το πώς λειτουργεί ο κόσμος. Είμαι απογοητευμένος, για παράδειγμα, από την ικανότητα των φοιτητών να διατυπώνουν μεν με ακρίβεια τον ορισμό του κόστους ευκαιρίας, και ωστόσο να μην κατανοούν καθόλου τις επιπτώσεις του. Έγραψα γι' αυτό το θέμα τις προάλλες, αναφέροντας μια ερώτηση διαγωνίσματος που έβαλα στο Dartmouth College όταν δίδασκα εκεί τη δεκαετία του 1980: Ας υποθέσουμε ότι θέλετε να πάτε σε μια συναυλία, αλλά αποφασίσατε να μην αγοράσετε εισιτήρια από την μαύρη αγορά, επειδή τα εισιτήρια είναι πολύ ακριβά. Αλλά μετά βρίσκετε μερικά δωρεάν εισιτήρια. Πάτε στη συναυλία;
Οχι! Το κόστος για να πάτε στη συναυλία είναι αυτό που εγκαταλείπετε. Σε αυτήν την περίπτωση αυτό που εγκαταλείπετε είναι η αξία της πώλησης των εισιτηρίων. Δεν έχει σημασία τι πληρώσατε για τα εισιτήρια, παιδιά. Το κόστος τους είναι αυτό που εγκαταλείπετε χρησιμοποιώντας τα εισιτήρια. Αφού δεν θα πληρώνατε τα 250 $ για να αγοράσετε τα εισιτήρια στη μαύρη αγορά, γιατί θα πληρώνατε το κόστος ευκαιρίας του να μην τα πουλήσετε αφού τα έχετε στα χέρια σας; (Μια υποσημείωση: ναι, θα μπορούσε να υπάρχει μια επίδραση πλούτου ή μια διαφορά κόστους συναλλαγής, που θα συνεπαγόταν διαφορετικές απαντήσεις. Αλλά δεν ήταν αυτό που είπαν οι μαθητές. Οι φοιτητές είπαν ότι θα πήγαιναν στην συναυλία επειδή θα ήταν δωρεάν!)
Μια ακόμη πιο θεμελιώδης ιδέα, που σχεδόν οποιοσδήποτε έχει παρακολουθήσει μάθημα οικονομικών επιστημών μπορεί να απαγγείλει από μνήμης, είναι η επίλυση του «παράδοξου των διαμαντιών και του νερού». Στο «Ο πλούτος των εθνών», ο Adam Smith έθεσε τον γρίφο ως εξής:
«Η λέξη αξία, πρέπει να παρατηρήσουμε, έχει δύο διαφορετικές σημασίες: μερικές φορές εκφράζει τη χρησιμότητα κάποιου συγκεκριμένου αντικειμένου, και μερικές φορές τη δυνατότητα αγοράς άλλων αγαθών που φέρει η κατοχή αυτού του αντικειμένου [...] Τίποτα δεν είναι πιο χρήσιμο από το νερό: αλλά μ’ αυτό δεν μπορεί να αγοράσει κανείς σχεδόν τίποτα. Ένα διαμάντι, αντίθετα, δεν έχει σχεδόν καμία αξία χρήσης, ωστόσο μπορεί συχνά να έχει ως αντάλλαγμα μια πολύ μεγάλη ποσότητα άλλων αγαθών.»
Η επίλυση του παραδόξου είναι απλώς ότι η αξία είναι υποκειμενική και οριακή (marginal). Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η επιθυμία μου για νερό μπορεί να ξεπεράσει την επιθυμία μου για διαμάντια, αλλά μόνο εάν υπήρχε θανατηφόρα έλλειψη νερού, καθιστώντας τη δίψα μου πρωταρχικό μου μέλημα. Συνήθως, τουλάχιστον στις αναπτυγμένες χώρες, το νερό είναι άφθονο και μπορεί κανείς να προμηθευτεί μεγάλες ποσότητες σε πολύ μικρή τιμή. Στο όριο (margin), λοιπόν, το χιλιοστό γαλόνι νερού αξίζει πολύ λιγότερο από το 1ο μικρό διαμάντι που αγόρασα για να στολίσω το λαιμό ή το δάχτυλο ενός αγαπημένου μου προσώπου. Σε αυτό το βίντεο, ο Robert Murphy είναι σε θέση να λύσει το πρόβλημα, όμορφα κι ωραία. Δεν αποτελεί καθόλου παράδοξο.
Ωστόσο, το θέμα μας δεν ήταν να εξηγήσουμε τις σχετικές αξίες του νερού και των διαμαντιών. Το θέμα ήταν να εξηγηθεί η σχέση μεταξύ τιμής και αξίας. Εφόσον οι καθηγητές οικονομικών διδάσκουν το συγκεκριμένο παράδειγμα σαν να ήταν η αγία γραφή, αλλά δεν καταφέρνουν να μεταδώσουν στους μαθητές την κατανόηση της σημασίας της οριακής αξίας, είμαστε καταδικασμένοι να πρέπει να διαβάζουμε και να ακούμε τρομερές διανοητικές απρέπειες, που διαπράττονται από ανθρώπους που θα έπρεπε να γνωρίζουν καλύτερα.
Τα παραδείγματα βρίσκονται εύκολα. Κάποια εκδοχή του «οι δάσκαλοι είναι πιο σημαντικοί από τους αθλητές, επομένως πρέπει να βγάζουν περισσότερα χρήματα» γράφεται κάθε εβδομάδα από τους επαγγελματίες πωλητές αγανάκτησης που κατακλύζουν τα μέσα ενημέρωσής μας. Οι New York Times είναι ιδιαίτερα αγανακτισμένοι, προτείνοντας συχνά την κρατική ρύθμιση ή κάποιο είδος «ειδικού φόρου» για την επίλυση του προβλήματος. (Η λύση είναι πάντα ένας «ειδικός» φόρος γι’ αυτούς αυτούς τους ανθρώπους· το γεγονός ότι πληρώνουμε ήδη σημαντικούς φόρους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αύξηση των μισθών των δασκάλων, εάν υπάρχει πολιτική βούληση να γίνει κάτι τέτοιο, δεν φαίνεται να ανακύπτει ποτέ).
Όταν ο Steph Curry, το φιλαράκι μου στο Davidson College, υπέγραψε συμβόλαιο με την ομάδα των Golden State Warriors για 40 εκατομμύρια δολάρια ανά σεζόν, οι μαστροχαλαστές ανέλαβαν δράση. Ο Curry πληρωνόταν 500.000 $ ανά παιχνίδι, ή δέκα φορές περισσότερο από αυτό που βγάζουν οι δάσκαλοι σε ένα ολόκληρο έτος! Τς, τς…!
Θεέ μου. Αν φτιάχνατε μια ομάδα του ΝΒΑ, δεν θα ξεκινούσατε με τους οριακούς παίκτες, θα ξεκινούσατε με τους καλύτερους, τα διαμάντια. Υπάρχουν μερικοί κορυφαίοι παίκτες, οι οποίοι συχνά αναφέρονται μόνο με τα μικρά τους ονόματα («LeBron», «Giannis», «Dirk») γύρω από τους οποίους μπορείτε να δημιουργήσετε μια ομάδα. Το να εξασφαλίσεις πρώτος την υπογραφή τους κοστίζει ακριβά. Στη συνέχεια, καθώς προσθέτεις οριακούς (marginal) παίκτες, το κόστος είναι μικρότερο. Φυσικά, το σχετικό όριο δεν είναι ο χειρότερος παίκτης στο ΝΒΑ. Δεν είναι καν ο καλύτερος παίκτης που δεν κατάφερε να μπει στο ΝΒΑ.
Όχι, ο οριακός παίκτης είναι αυτός που έχει αρνητικό μισθό, ο 40χρονος τύπος που πληρώνει για μια συνδρομή στο γυμναστήριο του YMCA ή του κολεγίου για να παίξει μπάσκετ. Αυτοί οι άνθρωποι δεν αμείβονται περισσότερο από τους δασκάλους, γιατί υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες από αυτούς που κάνουν φάουλ, δεν μπορούν να σουτάρουν μαρκαρισμένοι, κι είναι πιο μικρόσωμοι κι από τους αρουραίους του γυμναστηρίου.
Οι οριακοί καλαθοσφαιριστές πληρώνουν 65 $ το μήνα για να παίξουν, σε σύγκριση με τα τουλάχιστον 4.000 $ το μήνα μηνιαίο μισθό για τους έμπειρους δασκάλους στις περισσότερες πολιτείες των ΗΠΑ. Οι μπασκετμπολίστες δεν αμείβονται περισσότερο από τους δασκάλους. Όλη αυτή η γκρίνια αποτελεί μια θεμελιώδη σύγχυση σχετικά με ένα παράδειγμα που όλοι πιστεύουν ότι διδάχτηκαν, αλλά στην πραγματικότητα δεν κατανόησαν.
Ως εκπαιδευτικός ο ίδιος, είμαι στην ευχάριστη θέση να παραδεχθώ ότι οι δάσκαλοι παράγουν αξία για τους μαθητές και την κοινωνία. Αλλά ακόμη και ο πιο οριακός δάσκαλος, στο χειρότερο και με τα λιγότερο κίνητρα δημόσιο σχολείο, που μετράει τις μέρες για τη συνταξιοδότησή του, βγάζει πολύ περισσότερα από τον οριακό μπασκετμπολίστα. Δεν γίνεται να συγκρίνετε την οριακή μονάδα του νερού, ή του διδακτικού προσωπικού, με τα διαμάντια. Αυτό είναι ένα παράδοξο που λύσαμε εδώ και πολύ καιρό.
Ο Michael Munger είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, Οικονομικών και Δημόσιας Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Duke και Ανώτερος Μέλος του Αμερικανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών.
Τα πτυχία του είναι από το Κολέγιο Davidson, το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον στο Σεντ Λούις και το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον.
Τα ερευνητικά ενδιαφέροντα του Munger περιλαμβάνουν την κρατική ρύθμιση, τους πολιτικούς θεσμούς και την πολιτική οικονομία.